Ο Θόδωρος Κοτεπάνος, πιανίστας, οργανίστας και ενορχηστρωτής, στα πλαίσια του φεστιβάλ πιάνου, «Το piano στα forte του», παρουσιάζει ένα ρεσιτάλ πιάνου στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», το Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014, με  έργα που είναι φαντασίες σαν σονάτα: σονάτες του Scarlatti (σε μι μείζονα) και του Beethoven (Υπό το σεληνόφως), την φαντασία σαν σονάτα του Δάντη του Liszt, και την Φαντασία του Schumann.

Εν μέσω προβών ο πολύπλευρος μουσικός, μιλά στο Culturenow για το επικείμενο του ρεσιτάλ, την αγάπη του για το εκκλησιαστικό όργανο, τη σχέση του με την ηλεκτρονική μουσική, τον Μάνο Χατζιδάκι, για το “Qua’sh”  κουαρτέτο του και τα μελλοντικά του σχέδια.

Συνέντευξη στη Στέλλα Τζίβα

CultureNow: Στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» θα παρουσιάσετε ένα ρεσιτάλ πιάνου με τίτλο «Το PIANO στα FORTE του». Πώς προέκυψε αυτή η συναυλία;

Θόδωρος Κοτεπάνος: Το “PIANO στα FORTE του” είναι το όνομα ενός φεστιβάλ πιάνου που διανύει τη δεύτερή του σεζόν αξιοποιώντας από τη μία την ιστορική αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου “Παρνασσός” με το υπέροχο πιάνο της και από την άλλη το δυναμικό των ελλήνων πιανιστών. Ο διοργανωτής είναι ο ίδιος σολίστας πιάνου, είναι ο Στέφανος Νάσος. Ο στόχος είναι ένα πολύ ψηλό επίπεδο, ανάλογο με αυτό των πιο διακεκριμένων ελλήνων καλλιτεχνών που δεν έχουν όμως συχνά τις συνθήκες για να εμφανιστούν σε ρεσιτάλ. Η τιμητική πρόταση που μου έγινε συνέπεσε με μια δική μου επιθυμία για πιο έντονη σολιστική δραστηριότητα κι έτσι δέχτηκα αμέσως. Ο τίτλος του δικού μου ρεσιτάλ αν υπήρχε θα ήταν “…κάτι σαν φαντασία” όπως επονομάζει ο Beethoven τη “σονάτα υπό το σεληνόφως”. Οι έννοιες “σονάτα” και “φαντασία” αλληλεπιδρούν σε ολόκληρο το ρεσιτάλ.

C.N: Στο πρόγραμμά σας παρουσιάζετε έργα συνθετών της ρομαντικής περιόδου – πλην του Σκαρλάτι-. Σας συγκινεί ιδιαίτερα αυτή τη περίοδος και γιατί;

Θ. Κ.: Πράγματι. Από τη μία έχουν γραφτεί τα μεγαλύτερα αριστουργήματα για το πιάνο που την περίοδο του 19ου αιώνα εξελισσόταν προς τη σημερινή μορφή του σαν όργανο. Πρωτύτερα, άλλωστε, κυριαρχούσε το πιανοφόρτε και νωρίτερα ακόμα, το τσέμπαλο. Το πιάνο, ιδιαίτερα όταν είναι μόνο του, ταιριάζει στη βαθύτητα του ρομαντισμού και στη μοναχική αναζήτηση της εσωτερικής μας διάστασης.

C.N.: Παράλληλα με τη σολιστική σας ιδιότητα ως πιανίστας ασχολείσθε και με την τέχνη της ενορχήστρωσης της λαϊκής και συμφωνικής μουσικής. Πώς μπορεί η τέχνη αυτή να βοηθήσει στην κατανόηση ενός μουσικού έργου και κατόπιν στην εκτέλεση του; Συνδυάζονται ισότιμα  οι δύο αυτές τέχνες στη ζωή σας;

Θ. Κ.: Σαν τέχνη η μουσική είναι μία. Καθένας από μας που έχουμε το προνόμιο να αγγίζουμε τη μουσική δημιουργικά έχει και τις δικές του πηγές και όλα συγκλίνουν. Συμβαίνει συχνά στους μουσικούς να εμβαθύνουν σε κάποιο ιδίωμα αλλά και το πλάτος είναι σημαντικό. Πρέπει να ξέρουμε να τοποθετούμε την προσωπική αναζήτησή μας σε ευρύτερα πλαίσια… Επίσης τα εργαλεία που με τη γνώση της μουσικής πληθαίνουν, κάποια στιγμή πολλαπλασιάζονται όταν διευρύνεται ο χώρος της δραστηριότητάς μας. Η εμπειρία μου είναι ότι η ενασχόληση με πολλά είδη μουσικής φωτίζει τις αναζητήσεις μας, απαντά σε ερωτήματα που η εξειδίκευση δεν βοηθά να κατανοήσουμε. Το πόσο αφιερώνεσαι σε μια εμπειρία είναι θέμα μέτρου και στην κρίση του κάθε ενεργού καλλιτέχνη.

C.N.: Παράλληλα με την κλασική μουσική ασχοληθήκατε με το έντεχνο και λαϊκό τραγούδι. Ποιο είδος θεωρείτε πως σας εκφράζει καλύτερα και αρέσκεστε να παρουσιάζετε στις συναυλίες σας;

Θ. Κ.:  Προσωπικά αισθάνομαι ότι το ρεσιτάλ πιάνου είναι ο,τι βαθύτερο έχω γνωρίσει στη μουσική, κι ας “παίζω” τόσο συχνά με τους ήχους ενορχηστρώνοντας. Όλα τα άλλα είναι για μένα χρήσιμα για να εξισορροπήσω τη μοναχικότητα με την κοινωνικότητα και επίσης για να εμπλουτίσω τις εμπειρίες μου όπως το ανέλυσα πρωτύτερα. Φυσικά η ζωή μου μ’ έχει συχνότερα οδηγήσει στην περιήγηση, χρήσιμη για μένα και για ίσως ωφέλιμη στους συνεργάτες μου. Όμως αισθάνομαι ότι χρωστάω, προχωρώντας, πολύ περισσότερο “πιάνο” στον εαυτό μου.

C.N.: Συνεργαστήκατε με την Κ.Ο.Α, με την Καμεράτα και την Ορχήστρα των χρωμάτων, παίζοντας εκκλησιαστικό όργανο. Τι ήταν αυτό που σας προέτρεψε να ασχοληθείτε με το εκκλησιαστικό όργανο; Είστε ικανοποιημένος από τον αριθμό των συναυλιών που διοργανώνονται;

Θ. Κ: Το εκκλησιαστικό όργανο είναι μια μεγάλη αγάπη και ένας καημός ταυτόχρονα. Αν ζούσα σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα ίσως γινόμουν οργανίστας. Φυσικά εδώ υπάρχει ένα κενό που δύσκολα καλύπτεται. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που ασχολούνται έχουν ένα πολύ δύσκολο έργο. Εγώ μπόρεσα να ασχοληθώ με το όργανο ως ένα βαθμό χάρη στην κλίση μου προς την “πολυπραγμοσύνη”.

C.N.: Ερευνάτε τη χρήση της τεχνικής του οργάνου στη ζωντανή ηλεκτρονική μουσική. Πώς προχωρά η έρευνα σας και σε ποια αποτελέσματα έχετε καταλήξει;

Θ. Κ.:  Ένα από τα πολύ προσωπικά μου σχέδια είναι μια “περφόρμανς” που στη σύλληψή της συνδυάζει μερικά ενδιαφέροντά μου, ως τώρα ασύνδετα μεταξύ τους. Έχω μια μεγάλη εμπειρία στην ηλεκτρονική μουσική που όμως κάποια στιγμή έμεινε για μένα στο παρασκήνιο. Η τεχνοκρατική μου διάσταση μ’ έχει φέρει να θέλω να συνδυάσω το εκκλησιαστικό όργανο με την τεχνολογία. Σε κάποια μελλοντική στιγμή θα είναι πιο επίκαιρο να μιλήσω γι’ αυτό.

C.N.: Μιλήστε μας για το “Qua’sh” (κουαρτέτο των αισθήσεων και παραισθήσεων). Από ποια ανάγκη προέκυψε; Ποιο είναι το ρεπερτόριο της ορχήστρα σας;

Θ. Κ.: Το Qua’SH είναι η αγαπημένη μου μουσική ομάδα. Με ένα κώδικα μουσικής δωματίου δουλεύουμε πάνω σε μουσικές που δεν τον προϋποθέτουν. Ο Χατζιδάκις το οραματιζόταν αυτό. Το δικό μας εγχείρημα είναι μια μικρή ακροβασία. Περπατάμε σε δυο λεωφόρους ταυτόχρονα και η διαδρομή μας καταλήγει να είναι ένα τεντωμένο σκοινί. Η λαϊκότητα μέσα σε αίθουσες συναυλιών! Ο συνδυασμός του μπαγιάν με το κανονάκι σ’ ένα πολύ άμεσα κατανοητό και δημοφιλές ρεπερτόριο μοιάζει πιο κλασικός και από μια συμφωνική ορχήστρα που θα ερμήνευε την ίδια μουσική. Αυτό τουλάχιστον επιζητούμε. Έχουμε μια προσεχή εμφάνιση, στις 6 Φεβρουαρίου στην αίθουσα “Μητρόπουλου”. Παίζουμε Χατζιδάκι, το “Χαμόγελο της Τζοκόντας” και έργα από το θέατρο, επίσης παίζουμε Nicola Piovani, Michael Kamen και René Aubry. Τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι που τους συνδέουν η φιλία και οι επιρροές ενός μέντορα με τρείς ταλαντούχους “επιγόνους”.

C.N.: Ποιους θεωρείτε σημαντικούς σταθμούς στην πορεία σας και την εξέλιξη σας ως μουσικός και ενορχηστρωτής;

Θ. Κ.: Το ότι φοίτησα σε ένα από τα σπουδαιότερα ιδρύματα του κόσμου, το κονσερβατουάρ του Παρισιού και το ότι γνώρισα το Μάνο Χατζιδάκι. Τελεία και παύλα.

C.N.: Τι αποκομίσατε από τη σχέση και τη συνεργασία σας με τον Μάνο Χατζιδάκι; Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα του θαυμάζετε; Τι ήταν αυτό που τον χαρακτήριζε ως άνθρωπο και ως μουσικό;

Θ. Κ.: Από τα συστατικά του Μάνου Χατζιδάκι θεωρώ πρωταρχικά, για το τι τελικά υπήρξε, τη φιλομάθεια, την τόλμη, την ανοιχτοσύνη, την αγάπη για την ουσία της ζωής και τη γενναιοδωρία. Ανεπανάληπτος συνδυασμός! Όλα αυτά μαζί ήταν το μεγάλο ταλέντο του.

C.N.: Υπάρχουν, θεωρείτε, επαγγελματικές ευκαιρίες στη χώρα μας για τους νέους μουσικούς και τους νέους ενορχηστρωτές;

Θ. Κ.: Στη χώρα μας για να δημιουργήσεις πρέπει να βρεις φτερά ή να σκάψεις λαγούμια. Ο τόπος μας, ευτυχώς για το πρώτο, δυστυχώς για το δεύτερο, δίνει ορισμένες ευκαιρίες. Ο ίσιος δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδα όσο και να τρέξεις. Αν έχεις μόνο το επαγγελματικό σαν προτεραιότητα, εγκλωβίζεσαι. Η πράξη αποδεικνύει ότι το να φιλοσοφούμε είναι ανάγκη και όχι προνόμιο.

C.N.: Τα επόμενα σχέδια σας, οι επόμενες εμφανίσεις σας;

Θ. Κ.: Μίλησα ήδη για μερικά άμεσα και απώτερα σχέδια. Το μόνο που μου αναλογεί να προαναγγείλω είναι μια όλο και πιο επίμονη παρουσία σαν σολίστας πιάνου. Έτσι, γενικά, “rendez-vous”! Μεγαλώνουμε…