Το ιστορικό Κουαρτέτο Εγχόρδων Μποροντίν, που μετρά περισσότερα από 60 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στον χώρο της μουσικής δωματίου,

συναντά στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, την Πέμπτη 22 Μαρτίου (ώρα: 20.30), τον διάσημο Ρωσοαυστριακό πιανίστα Ολέγκ Μάιζενμπεργκ. Οι πέντε καλλιτέχνες θα παρουσιάσουν έργα Τσαϊκόφσκι (Quartettsatz και Κουαρτέτο αρ.1)  και Μπραμς (Κουιντέτο, έργο 34). Το ρεσιτάλ τους εντάσσεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της επιτυχημένης Σειράς «Μεγάλοι Ερμηνευτές».

Η ρομαντική και υστερορομαντική παράδοση της ευρωπαϊκής μουσικής δωματίου συνιστά τον βασικό άξονα του προγράμματος του Κουαρτέτου Εγχόρδων Μποροντίν, το οποίο θα παίξει στο ρεσιτάλ του στο Μέγαρο δύο συνθέσεις του Ρώσου Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι  και ένα κουιντέτο του Γερμανού Γιοχάννες Μπραμς (σε συνεργασία με τον πιανίστα Ολέγκ Μάιζενμπεργκ).

Πιοτρ-Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)

Quartettsatz-(«Μέρος Κουαρτέτου») σε σι ύφεση μείζονα Στην πρωτότυπη πλήρη μορφή του το κουαρτέτο αυτό ήταν τριμερές. Δυστυχώς, όμως, έχει σωθεί μόνο ένα από τα τρία μέρη του, το οποίο έχει διάρκεια 15 λεπτά. Το έργο γράφτηκε μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου 1865, την περίοδο που ο Ρώσος συνθέτης φοιτούσε στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, όπου και παρουσιάστηκε σε πρώτη εκτέλεση τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου.

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 1 σε ρε μείζονα, έργο 11 Ο Τσαϊκόφσκι το συνέθεσε τον Φεβρουάριο του 1871. Το έργο ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά στην Μόσχα, λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωσή του. Η παρτιτούρα είναι αφιερωμένη στον Σεργκέι Ρατσίνσκι, καθηγητή Βοτανολογίας, συγγραφέα και θαυμαστή του Τσαϊκόφσκι. Αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το δεύτερο (Andante cantabile) βασίζεται σε μια λαϊκή ρωσική μελωδία που ο συνθέτης είχε ακούσει τυχαία να σφυρίζει ένας ελαιοχρωματιστής και αποφάσισε να την ενσωματώσει εν τέλει στο πρώτο του κουαρτέτο για έγχορδα. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, ο Τσαϊκόφσκι αποφάσισε να ενορχηστρώσει εκ νέου αυτό το δεύτερο μέρος –το οποίο είχε γίνει στο μεταξύ πολύ δημοφιλές– και να το μεταγράψει για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων. Η μεταγραφή αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε από τον τσελίστα Ανατόλι Μπραντουκόφ στο Παρίσι (28 Φεβρουαρίου 1888) υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Τσαϊκόφσκι.

Γιοχάννες Μπραμς (1833-1897)

Κουιντέτο για πιάνο σε φα ελάσσονα, έργο 34
Πολλοί μουσικολόγοι πρεσβεύουν ότι, με αυτό του το έργο, ο Γιοχάννες Μπραμς φτάνει στο απόγειο των συνθετικών του δυνατοτήτων. Η παρτιτούρα φέρει αφιέρωση στην πριγκίπισσα Άννα της Έσσης, είναι τετραμερής, ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1864 και εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα. Το Κουιντέτο για πιάνο σε φα ελάσσονα, έργο 34 κατέχει εντελώς ξεχωριστή θέση στο συνολικό έργο του Γερμανού μουσουργού, τόσο λόγω της ευφάνταστης –για εκείνη την εποχή– ενορχήστρωσής του όσο και λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπισε ο συνθέτης όταν το έγραφε. Αρχικώς, η παρτιτούρα προοριζόταν για κουιντέτο εγχόρδων αλλά  ο Μπραμς ήταν δυσαρεστημένος με το ηχόχρωμα αυτού του συνδυασμού οργάνων.

Έτσι, το «μεταμόρφωσε» σε Σονάτα για δύο πιάνα (1864). Δυστυχώς, όμως, και αυτή η εκδοχή απέτυχε παταγωδώς. Το έναυσμα στον Μπραμς να μεταγράψει το έργο για Κουιντέτο για πιάνο έδωσε ο μαέστρος Χέρμαν Λεβί, ο οποίος με την ενθουσιώδη υποστήριξη της πιανίστριας και συνθέτιδος Κλάρας Βικ πρότεινε στον Μπραμς να ξαναδουλέψει το κομμάτι. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, όλως περιέργως, το εν λόγω έργο διασώθηκε από τη μανία που είχε ο συνθέτης να καταστρέφει ο ίδιος όσες δημιουργίες του θεωρούσε ανεπιτυχείς, αφού στο τέλος πείστηκε να επεξεργαστεί εκ νέου το πρωτότυπο μουσικό κείμενο δίνοντάς του την οριστική φόρμα του Κουιντέτου για πιάνο και έγχορδα.

To Κουαρτέτο Εγχόρδων Μποροντίν γιόρτασε το 2005, τα 60 του χρόνια με εμφανίσεις στην Αίθουσα Κοντσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ και την Μουζίκφεραϊν της Βιέννης, με γκαλά στην Μόσχα, το Λονδίνο και το Παρίσι, καθώς και με ρεσιτάλ στην Ισπανία, το Βέλγιο, την Ελβετία, την Γερμανία, την Πορτογαλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Βρετανία και την Ρωσία.

Ιδρύθηκε το 1945 από φοιτητές του ξακουστού Κονσερβατόριου της Μόσχας που αρχικώς είχαν επιλέξει την ονομασία Φιλαρμονικό Κουαρτέτο της Μόσχας. Το 1955, το σύνολο μετονομάστηκε σε Κουαρτέτο Μποροντίν. Είναι ένα από τα παλαιότερα κουαρτέτα εγχόρδων που υπάρχουν στον κόσμο και ένα από τα ελάχιστα σοβιετικά σχήματα κλασικής μουσικής που έκανε περιοδείες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Έχει λάβει μέρος σε επιτυχημένες δισκογραφικές παραγωγές, στις οποίες τα μέλη του κορυφαίου ρωσικού σχήματος έχουν ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, όλα τα κουαρτέτα του Σοστακόβιτς και του Μπετόβεν. Αρκετές από αυτές τις ηχογραφήσεις έχουν αποσπάσει σημαντικά βραβεία και ήταν υποψήφιες για βραβεία Γκράμμυ. Επιπλέον, το ρεπερτόριο του φημισμένου ensemble συμπεριλαμβάνει συνθέσεις Σούμπερτ, Προκόφιεφ, Μότσαρτ, Μποροντίν, Μπραμς, Στραβίνσκυ και Τσαϊκόφσκι, τις οποίες τα μέλη του ονομαστού κουαρτέτου ερμηνεύουν συχνά σε μεγάλες συμφωνικές αίθουσες ανά την υφήλιο.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, το Κουαρτέτο Μποροντίν κατέχει εξέχουσα θέση στον κόσμο της λόγιας μουσικής. Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους γνησιότερους εκφραστές της Ρωσικής Σχολής και παράδοσης. Οι ερμηνείες του έχουν επαινεθεί για την ένταση, την ακρίβεια και το ιδιαίτερο ύφος τους, το οποίο οφείλεται στο ότι η ατομικότητα υποτάσσεται στο ομαδικό πνεύμα της μουσικής δωματίου έτσι ώστε να υπηρετείται πάντοτε τους σκοπούς του εκάστοτε συνθέτη. Έγκριτοι μουσικοκριτικοί έχουν επαινέσει το Κουαρτέτο Μποροντίν για τη σχεδόν υπερφυσική ακτινοβολία του ήχου του (βρετανική εφημερίδα The Independent).

Στην αρχική σύνθεση του Κουαρτέτου Μποροντίν συμμετείχαν μερικοί από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους του 20ού αιώνα: ο Ροστισλάβ Ντουμπίνσκυ (α΄ βιολί), ο Βλαντίμιρ Ραμπέι (β΄ βιολί), ο Ρούντολφ Μπαρσάι (βιόλα) και ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς (τσέλο). Σήμερα, το Κουαρτέτο Μποροντίν αποτελούν οι: Ρουμπέν Αχαρονιάν (α΄ βιολί), Σεργκέυ Λομόφσκυ (β΄ βιολί), Ίγκορ Νάιντιν (βιόλα) και Βλαντίμιρ Μπάλσιν (τσέλο).

Τα μέλη του πρώτου Κουαρτέτου Μποροντίν είχαν στενούς καλλιτεχνικούς δεσμούς με τον θρυλικό πιανίστα Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, καθώς και με τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο οποίος συμβουλευόταν τους μουσικούς του σχήματος όταν συνέθετε κουαρτέτα για έγχορδα και επέβλεπε τις δοκιμές τους. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα έργα του Σοστακόβιτς έχουν παρουσιαστεί κατά καιρούς από το Κουαρτέτο Μποροντίν στην Βιέννη, την Ζυρίχη, την Φρανκφούρτη, την Μαδρίτη, την Λισσαβόνα, την Σεβίλλη, το Λονδίνο, το Παρίσι και την Νέα Υόρκη. Το Κουαρτέτο Μποροντίν έχει επίσης συμπράξει με σπουδαίους σολίστ της εποχής μας όπως οι Μπασμέτ, Λεόνσκαγια, Γκούτμαν, Βιρσαλάτζε και Έσενμπαχ.

Ο  Ολέγκ Μάιζενμπεργκ γεννήθηκε στην Οδησσό από καλλιτεχνική οικογένεια και πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του σε ηλικία 5 ετών. Σπούδασε στην Κεντρική Μουσική Σχολή Κισινιόφ και στο Ινστιτούτο Γκέσσιν της Μόσχας. Κάτοχος των βραβείων του «Διεθνούς Διαγωνισμού Σούμπερτ» της Βιέννης και «Μουσική του 20ού αιώνα» αλλά και τακτικός προσκεκλημένος της Φιλαρμονικής της Μόσχας και ουκ ολίγων ορχηστρικών συνόλων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης επί μία δεκαετία, ο Ολέγκ Μάιζενμπεργκ «έκλεισε» τη σταδιοδρομία του στην Ε.Σ.Σ.Δ. το 1981, για να μετεγκατασταθεί στην Βιέννη. Έκτοτε, με ορμητήριο την αυστριακή πρωτεύουσα, έχει δώσει κοντσέρτα σε πολλές χώρες με τις Φιλαρμονικές του Βερολίνου και του Ισραήλ, τις Συμφωνικές του Λονδίνου και της Βιέννης, καθώς και με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας υπό τη μουσική διεύθυνση αρχιμουσικών διεθνούς κύρους όπως οι Αρνονκούρ, Γέρβι, Λομπάρ, Μακέρρας, Μέτα, ντε Μπούργκος, Όρμαντυ, Πλασσόν, Πρετρ, Σάλονεν, φον Ντοχνάνυι, Φεντοσέγιεφ κ.ά.

Ο Ρωσοαυστριακός πιανίστας έχει πραγματοποιήσει εμφανίσεις στα μεγαλύτερα φεστιβάλ (Σάλτσμπουργκ, Βιέννη, Λουκέρνη, Βερολίνο, Εδιμβούργο, Φλωρεντία, «Σβιατοσλάβ Ρίχτερ» της Μόσχας, κ.ά.) και έχει δώσει ρεσιτάλ σε όλο τον κόσμο ερμηνεύοντας έργα από διάφορες περιόδους της πιανιστικής φιλολογίας με ξεχωριστή προτίμηση στους συνθέτες του 19ου αιώνα και στη Ρωσική Σχολή. Ο Ολέγκ Μάιζενμπεργκ έχει επίσης συμπράξει με αμερικανικές και ευρωπαϊκές ορχήστρες δωματίου, καθώς και με διάσημους σολίστ, με τους οποίους έχει δώσει ρεσιτάλ (με τον βαρύτονο Χέρμαν Πρέι, την κλαρινετίστα Ζαμπίνε Μέγιερ, τον βιολονίστα Ρενώ και τον τσελίστα Γκωτιέ Καπυσόν, τον πιανίστα και μαέστρο Άντρας Σιφ, τον βιολονίστα Γκίντον Κρέμερ και άλλους).

Οι σπουδαιότεροι σταθμοί στην πορεία του ως σολίστ ήταν δύο: το 1994-1995, ο κύκλος 12 ρεσιτάλ στην Αίθουσα Συναυλιών της Βιέννης, το καθένα από τα οποία ήταν αφιερωμένο σε έναν διαφορετικό συνθέτη, ρεσιτάλ που αποτυπώθηκαν σε δίσκο ακτίνας ο οποίος επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από γνωστή δισκογραφική εταιρεία∙ και το 2004-2005, η παρουσίαση όλων των κοντσέρτων για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ σε πέντε συναυλίες με την Συμφωνική Ορχήστρα «Τσαϊκόφσκι» της Μόσχας υπό τον μαέστρο Βλαντίμιρ Φεντοσέγιεφ.

Το βιογραφικό του Ολέγκ Μάιζενμπεργκ είναι πλούσιο σε συμμετοχές σε δισκογραφικές και οπτικοακουστικές παραγωγές με κλασικό αλλά και μοντέρνο ρεπερτόριο, τόσο με την ιδιότητα του σολίστ όσο και με αυτήν του μέλους συνόλων μουσικής δωματίου. Έχει εργαστεί ως καθηγητής πιάνου στην Μουσική Σχολή της Στουτγκάρδης και στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης. Διδάσκει συχνά σε σεμινάρια τελειοποίησης και προσκαλείται τακτικά να λάβει μέρος σε κριτικές επιτροπές διεθνών διαγωνισμών πιάνου. Το 2005, η Ομοσπονδιακή Καγκελαρία της Αυστρίας τίμησε τον Ολέγκ Μάιζενμπεργκ με τον Σταυρό της Τιμής για τις Επιστήμες και τις Τέχνες.