Θείος Βάνιας – Λίλλυ Μελεμέ: Κριτική θεάτρου

Περίπου 110 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Ρώσου συγγραφέα (Έτος Τσέχωφ) σίγουρα όλοι θυμούνται και μνημονεύουν ακόμα τους διαχρονικούς και πάντα επίκαιρους ήρωες του «Θείου Βάνια», ενός έργου εγκώμιο στην πνιγηρή πραγματικότητα, τη στασιμότητα και τα αδιέξοδα της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Αυτοί που θα ζήσουν 100-200 χρόνια μετά θα μας θυμούνται; Θα μας μνημονεύουν με έναν καλό λόγο;»

γιατρός Αστρόφ, Θείος Βάνιας

Περίπου 110 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Ρώσου συγγραφέα (Έτος Τσέχωφ) σίγουρα όλοι θυμούνται και μνημονεύουν ακόμα τους διαχρονικούς και πάντα επίκαιρους ήρωες του «Θείου Βάνια», ενός έργου εγκώμιο στην πνιγηρή πραγματικότητα, τη στασιμότητα και τα αδιέξοδα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μέσα από μια σχεδόν απλοϊκή ιστορία ξετυλίγονται πολύμορφοι χαρακτήρες, τόσο πολύπλοκοι όσο και ολόκληρη η ανθρώπινη φύση. Στα τέλη του 19ου αιώνα κάπου στην επαρχία της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο Βάνιας γεμίζει τη ζωή του φροντίζοντας ένα μεγάλο κτήμα το οποίο ανήκει στον καθηγητή Σερεμπριάκωφ. Ακούραστος βοηθός του όλα αυτά τα χρόνια η ανιψιά του Σόνια, κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο και κρυφά ερωτευμένη με τον γιατρό Αστρόφ που επισκέπτεται συχνά το κτήμα προκειμένου να γιατροπορέψει τον ηλικιωμένο καθηγητή. Το σκηνικό συμπληρώνει η αρκετά νεότερη γυναίκα του Ελένα, της οποίας  η γοητεία δεν αφήνει αδιάφορους ούτε τον γιατρό αλλά ούτε και τον Βάνια. Η απόφαση του καθηγητή να πουλήσει το κτήμα θα γίνει η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι καθώς και η  αφορμή να αποκαλυφθούν οι από καιρό διαταραγμένες ισορροπίες και να επέλθει ρήξη ανάμεσα στον Βάνια και τον καθηγητή.

Οι αντιήρωες του Τσέχωφ είναι όλοι τους βαθιά δυστυχισμένες υπάρξεις. Αν και διαθέτουν ευαισθησίες, κατά βάση υποτάσσονται, άγονται και φέρονται από τον εγωισμό ή τη δειλία τους βουτηγμένοι στην καταπίεση και τη μοιρολατρία. Θέλουν, αλλά δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν. Η λύτρωση γι’ αυτούς φαντάζει αδύνατη. Κρύβουν μέσα τους μια φωτιά που σιγοκαίει, ποτέ όμως δεν γίνεται εκείνη η πυρκαγιά που θα κατακάψει τα πάντα και θα δώσει τη λύση και τη θέση της σε μια καινούρια αρχή. Και φυσικά, κατά το γνώριμο μοτίβο του Ρώσου συγγραφέα, προσπαθούν να θάψουν τη θλιβερή καθημερινότητά τους στην εφήμερη παρηγοριά του αλκοόλ.

Ο Βάνιας πρωτίστως, έχει χάσει μια ολόκληρη ζωή κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους δουλεύοντας ακατάπαυστα, θαυμάζοντας και δείχνοντας αφοσίωση σε έναν άνθρωπο που ποτέ δεν εκδήλωσε το παραμικρό ίχνος ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του. Γνωρίζει ότι είναι μια φωτεινή προσωπικότητα που όμως δεν φωτίζει κανέναν και παρέμεινε με όνειρα μισά κι ανεκπλήρωτα. Ο Γιάννης Φέρτης είναι πειστικός ως αδικημένος Βάνιας και με το κύρος της πολύχρονης θεατρικής εμπειρίας του αποτυπώνει την οργή, την πίκρα και την ειρωνεία στα λόγια του χαρακτήρα του. Ωστόσο, η σύγκρουσή του με τον Σερεμπριάκωφ ενέχει μια δόση υπερβολής, ενώ όταν στην πιο κρίσιμη στιγμή ξεμένει από σφαίρες φαίνεται να δίνεται έμφαση κυρίως στο κωμικό στοιχείο παρά στην υποκείμενη τραγικότητά της.

Ο Γιάννης Βόγλης πλάθει εύστοχα και μεστά τον καθηγητή Σερεμπριάκωφ που κουβαλά στο κυρτωμένο του σώμα την κούραση και το βάρος των πολλών του χρόνων και που κλεισμένος μέσα στο στενό καλούπι του εγωισμού, της παραξενιάς και του δύστροπου χαρακτήρα του κρατά δικαιολογημένα μια στάση απόμακρη από τους υπολοίπους. Αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται στη δύση της ζωής του, σιχαίνεται τα γεράματα και τις αρρώστιες του και θέλει να ζήσει, να έχει ξανά επιτυχίες. Φοβάται τον θάνατο, το κτήμα το νιώθει σαν κενοτάφιο και μόνη του παρηγοριά είναι να αναπολεί τα παλαιά περασμένα μεγαλεία.

Ο Στέλιος Μάινας χτίζει ρεαλιστικά και με αποφασιστικότητα την υπόσταση του γιατρού Αστρόφ που βαδίζει με αστάθεια ανάμεσα στα πάθη και στα υψηλά ιδανικά του, ενώ βγάζει δυναμισμό στη σκηνή της «μεθυσμένης» φιλοσοφίας του. Γι’ αυτόν η ζωή είναι ανόητη, βρωμερή και οι άνθρωποι αλλόκοτοι με αισθήματα και σκέψεις ρηχές. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι όπου κανένα φως δεν φέγγει, εκείνος παραδέχεται ότι δεν αγαπά κανέναν, παρά μόνο η ομορφιά και τα δάση καταφέρνουν ακόμα κάπως να τον συγκινούν.

Η Ελένα της Μαρίνας Ψάλτη διαθέτει μια ύπουλη γοητεία, χιούμορ και ειρωνεία καθώς και μια ελαφριά έπαρση. Ερμηνευτικά υπάρχουν κι εδώ κάποιες στιγμές υπερβολής ως προς τη δραματική πτυχή, καταφέρνει όμως να αναδείξει τα έντονα στοιχεία της αβάσταχτης πλήξης που είναι υποχρεωμένη να υπομείνει μέσα στον γάμο-φυλακή, την ατολμία και τον εγκλωβισμό της στην προσπάθεια να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στην τάξη, την ηθική και τα συναισθήματά της.

Η Αλεξία Καλτσίκη συνθέτει με ειλικρίνεια και ψυχολογικό βάθος την αγνή κι ευαίσθητη Σόνια της. Βγάζει πάθος εκεί που πρέπει ενώ είναι συγκινητική όταν προσπαθεί να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα παρακαλώντας τον πατέρα της να είναι ευσπλαχνικός και μαζί της και με τον Βάνια υπενθυμίζοντάς του πόσο δυστυχισμένοι είναι και οι δυο τους στερούμενοι τα πάντα όταν ήταν νέοι. Παρ’ όλη την απογοήτευση και το μαρτύριο του μονόπλευρου κι απραγματοποίητου έρωτά της, εξακολουθεί να παραμένει η ενσάρκωση της καλοσύνης και της καρτερικότητας παροτρύνοντας και τον Βάνια να τη συντροφέψει σ’ αυτό το ταξίδι: πρέπει να υπομείνουν μέχρι η ζωή να τελειώσει από μόνη της ξέροντας ότι θα περάσουν μέρες και μέρες αμέτρητες με δοκιμασίες της μοίρας, κι όταν φτάσει η ώρα θα πεθάνουν αγόγγυστα.

Η Έρση Μαλικένζου (Μαρίνα), που μέχρι τότε δεν είχε κάνει αισθητή την παρουσία της, βγάζει άπειρη τρυφερότητα όταν παρηγορεί προστατευτικά τη Σόνια και της υπόσχεται πως, μόλις φύγουν ο καθηγητής και η γυναίκα του, θα ξαναβρούν την ισορροπία και τους παλιούς, γνώριμους ρυθμούς τους.

Ο Χάρης Χαραλάμπους αποτελεί μια μικρή κωμική ανάπαυλα ως ο αφελής Τελιέγκιν, που μπορεί μεν να στερήθηκε την ευτυχία, έμεινε όμως για συντροφιά του η τιμή και η υπερηφάνεια.

Η σκηνοθετική ματιά της Λίλλυς Μελεμέ δεν κρύβει εκπλήξεις, είναι απλή, κλασσική με παύσεις χαρακτηριστικές της νωθρότητας και της απραξίας. Έξυπνη η σωματοποιημένη απόδοση των δεικτών του ρολογιού σε μια αναπαράσταση του χρόνου που κυλά αργά και πιεστικά.

Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου είναι απαλή, ευαίσθητη και αφήνει μια αίσθηση εγκατάλειψης, δισταγμού και μοναξιάς.

Τα σκηνικά ανήκουν στην Αριάδνη Βοζάνη κι ενώ σε γενικές γραμμές η συχνή μετακίνησή τους φαίνεται μάλλον αμήχανη, είναι ευρηματική η μετατροπή του εσωτερικού τοίχου σε γραφείο-βιβλιοθήκη στην τελευταία σκηνή.

Δεν θα μπορούσε τέλος να μην γίνει αναφορά στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη με τον άλλοτε κοφτερό κι άλλοτε λυρικό λόγο της.

Λίγο πριν κλείσει η αυλαία η ατμόσφαιρα είναι βαριά, πένθιμη και διαποτίζεται από τη δυνατή ερμηνεία – απόηχο του ποιητικού και συναισθηματικά φορτισμένου μονολόγου της Σόνιας που σβήνει αργά: «Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους, θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό σπαρμένο με διαμάντια, θα δούμε όλο το κακό αυτής της γης, όλα μας τα βάσανα να καταποντίζονται μέσα στο έλεος που θα πλημμυρίσει ολόκληρο τον κόσμο και η ζωή μας θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι. Θ’ αναπαυτούμε…θ’ αναπαυτούμε…»

Ο «Θείος Βάνιας», του Άντον Τσέχωφ, παρουσιάζεται στο Θέατρο Χορν σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ