Η Weird Wave παρουσιάζει στους κινηματογράφους την ταινία «Το Μπλε Δωμάτιο» (LA CHAMBRE BLEUE / THE BLUE ROOM) του Ματιέ Αμαλρίκ. Μια ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν.

Η νέα ταινία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Ματιέ Αμαλρίκ, μετά το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών για το «Τουρνέ στο Παρίσι» και τη συγκλονιστική του παρουσία στην «Αφροδίτη με τη Γούνα» του Ρόμαν Πολάνσκι, είναι «ένα εντυπωσιακό και ιμπρεσιονιστικό ρομαντικό θρίλερ», βασισμένο στο ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν.

Ο Ζουλιέν και η Εσθέρ συναντιούνται κάθε Πέμπτη στο δωμάτιο ενός επαρχιακού ξενοδοχείου. Είναι και οι δύο παντρεμένοι και στο δωμάτιο αυτό κάνουν έρωτα και μοιράζονται το πάθος τους, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των κατοίκων της μικρής γαλλικής πόλης. «Θα περνούσες τη ζωή σου μαζί μου αν ξαφνικά ήμασταν ελεύθεροι;» τον ρωτά κάποια στιγμή εκείνη. Κι αυτός, χωρίς να το πολυσκεφτεί, της απαντά «Φυσικά». Όταν ξαφνικά ο Ζουλιέν βρίσκεται να ανακρίνεται από την αστυνομία για ένα έγκλημα, τα αθώα αυτά λόγια αποκτούν άλλη διάσταση, καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν ιστό από ψέματα που ο ίδιος κατασκεύασε. Για ποιο λόγο κατηγορείται όμως;

Χρησιμοποιώντας τους κανόνες των κλασικών φιλμ νουάρ για να παραδώσει μια αντισυμβατική, μοντέρνα εκδοχή του είδους, ο Ματιέ Αμαλρίκ, ένας από τους πιο ταλαντούχους και αξιόπιστους ηθοποιούς του σύγχρονου γαλλικού σινεμά, πρωταγωνιστεί, γράφει και σκηνοθετεί με χιτσκοκική ακρίβεια ένα σφιχτοδεμένο και μινιμαλιστικό ερωτικό θρίλερ γεμάτο σασπένς και αφοπλιστικό αισθησιασμό.

Το βιβλίο του Ζωρζ Σιμενόν, «Το Μπλε Δωμάτιο», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ.

Σενάριο: Ματιέ Αμαλρίκ, Στεφανί Κλεό

Παραγωγή: Πάολο Μπράνκο, Τζον Σιμενόν, Ντοροτέ Ζιρό

Διεύθυνση φωτογραφίας: Κριστόφ Μποκαρνέ

Μοντάζ: Φρανσουά Γκεντιγκιέ

Μουσική: Γκρεγκουάρ Χέτσελ

Πρωταγωνιστούν: Ματιέ Αμαλρίκ, Λέα Ντρουκέρ, Στεφανί Κλεό, Λοράν Πουατρενό, Σερζ Μποζόν, Μπλουτς

Διάρκεια: 76’

2014 – Γαλλία

Βραβεία & Φεστιβάλ

Συμμετοχή στο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών

Υποψηφιότητα για Σεζάρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου

Συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν

Συμμετοχή στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης

Συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Λονδίνου

Ματιέ Αμαλρίκ

Ο Ματιέ Αμαλρίκ γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1965 και ζει στο Παρίσι. Ανακάλυψε το σινεμά χάρη στον Οτάρ Ιοσελιάνι, το 1984. Έχει δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη, υπεύθυνος σετ, βοηθός μοντέρ και παιδί για όλες τις δουλειές δίπλα στους Λουί Μαλ, Ντανιέλ Ντιμπρού, Πίτερ Χάντκε, Αλέν Τανέρ, Ζοάο Σέζαρ Μοντέιρο και Ρομέν Γκουπίλ, ενώ έφτιαχνε μικρού μήκους ταινίες. Το 1991, γνώρισε σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου τον Αρνό Ντεσπλεσάν, ο οποίος τον «εφηύρε» ως ηθοποιό. Από τότε μοιράζει το χρόνο του μπροστά και πίσω από την κάμερα.

Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει τόσο σε γαλλόφωνες όσο και διεθνείς παραγωγές, από το υποψήφιο για Όσκαρ «Το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα» μέχρι το «Quantum of Solace», όπου ερμήνευσε τον αντίπαλο του Τζέιμς Μποντ. Έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Γουές Άντερσον, ο Αλέν Ρενέ, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο Ολιβιέ Ασαγιάς, ο Ρόμαν Πολάνσκι, ο Ραούλ Ρουίζ και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ως ηθοποιός έχει κερδίσει τρία βραβεία Σεζάρ, ενώ η ταινία που σκηνοθέτησε το 2010, με τίτλο «Τουρνέ στο Παρίσι», απέσπασε Βραβείο Σκηνοθεσίας και Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών και επτά υποψηφιότητες στα Βραβεία Σεζάρ.

Φιλμογραφία του Ματιέ Αμαλρίκ ως σκηνοθέτη

2014 Το Μπλε Δωμάτιο (La Chambre Bleue)

2012 Next to Last (1963) (short)

2010 Joann Sfar (dessins) (TV documentary short)

2010 L’illusion comique (TV)

2010 Τουρνέ στο Παρίσι (Tournée) – Βραβείο Σκηνοθεσίας και Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών – Επτά υποψηφιότητες στα Βραβεία Σεζάρ

2003 La chose publique (TV)

2001 Le stade de Wimbledon

1997 Mange ta soupe

1994 8bis (short)

1993 Les yeux au plafond (short)

1990 Sans Rires (short)

1984 Marre de café (short)

Φιλμογραφία του Ματιέ Αμαλρίκ ως ηθοποιού (επιλεγμένη)

2014 Το Μπλε Δωμάτιο (La Chambre Bleue) του Ματιέ Αμαλρίκ

2014 Ξενοδοχείο Grand Budapest (The Grand Budapest Hotel) του Γουές Άντερσον

2013 Η Αφροδίτη με τη Γούνα (Venus in Fur) του Ρόμαν Πολάνσκι

2013 Ο Έρωτας Είναι το Τέλειο Έγκλημα (L’amour est un crime parfait) των Αρνό και Ζαν-Μαρί Λαριέ

2013 Jimmy P. του Αρνό Ντεσπλεσάν

2012 Ακόμα δεν Έχετε Δει Τίποτα! (Vous n’avez encore rien vu) του Αλέν Ρενέ

2012 Cosmopolis του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ

2011 Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα (Poulet aux prunes) της Μαρζάν Σατραπί

2010 Τουρνέ στο Παρίσι (Tournée) του Ματιέ Αμαρλίκ

2009 Αγριόχορτα (Les herbes folles) του Αλέν Ρενέ

2009 Οι Τελευταίες Μέρες του Κόσμου (Les derniers jours du monde) των Αρνό και Ζαν-Μαρί Λαριέ

2008 Quantum of Solace του Μαρκ Φόρστερ

2008 Υπ’ Αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος: Μέρος 2ο (Mesrine: L’ennemi public n° 1) του Ζαν-Φρανσουά Ρισέ

2008 Υπ’ αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος: Μέρος 1ο (Mesrine: L’instinct de mort) του Ζαν-Φρανσουά Ρισέ

2008 Περί Πολέμου (De la guerre) του Μπερτράν Μπονελό

2008 Μια Νύχτα Χριστουγέννων (Un conte de Noël) του Αρνό Ντεσπλεσάν

2007 Το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα (Le scaphandre et le papillon) του Τζούλιαν Σνέιμπελ

2007 Το Μυστικό (Un secret) του Κλοντ Μιλέρ

2007 Θεατρίνες (Actrices) της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι

2005 Μόναχο (Munich) του Στίβεν Σπίλμπεργκ

2004 Ρηγάδες για μια Ντάμα (Rois et reine) του Αρνό Ντεσπλεσάν

1998 Ένας Ακραίος Έρωτας (Alice et Martin) του Αντρέ Τεσινέ

1998 Late August, Early September (Fin août, début septembre) του Ολιβιέ Ασαγιάς

1997 Γενεαλογία Ενός Εγκλήματος (Généalogies d’un crime) του Ραούλ Ρουίζ

1996 Comment je me suis disputé… (ma vie sexuelle) του Αρνό Ντεσπλεσάν

1984 Οι Ευνοούμενοι του Φεγγαριού (Les favoris de la lune) του Οτάρ Ιοσελιάνι

Λίγα λόγια για τον Ζωρζ Σιμενόν

Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το 1921: «Au pont des Arches, petite histoire liégeoise». Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Ρεζίν Ρανσόν, στο Παρίσι, όπου έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933, δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήματά του, πάνω από χίλια διηγήματα και απειράριθμα άρθρα του.

Το 1929 ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο Μαιγκρέ: «Πιετρ ο Λετονός». Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το 1931, και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής. Ο Σιμενόν έγραψε συνολικά εβδομήντα δύο περιπέτειες με τον Μαιγκρέ (καθώς και πολλές συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον τελευταίο Μαιγκρέ το 1972: «Ο Μαιγκρέ και ο Κύριος Σαρλ»).

Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να γράφει αυτά που ονόμαζε «μυθιστορήματα – μυθιστορήματα» ή «σκληρά μυθιστορήματα»: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από το «Ξενοδοχείο της Αλσατίας» (1931) μέχρι τους «Αθώους» (1972), με πιο γνωστά τα έργα «Το Σπίτι στο Κανάλι» (1933), «Ο Άνθρωπος Που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν» (1938 − Άγρα, 2004), «Ο Δήμαρχος της Φυρν» (1939), «Οι Άγνωστοι Μέσα στο Σπίτι» (1940 − Άγρα, 2011), «Τρία Δωμάτια στο Μανχάτταν» (1946 − Άγρα, 2007), «Γράμμα στον Δικαστή Μου» (1947), «Το Χιόνι Ήταν Βρόμικο» (1948 − Άγρα, 2011), «Οι Καμπάνες της Μπισέτρ» (1963) κ.ά.

Παράλληλα με αυτή την εντατική λογοτεχνική δραστηριότητα, ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Βαντέ. Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία. Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο. Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου αφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσι δύο «Υπαγορεύσεις» του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματά του «Mémoires intimes» (1981). Πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Ο Ζώρζ Σιμενόν είναι ο πιο πολυδιαβασμένος Βέλγος συγγραφέας στον κόσμο και ο τρίτος πιο πολυδιαβασμένος γαλλόφωνος, μετά τον Ιούλιο Βερν και τον Αλέξανδρο Δουμά.

Συνέντευξη με τον Ματιέ Αμαλρίκ

Είναι το βάρος ή η αργή διαδικασία της κινηματογραφικής μεταφοράς που ετοιμάζεις στο «Το Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ που επίσπευσαν τη δημιουργία του «Μπλε Δωματίου»;

Όχι, είναι πραγματικά μόνο επειδή συνάντησα τον Πάολο Μπράνκο στο δρόμο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Ρόμαν Πολάνσκι. Ο Πάολο –είναι σαν προφήτης– αισθάνθηκε πως θα χρειαζόμουν αιώνες για τον Στανταλ. Είναι βαθιά συγκινητικό όταν κάποιος σου λέει «Κάνε κάτι, γύρισε! Δεν θες να κάνεις κάτι μέσα σε τρεις βδομάδες;» Έψαξα, και εκεί ήταν, όλοι έχουμε ένα βιβλίο του Σιμενόν που βρήκαμε και διαβάσαμε μια μέρα στο εξοχικό του δεν-θυμόμαστε-καν-ποιου. Δεν γνωρίζω καν από πού προέρχεται αυτό το βιβλίο, από ποιον το έκλεψα. Είναι ένα βιβλίο που είχα ήδη χρησιμοποιήσει για το «Τουρνέ στο Παρίσι». Στο σενάριο, είχαμε ονομάσει την τελευταία σκηνή «το μπλε δωμάτιο», και εκεί ήταν: ένας άντρας και μια γυναίκα. Τι πραγματικά απομένει στη ζωή, πέρα από δυο κορμιά ενωμένα μεταξύ τους;

Πολύ γρήγορα, είπα στον εαυτό μου: σε τέσσερις εβδομάδες, αυτό, «Το Μπλε Δωμάτιο», είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Αποδείχθηκε πως τα δικαιώματα του βιβλίου ήταν διαθέσιμα, κάτι που με εξέπληξε πολύ. Υπάρχουν τόσοι πολλοί που θέλησαν να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη: Ο Μορίς Πιαλά πήγε πολύ μακριά με τη μεταφορά του, με τον Ζακ Φίσκι. Η Κατρίν Ντενέβ ήταν να το κάνει με τον Αντρέ Τεσινέ. Ο Ντεπαρτιέ ζήτησε από τον Σαμπρόλ να το σκεφτεί. Λέγεται ότι ακόμα και οι αδελφοί Νταρντέν…

Προκαλεί έκπληξη το ότι το «Μπλε Δωμάτιο» διαδέχεται το «Τουρνέ στο Παρίσι». Θα φανταζόταν κανείς πως το «Μπλε Δωμάτιο» είναι ένας τρόπος να γυρίσεις την πλάτη σου στο «Τουρνέ» και να κάνεις ακριβώς το αντίθετο ενός σχεδόν Διονυσιακού έργου, που υπερασπίζεται την απελευθέρωση και την κίνηση.

Δεν το έχω σκεφτεί καθόλου αυτό. Ήταν μάλλον ένα βιβλίο που με στοίχειωνε για πολύ καιρό, και γραμμένο από τον Σιμενόν, έναν τύπο που γράφει με ταχύτητα στο κόκκινο. Συνεπώς, με προσκαλούσε να γυρίσω κι εγώ γρήγορα την ταινία.

Αυτό που επίσης με προσελκύει είναι το κράμα καυτού και ψυχρού, και το τι μπορεί να τρελάνει έναν άνδρα: μια δυσανάγνωστη γυναίκα! «Την παρεξήγησα για μια ψυχρή γυναίκα, μια ακατάδεχτη γυναίκα, ένα άγαλμα». Αντικρίζουμε εδώ την άβυσσο της σεξουαλικότητας και της έλξης, κάτι ανείπωτο. Αυτό που είναι συναρπαστικό με τον Σιμενόν είναι πως όλοι τον πιέζουν να το εκφράσει αυτό με λόγια.

Όταν έγραψε το μυθιστόρημα αυτό το 1963, στο Επαλίνζ της Ελβετίας, ο Σιμενόν βρισκόταν σε μια φάση μόνιμης αυτο-μαστίγωσης, του τύπου «Οι γυναίκες είναι μάγισσες, δεν έπρεπε να το είχα κάνει». Είναι ένα μυθιστόρημα τιμωρίας σχετικά με τη σεξουαλικότητα – ή σχετικά με τη δική του πληθωρική σεξουαλικότητα. Και με τη Στεφανί Κλεό –με την οποία διασκευάσαμε μαζί το μυθιστόρημα– προσπαθήσαμε να το σβήσουμε όσο μπορούσαμε.

Συνέταξα μια λίστα αντίπαλων ταινιών, ταινιών που έπρεπε εν γνώση μου να απορρίψω, όποια κι αν ήταν η αξία τους. Το «Ο Διάβολος Είναι Γυναίκα» του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ για παράδειγμα: Δεν ήθελα η Εσθέρ να είναι μια βαμπ. Ήθελα να είναι απλά μια δυσανάγνωστη γυναίκα, εκ των προτέρων χωρίς όπλα αποπλάνησης. Επίσης, υπήρχε η απλή ευχαρίστηση του whodunit , του ποιος σκότωσε ποιον, ποιος είναι νεκρός. Με αυτή τη δομή να πηγαίνει προς τα πίσω.

Ακριβώς αυτή η πολύπλοκη αφηγηματική δομή, σαν μωσαϊκό, δεν μοιάζει να βοηθά τη δημιουργία μιας ταινίας σε σύντομο χρόνο, ιδιαίτερα στο στάδιο του μοντάζ.

Στο στάδιο του σεναρίου, γραμμένου σε δύο στήλες, ήδη θέλαμε τον ήχο και την εικόνα να μάχονται το ένα το άλλο, κάτι που οδηγεί σε μια ιδιαίτερη αφηγηματική σύμβαση. Κατά συνέπεια, κατάφερα να έχω τον περισσότερο δυνατό χρόνο για μοντάζ. Το πρόγραμμα το επέτρεπε, αφού γυρίσαμε σε δύο φάσεις, τον Ιούλιο και τον Νοέμβριο, με τη δυνατότητα να ξεκινήσουμε να μοντάρουμε στο ενδιάμεσο.

Πέρα απ’ αυτό, πραγματικά έπρεπε να δουλέψουμε ανάποδα, να επιμείνουμε στην προετοιμασία. Με ένα πραγματικό, πλήρες εγκληματικό ιστορικό, ενημερωμένο με τη βοήθεια ιατροδικαστικών επιστημόνων, σε σύγκριση με το τι μπορούσε να γίνει το 1963.

Ήξερα πως θα ήταν μια σύντομη ταινία, του τύπου των B-movies, στο πνεύμα των ταινιών του Ζακ Τουρνέρ παραγωγής της RKO – συμπεριλαμβανομένης μιας ταινίας με τίτλο «Μόλις Πέσει η Νύχτα». Το «4 πτώματα Χωρίς Ένοχο» του Ότο Πρέμινγκερ αποτέλεσε επίσης φάρο.

Σε ποιο σημείο προέκυψε η επιλογή του φορμά 1/33; Ένα φορμά που οι Αμερικανοί αποκαλούσαν κλασική αναλογία, το οποίο ήταν κάπως παρωχημένο προτού το αναβαθμίσουν ο Γκας Βαν Σαντ με τον «Ελέφαντα» και ο Γουές Άντερσον με το «Ξενοδοχείο Grand Budapest».

Μπήκε πολύ νωρίς, στις απαρχές της σύλληψης. Στο «Μπλε Δωμάτιο» ερχόμαστε αντιμέτωποι με μοναχικούς και συνεσταλμένους χαρακτήρες. Ήξερα πως δεν θα υπήρχαν κινήσεις κάμερας να δέσουν, να ενώσουν τους πρωταγωνιστές. Ακόμα και στις ερωτικές σκηνές, όπου εστιάζουμε περισσότερο σε αναμνήσεις παρά σε ξεκάθαρα αισθησιακά πράγματα, δεν υπάρχει αυτός ο αισθησιασμός, ούτε τα χάδια. Συνεπώς, αυτό δεν επιτρέπει δεξιοτεχνίες. Η χρήση του Πανοραμίκ δεν είναι κατάλληλη όταν κάτι είναι τόσο στατικό.

Δεν το χρησιμοποιούν όλοι γι’ αυτό το σκοπό, αλλά εδώ το 1/33 προορίζεται ως ένα φορμά που απομονώνει, που παγιδεύει;

Με τον Κριστόφ Μποκαρνέ, τον Διευθυντή Φωτογραφίας, διερωτηθήκαμε, αφού είχαμε κάνει κάποιες δοκιμές, αν θα χρησιμοποιούσαμε Widescreen ή 1/33. Πολύ γρήγορα, το δεύτερο φορμά επιβλήθηκε από μόνο του. Ο Κριστόφ θεωρούσε πως καθάριζε το μάτι του. Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα είναι επιμηκυμένα – αρκεί μόνο να δούμε το μέγεθος των καρτ-ποστάλ που πουλάμε σήμερα. Συνεπώς, διαλέξαμε την αντίθετη άποψη. Και ο αισθησιασμός του Σινεμασκόπ δεν έμοιαζε να ταιριάζει σε αυτή τη σχέση.

Αποφασίσαμε να εστιάσουμε σε στατικά πλάνα, αλλά χωρίς θρησκευτική ευλάβεια.        Καμία αρμονία, μάλλον ταραχή. Κανένα επιδεικτικό στήσιμο, μόλις αρκετό για να ακολουθήσει μια ιστορία, στον πρώτο βαθμό.

Η ιστορία έχει ένα πολύ σταθερό τέμπο, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις αποκαλύψεις. Όπως ξεφλουδίζουμε ένα κρεμμύδι, για να δανειστώ μια μεταφορά από τον Σιμενόν. Ωστόσο, οι αμφιβολίες παραμένουν: ποιος σκότωσε; Τίποτε δεν είναι σίγουρο, ακόμη κι αν είναι κατανοητό πως ο Ζουλιέν είναι πρωτίστως ένα πρόθυμο θύμα. Ήταν πιο ξεκάθαρο στο μυθιστόρημα;

Πολύ λιγότερο. Στο μυθιστόρημα –που για ακόμη μια φορά πραγματικά βάζει την αυτομαστίγωση μπροστά– είναι όντως ένα πρόθυμο θύμα. Προσπαθήσαμε να το αφαιρέσουμε αυτό όσο ήταν δυνατόν. Ήθελα αυτή τη μόνιμη ευχαρίστηση της αμφιβολίας, πρώτα απ’ όλα γι’ αυτόν, έπειτα για το γεγονός ότι είναι πιθανόν να μην είναι ούτε κι εκείνη ένοχη. Με τον Σιμενόν, υπάρχει συχνά η ιδέα ότι οι εραστές θα είναι αθώοι. Σχετικά με τον ρόλο της μητέρας, επέμεινα λίγο, επανέλαβα μάλιστα κι ένα γύρισμα στο φαρμακείο. Μοντάροντας, ήμασταν υπερβολικά διακριτικοί σχετικά με τη μητέρα, και ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι περνάει από το μυαλό του Ζουλιέν όταν ακούει αυτή την «κοκκινομάλλα γυναίκα».

Γνωρίζατε ήδη, ενώ γράφατε το σενάριο με τη Στεφανί Κλεό, ότι οι ρόλοι της Εσθέρ και του Ζουλιέν θα είναι για σας τους δύο;

Η Στεφανί διασκευάζει έργα για το θέατρο, δεν είναι καθόλου ηθοποιός, είναι μάλιστα το αντίθετο μιας ηθοποιού – το να την τραβάς φωτογραφία είναι ήδη μαρτύριο γι’ αυτήν. Και αυτό μου προξένησε ενδιαφέρον. Αυτή η γυναίκα, δεν γνωρίζουμε ποια είναι, ενσαρκώνει την απειλή του αγνώστου. Ερμηνεύοντας τον Ζουλιέν ο ίδιος, ήταν ενδιαφέρον για την επίσημη σύζυγό μου να είναι επίσης κανονική ηθοποιός. Αν και η ερωμένη είχε αναγνωρίσιμο πρόσωπο, θα προκαλούσε, όπως πάντα, μια αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς, κάτι που δεν ήθελα.

Και υπάρχει και το παιχνίδι με το ζευγάρι: παίζουμε τους εραστές ενώ ζούμε μαζί εδώ και εννιά χρόνια – έχει να κάνει με το ανείπωτο ακόμη μια φορά.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, στις 8 Απριλίου του 2014.

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι η κυκλοφορία της ταινίας του Ματιέ Αμαλρίκ ΤΟ ΜΠΛΕ ΔΩΜΑΤΙΟ, που ήταν προγραμματισμένη για την Πέμπτη 2 Ιουλίου, αναβάλλεται προς το παρόν. Κατά συνέπεια, αναβάλλεται και η σχετική εκδήλωση για την παρουσίαση της ταινίας, που είχαμε προγραμματίσει για τις 2 Ιουλίου στις 20:00, στον κινηματογράφο Ριβιέρα.


Θα ενημερωθείτε άμεσα για τη νέα ημερομηνία εξόδου της ταινίας στις αίθουσες.