Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015 την ταινία «Το Παραμύθι των Παραμυθιών» (Tale of Tales) του Ματέο Γκαρόνε.

Η μεγάλη έκπληξη στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών ήρθε από το απρόβλεπτο, φαντασμαγορικό, αναγεννησιακό παραμύθι του Ιταλού δημιουργού Ματέο Γκαρόνε, βασισμένο στις περίφημες πολυδιαβασμένες ιστορίες του Τζιανμπατίστα Μπαζίλε, που ενέπνευσαν τους αδελφούς Γκριμ.

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν τρία σπουδαία βασίλεια. Σε κάθε ένα από αυτά, οι βασιλείς κινούσαν τα νήματα, παλεύοντας ταυτόχρονα με τους ανομολόγητους πόθους τους.

Η Βασίλισσα του Longtrellis (Σάλμα Χάγεκ) θέλει, πάνω και πέρα από κάθε τι, ένα δικό της παιδί. Μαθαίνοντας ότι ο μόνος τρόπος να μείνει επιτέλους έγκυος είναι να φάει την καρδιά ενός θαλάσσιου τέρατος, παροτρύνει τον Βασιλιά της (Τζον Σ. Ράιλι) να το σκοτώσει για χάρη της. Η επιθυμία της θα γίνει πραγματικότητα, όχι όμως χωρίς το αντίστοιχο τίμημα…

Ο Βασιλιάς του Strongcliff (Βενσάν Κασέλ) από ένα γειτονικό βασίλειο κυβερνάται από την ηδυπάθειά του, παραδομένος στις ανεξέλεγκτες ορμές του. Μία μυστηριώδης φωνή που έρχεται μέσα από ένα σπίτι, θα του τραβήξει την προσοχή, όμως όσο εκείνος ερωτεύεται την γυναίκα που κρύβεται στην άλλη μεριά του τοίχου, τόσο εκείνη διστάζει να του αποκαλυφθεί. Συμφωνεί μόνο να τον επισκεφθεί ένα βράδυ στο παλάτι. Μόνος της όρος; Όλα τα κεριά να παραμείνουν σβηστά και οι δυο τους να βρεθούν στο απόλυτο σκοτάδι.

Τέλος, ο Βασιλιάς του Highhills (Τόμπι Τζόουνς) αναπτύσσει μια αφύσικη εμμονή με έναν ψύλλο, ο οποίος σιγά-σιγά γιγαντώνεται. Όταν έρθει η στιγμή της επιλογής συζύγου για την όμορφη νεαρή κόρη του, ο Βασιλιάς αποφασίζει να την παντρέψει με όποιον απαντήσει σε ένα ιδιόμορφο γρίφο. Εκείνος, όμως, που απαντά σωστά, σοκάρει με την εμφάνισή του…

Ο παραμυθάς που ενέπνευσε τους αδελφούς Γκριμ

«Αυτή η συλλογή ήταν για πολύ καιρό η καλύτερη και πλουσιότερη που μπορούσε κανείς να βρει. Ο συγγραφέας είχε ιδιαίτερο ταλέντο στη συγκέντρωσή τους και μία εξαιρετική γνώση της διαλέκτου. Η αφήγηση των ιστοριών γίνεται δίχως διάλειμμα και το ύφος, τουλάχιστον στα ναπολιτάνικα παραμύθια, είναι δίχως ψεγάδι. Μπορούμε να θεωρήσουμε αυτή τη συλλογή των 50 παραμυθιών ως την βάση για πολλές άλλες».

Βίλχελμ Γκριμ (1837)

Στο «Παραμύθι των Παραμυθιών» του Τζιαμπατίστα Μπαζίλε, η Ιταλία έχει το αρχαιότερο, πλουσιότερο και πιο αναγνωρισμένο βιβλίο παραμυθιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Μπαζίλε (1570 – 1632), που ήταν ακαδημαϊκός, αυλικός και στρατιώτης, άντλησε ιδέες και ιστορίες από την προφορική παράδοσης της Κρήτης και ιδιαίτερα της Βενετίας. Με την καταγραφή 50 παραμυθιών, δημιούργησε ένα σημαντικότατο μνημείο του γραπτού λόγου. Με θαυμάσια χρήση της γλώσσας, καθώς και ένα στιλ που αναμιγνύει μαγικά τον ερωτισμό και τη βία, το κομψό και το γκροτέσκο, ο συγγραφέας τοποθετεί σε ένα εντυπωσιακό καμβά ένα καταπληκτικό φάσμα χαρακτήρων, από τέρατα και μάγους μέχρι βασιλιάδες και μαγεμένα ζώα. Όμως ακόμη και αυτά τα υπερφυσικά πλάσματα αποκαλύπτονται με έναν τρόπο νατουραλιστικό, αφού, για τον Μπαζίλε, το φόντο για τις ιστορίες του είναι ένας κόσμος προσεγγίσιμος, στον οποίο εισβάλλουν θαυματουργά ή και τερατώδη στοιχεία.

Το «Παραμύθι των Παραμυθιών» είναι το πρώτο έργο που αποτελείται αποκλειστικά από παραμύθια, ενώ ο Μπαζίλε ήταν ο πρώτος συγγραφέας που πέτυχε να αναπαραγάγει στην εντέλεια τους τοπικούς προφορικούς επιτονισμούς. Το έργο του ενέπνευσε δύο αιώνες αργότερα τους περίφημους αδελφούς Γκριμ σε έργα όπως η «Σταχτοπούτα», ο «Παπουτσωμένος Γάτος», η «Ωραία Κοιμωμένη» και το «Χάνσελ και Γκρέτελ», ενώ με τις πινελιές τρόμου και χιούμορ, έχει επηρεάσει κι άλλους συγγραφείς όπως τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και τον Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν.

Τα παραμύθια ζωντανεύουν

Έχοντας βραβευθεί δύο φορές στο Φεστιβάλ Καννών, για τα «Γόμορρα» και «Reality», ο Ματέο Γκαρόνε, ένας από τους πολλά υποσχόμενους Ιταλούς σκηνοθέτες, επέστρεψε στο διαγωνιστικό τμήμα με μία ταινία διαφορετική απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει. Όχι μόνο μιλά αγγλικά, αλλά μας ταξιδεύει στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών μακριά από το ύφος των προηγούμενων ταινιών του. Για τον ίδιο, όμως, η παρέκκλιση είναι μόνο επιφανειακή: «Στα παραμύθια του, βρήκα την μίξη του αληθινού με το φανταστικό που πάντα χαρακτήριζε τις δουλειές μου», εξηγεί. «Οι ιστορίες καλύπτουν όλες τις αντιθέσεις της ζωής: το κανονικό και το εξαιρετικό, το μαγικό και το καθημερινό, το βασιλικό και το αισχρό, το ντόμπρο και το ψεύτικο, το υπέροχο και το βρώμικο, το φοβερό και το τρυφερό, ψήγματα μυθολογίας και κομμάτια λαϊκής σοφίας».

Ο Γκαρόνε και η ομάδα του είχαν το δύσκολο καθήκον της επιλογής μόλις τριών ιστοριών από τις 50 του βιβλίου και έπειτα της «γείωσής» τους, μέσω της έμφασης στα ρεαλιστικά στοιχεία τους. «Οι προηγούμενες δύο ταινίες μου ξεκίνησαν ως παρατηρήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας που κινούνται προς μία πιο φανταστική διάσταση. Εδώ, ήταν το αντίθετο ταξίδι: πήραμε παραμύθια και τους προσδώσαμε ρεαλισμό. Απλώς, όπως συμβαίνει κάθε φορά που κάποιος λέει ένα παραμύθι, το ερμηνεύσαμε με τον δικό μας τρόπο. Αυτό βέβαια δεν επηρέασε τις βασικές θεματικές τους, που είναι μοντέρνες. Μιλούν για σύγχρονες εμμονές: την παντοδύναμη επιθυμία για νιάτα και ομορφιά (την οποία ο Μπαζίλε καυτηριάζει θυμίζοντας τις πλαστικές επεμβάσεις), την λαχτάρα για ένα παιδί, την σύγκρουση των γενεών, και την βία που αντιμετωπίζει ένα κορίτσι για να ενηλικιωθεί».

Το αποτέλεσμα της δουλειάς του δεν εντυπωσιάζει μόνο χάρη στις ευφάνταστες ιστορίες, αλλά και χάρη στις φαντασμαγορικές, πανέμορφες εικόνες που κόβουν την ανάσα. «Ήμουν ζωγράφος πριν γίνω σκηνοθέτης. Για να κάνω μια ταινία, πρέπει να μου αρέσουν οι χαρακτήρες και η ιστορία, αλλά και οι εικαστικές δυνατότητες. Μεγάλη έμπνευση στάθηκε ο Φρανθίσκο Γκόγια και η σειρά χαρακτικών του, «Τα Καπρίτσια». Έχουν το είδος της γκροτέσκας ανθρώπινης υπόστασης, ταυτόχρονα ρεαλιστική αλλά και φανταστική. Όσον αφορά το σινεμά, ανάμεσα στις βασικές μου αναφορές ξεχωρίζω τα «Η Μάσκα του Δαίμονα» του Μάριο Μπάβα, «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο» του Λουίτζι Κομεντσίνι, «Καζανόβα» του Φεντερίκο Φελίνι και «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε» του Μάριο Μονιτσέλι».

Όταν η Σάλμα Χάγεκ δέχθηκε το τηλεφώνημα του Γκαρόνε, νόμιζε ότι κάποιος της έκανε φάρσα. Όχι μόνο ο συνομιλητής τής συστήθηκε ως ο Ματέο Γκαρόνε, τις ταινίες του οποίου ήδη θαύμαζε, αλλά της πρότεινε τον αναπάντεχο ρόλο της βασίλισσας. «Δύο πράγματα μού ήρθαν στο μυαλό», λέει η Μεξικανή ηθοποιός. «Πρώτον, όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, μου πρότειναν τον ρόλο της υπηρέτριας, της στρίπερ. Το κοντινότερο σε βασίλισσα που έπαιξα ήταν η βασίλισσα του καρτέλ ναρκωτικών στο «Savages». Και, δεύτερον, λατρεύω τις ιστορικές ταινίες. Αλλά ως ηθοποιός σκεφτόμουν ότι δεν είχα και πολλές πιθανότητες κάποιος να βάλει μια Μεξικανή στην Ευρώπη του 17ου αιώνα. Στην ηλικία μου, είχα κάπως παραιτηθεί από την ιδέα ότι θα φορούσα αυτά τα φουστάνια. Στα 48 μου, δεν μου δίνουν καν τον ρόλο της δικηγόρου ή της επιστήμονα. Φυσικά, είπα αμέσως το ναι».

Η ταινία, εξάλλου, περιστρέφεται από τρεις ιστορίες που έχουν ως βασικές πρωταγωνίστριες τις γυναίκες και τρία ζητήματα για τα οποία παλεύουν: τα παιδιά, τη νιότη, και την ελευθερία τους. «Οι ιστορίες γράφτηκαν πριν τόσο καιρό και όμως είναι ακόμα τόσο επίκαιρες, ακριβώς επειδή ακόμη μαχόμαστε για αυτά», τονίζει η Χάγεκ. «Ο Ματέο δουλεύει ως ζωγράφος, είναι καταπληκτικό. Στην ταινία αυτή χρησιμοποιεί την γλώσσα των ονείρων και του υποσυνείδητου. Αυτό που αντιλαμβάνεσαι σε όλες τις ταινίες του Ματέο είναι ότι δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε πάει με κάθε σκηνή, με κάθε ιστορία».

Στην περίπτωση του Βενσάν Κασέλ, το μεγαλύτερο δέλεαρ ήταν ο ίδιος ο Γκαρόνε. «Χάρηκα φυσικά όταν είδα το υλικό και γνώρισα έναν συγγραφέα, για τον οποίο δεν ήξερα τίποτα. Όμως, για μένα τα πάντα έχουν να κάνουν με τον σκηνοθέτη και το αν είναι κάποιος που μπορεί να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Το να κάνεις μία ταινία δεν είναι πολύ δύσκολο, αλλά το να κάνεις μια καλή ταινία, είναι σχεδόν αδύνατο». Και, τελικά, η ίδια η ταινία εξελίχθηκε σε κάτι που τον εξέπληξε. «Στο σενάριο δεν ήταν προφανές ποιος ήταν καλός, ποιος ήταν κακός, με ποιον ταυτιζόσουν. Και όσον αφορά τις εικόνες, εντυπωσιάστηκα όταν ανακάλυψα το ότι μπορείς να πεις πολλά με ένα κάδρο που δεν κινείται».

Ο Τζον Σ. Ράιλι βλέπει στα παραμύθια αυτά «την έκφανση του συλλογικού μας υποσυνείδητου». «Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, παίζαμε ένα παιχνίδι: μου έδιναν ένα αντικείμενο, ένα μέρος και έναν χαρακτήρα, κι εγώ έπρεπε να τους πω μια ιστορία. Όταν αυτοσχεδιάζεις με τον τρόπο αυτό, βγαίνουν όλα αυτά που σε ενδιαφέρουν, σε φοβίζουν ή σε ελκύουν. Αυτό μπορείς να πεις και για τα παραμύθια». Σε αυτό συμφωνεί και ο σκηνοθέτης του: «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η ανθρώπινη σύγκρουση, η βία, η αγάπη, η εμμονή της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα παραμύθια χρησιμοποιούν αρχέτυπα και ακραία συναισθήματα. Είναι, όμως, φοβερά κοντά στην ανθρώπινη εμπειρία, μοντέρνα και αξεπέραστα».

Σκηνοθεσία Ματέο Γκαρόνε

Σενάριο Εντοάρντο Αλμπινάτι

Ούγκο Τσίτι

Ματέο Γκαρόνε

Μάσιμο Γκαουντιόζο

Παραγωγή Ματέο Γκαρόνε

Τζέρεμι Τόμας

Ζαν Λαμπαντί

Αν-Λορ Λαμπαντί

Ηθοποιοί Σάλμα Χάγιεκ

Βενσάν Κασέλ

Τόμπι Τζόουνς

Τζον Σ. Ράιλι

Σίρλεϊ Χέντερσον

Φωτογραφία Πίτερ Σουσκίτζκι

Μοντάζ Μάρκο Σπολετίνι

Σκηνικά Ντιμίτρι Καπουάνι

Μουσική Αλεξάντρ Ντεσπλά

Διάρκεια 125’

Διανομή Odeon