Όλοι θυμόμαστε την υπόθεση του 10χρονου κοριτσιού που απήχθη πριν από μερικά χρόνια στη Βιέννη, και που ο απαγωγέας του κράτησε κλειδωμένο στο

Από την Τέτα Αποστολάκη

κελάρι του σπιτιού του, μέχρι που εκείνο κατάφερε να το σκάσει όταν ήταν πια 18 ετών. Σαστίσαμε τότε και αναρωτηθήκαμε πώς τόσα χρόνια κανείς δεν υποπτεύθηκε τίποτα και τι έγινε τελικά σε αυτό το κελάρι.

Αυτό φαίνεται να αναρωτήθηκε και ο Μάρκους Σλάινζερ και αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία βασισμένη σε αυτή την υπόθεση. Στην ταινία του, Μάικλ, παρακολουθούμε κάποιους μήνες από μία παρόμοια ιστορία. Ο Μάικλ, 40χρονος αυστριακός ασφαλιστής, απαγάγει ένα 10χρονο αγόρι, τον Βόλφγκανγκ και το κρατάει κλειδωμένο στο υπόγειό του. Εκεί παρατηρούμε την ανορθόδοξη σχέση τους, που περνάει από τα στάδια πατέρα-γιου, βιαστή-θύματος, αφεντικού-κατοικιδίου, κρατούμενου-συγκρατούμενου.

Ο Σλάινζερ, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με αυτή την ταινία, αν και έχει δουλέψει για αρκετά χρόνια στο αυστριακό σινεμά. Το ότι έχει δουλέψει και με το Μίκαελ Χάνεκε είναι προφανές. Μόνο που ο Σλάινζερ τολμά ακόμα περισσότερο από το διάσημο σκηνοθέτη, αγγίζοντας ένα πολύ ευαίσθητο θέμα και βασιζόμενος  σε μία αληθινή ιστορία που απασχόλησε για καιρό το δυτικό κόσμο. Μάλιστα επιλέγει μία κινηματογράφηση ακόμα πιο ψυχρή και πιο αποστασιοποιημένη από του Χάνεκε. Επιπλέον, ο Σλάινζερ έχει παρακολουθήσει ολόκληρο το σύγχρονο σινεμά της χώρας του, το οποίο φαίνεται να αναπτύσσεται και να αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια, ενώ έχει αγγίξει και το ευρύτερο κοινό, φτάνοντας μέχρι και στα όσκαρ. Γεγονός παράδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται ίσως για το πιο feel bad σινεμά που υπάρχει σήμερα. Για το σινεμά που δε συγκινεί, δεν κρίνει, δεν ουρλιάζει, απλώς παρακολουθεί το σύγχρονο άνθρωπο, με τη μοναξιά, τη βία, τα τραύματα, τα σύνδομα που φέρει . Στόχος του δεν είναι ποτέ το βλέμμα ή το συναίσθημα του θεατή αλλά η συνείδησή του.

Στην ταινία του Σλάινζερ παρακολουθούμε τον παιδόφιλο απαγωγέα και βιαστή Μάικλ. Το Μάικλ που προσπαθεί να επιβιώσει και να συμφιλιωθεί με τις επιλογές του και με τις άρρωστες επιθυμίες του. Που προσπαθεί διαρκώς να διατηρεί κρυφή την παράλληλη ζωή του και που κατά τα άλλα είναι ένας αξιότιμος και ευυπόληπτος ασφαλιστής. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα τέρας το οποίο ζει στο περιθώριο. Ο ίδιος ταιριάζει απόλυτα σε ένα περιβάλλον που φαίνεται να λειτουργεί κανονικά, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση ευτυχισμένο ή υγιές. Κι έτσι το περιβάλλον αυτό, η κοινωνία ολόκληρη, φέρει τις δικές του ευθύνες για την απαγωγή και τον εγκλεισμό του αγοριού.

Ο σκηνοθέτης, χάρη και στην εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, Mάικλ Φούιθ, χτίζει ένα χαρακτήρα πολύ αληθινό, πολύπλοκο όσο και καθημερινό. Καταλαβαίνει ότι η πράξη του ήρωά του είναι τόσο απεχθής, ώστε δε χρειάζεται να επιμείνει σε αυτό. Επιμένει μόνο στο πώς μπορεί να επιβιώνει ο ανθρωπος αυτός με την επιλογή του, με πόση επιμονή την υποστηρίζει και πώς ταυτόχρονα παραμένει – έστω επιφανειακά – ένα λειτουργικό μέλος της κοινωνίας. Όλα αυτά ο Σλάινζερ τα κινηματογραφεί με απλότητα, με αφαίρεση αλλά και με μεγάλη ακρίβεια. Η μουσική απουσιάζει από την ταινία, ενώ  κυριαρχούν όλοι οι ήχοι, της φύσης και της πόλης, που ακολουθούν συνεχώς τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Οι βίαιες στιγμές είναι όλες εκτός κάδρου και τονίζονται οι μικρές κινήσεις, τα στιγμιαία βλέμματα, οι σιωπές.  Το Μάικλ λοιπόν, εκτός από τολμηρό, είναι και ένα πολύ συνεπές έργο, που καταφέρνει να μουδιάσει το θεατή από τα πρώτα κιόλας λεπτά.

Ομολογώ ότι μόλις τέλειωσε η ταινία δυσκολεύτηκα να σηκωθώ από τη θέση μου και να συνεχίσω την ημέρα μου κανονικά. Αναρωτήθηκα ωστόσο, αν οι Αυστριακοί σκηνοθέτες θα ασχοληθούν ποτέ με χαρακτήρες που δεν έχουν βιάσει ή βιαστεί, δεν είναι στυγνοί δολοφόνοι ή, τελοσπάντων, δεν σκοτώνουν μικρά γατάκια για να τα φάνε για πρωινό…

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Μάρκους Σλάινζερ
Δ. Φωτογραφίας: Τζέραλντ Κέρκλετζ
Πρωταγωνιστούν: Μίχαελ Φούιθ, Κριστίν Κάιν, Ντέιβιντ Ραουενμπέργκερ
Χώρα: Αυστρία
Διάρκεια: 96’
Ετος: 2011
Εταιρεία Διανομής: StraDa Films

Από 15 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους