Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα παρουσιάζει στο χώρο του ισογείου την πρώτη ατομική έκθεση

… του Τίμου Λειβαδίτη με τίτλο «Grande Classicism», που θα διαρκέσει από τις 6 Μαρτίου έως και τις 13 Απριλίου 2013.

Ο Τιμολέων Λειβαδίτης, στα μεγάλου μεγέθους ή μεσαίων διαστάσεων έργα του, χρησιμοποιεί μεικτά υλικά, τα οποία αποτελούνται από φωτογραφίες δικών του λήψεων κι εκτυπώσεων, συνδυάζοντας το ευρηματικό τους κολάζ με ταινίες λευκών χαρτιών και ακρυλικά χρώματα, σε όλη την κλίμακα αραίωσης ή πύκνωσης των μαύρων τους τόνων, διαμορφώνοντας κατόπιν την σύνθεση σε ενιαία επιφάνεια.

Η ματιά του καλλιτέχνη αποτυπώνεται στις χειρονομιακές του παρεμβάσεις, ρυθμίζοντας ο ίδιος συνθετικά τις λεπτές ισορροπίες αντιθετικών δυνάμεων που αναπτύσσονται σε κάθε του έργο, το οποίο εμπεριέχει ρηξικέλευθα, συγκρουσιακά κι αναθεωρητικά στοιχεία, σχετικά με την ίδια την φύση “πλοκής” της εικόνας. Με αυτόν τον τρόπο, υπονομεύει κι ανατρέπει ο καλλιτέχνης , κάθε αλληλουχία που θα μπορούσε να αναπτύξει η “αφηγηματικότητα”, την θέση της οποίας ο Τιμολέων Λειβαδίτης υποκαθιστά με την πρόκληση συνειρμών εκ μέρους του θεατή, ως προς όσα εκείνος σαν παρατηρητής βλέπει και αποκωδικοποιεί, μέσα από την δική του πλέον διαδραστική συμμετοχή.

Η κάθε “εικονιστική παράσταση” (με ρεαλιστικά, αφαιρετικά, εξπρεσιονιστικά και χειρονομιακά χαρακτηριστικά), μετατρέπεται στα έργα του, σε ένα είδος puzzle. Κι έτσι, το παρελθόν μιας “πόλης” συνδέεται με το παρόν της και η τραγικότητα με την ειρωνεία των καιρών, σε ένα είδος “μνημονίων” και “τεκμηρίων”, που διαφοροποιούν συνεχώς το νοηματικό τους περιεχόμενο, καθώς εμφανίζονται σε μια ρευστή κι αναδιατακτική κατάσταση, λειτουργώντας περισσότερο ως υποθέσεις αινιγμάτων, παρά τεκτενομένων “καταγραφής”.

Μέσα από τα έργα του καλλιτέχνη αναπτύσσεται μια εναισθητική προβολή, που μετατρέπεται σε προσβάσιμο πεδίο της συμμετοχικής αυτενέργειας του θεατή, ο οποίος αλλού ταυτίζεται και πότε αποστασιοποιείται από τους τόπους και τους χρόνους που διακρίνει, αναθεωρώντας ταυτοχρόνως και την ίδια αυτή “ισχύ” ή την βεβαιότητα της “καταγραφής”. Το “εγώ” ταυτίζεται με το “εμείς”, μέσα από μια υπαινικτική κριτική διάσταση, που μετατρέπει την ενδοχώρα της “πόλης”, στην ενδοχώρα του “εαυτού”. Παράλληλα το όποιο “φως” κατάδειξης της οποιασδήποτε παρουσίας, μετατρέπεται στο “σκοτάδι” μιας σειράς αδιόρατων “μεταστοιχειώσεων” της εικόνας ή στα “αποσπάσματα” που την απαρτίζουν, αφ\\\\’ ής στιγμής ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί πότε το θετικό και άλλοτε το αρνητικό φωτογραφικό απείκασμα, ως παράδοξες όψεις του ίδιου θαρρείς διακυβευόμενου  “νομίσματος”.

Εκτός της ειρωνείας και του αυτοσαρκασμού, στα έργα αυτά, που καταγγέλλουν και καταστρατηγούν την “προοπτική”, καθώς μαζί με αυτήν και την ίδια την έννοια του “στιγμιοτύπου”, το βάθος υπαλλάσσεται με την επιφάνεια και η πύκνωση με την αραίωση της “γραφής” και των αποτυπωμάτων, φευγαλέων αλλά επίμονων, την ώρα που επανέρχονται από το υποσυνείδητο για να επανεννοιολογηθούν ή να αναιρεθούν, σε μια εφ\\\\’ όλης της ύλης αναδιάρθρωση και νέα, εν δυνάμει  σημασιολόγηση. Το τραγικό επίσης υπαλλάσσεται και τροφοδοτείται μια υφέρπουσα, όσο κι ελεγχόμενη (ελαφρώς θα λέγαμε διακρινόμενη) λυρικότητα, ενώ η δραματικότητα δίνει συχνά την θέση της σε εναγώνια και κρίσιμα υπαρξιακά ερωτήματα, που αναφύονται, λειτουργώντας όπως ένα αδιόρατα απειλητικό εκκρεμές. Ο χώρος, σε αυτήν την περίπτωση γίνετε τρόπος για να δει κανείς, να προσλάβει και να συναισθανθεί μια πολυμερισμένη, κρίσιμη και σύνθετη πραγματικότητα, μέσα από τις ακραίες της συνέπειες. Τις συνέπειες, που δηλώνουν, αποκαθηλώνουν και την ίδια στιγμή ακυρώνουν, με αλλεπάλληλες ρήξεις, το “προφανές”, το οποίο εμφανίζεται διαρκώς αλλοτριωνόμενο και μετασχηματιζόμενο, όπως τα κοιτάσματα ενός εκρηγνυόμενου ηφαιστείου.
Αθηνά Σχινά, κριτικός & Ιστορικός Τέχνης