Τιμώντας την επέτειο θανάτου του Μαρσέλ Καρνέ στις 31 Οκτωβρίου 1996, η New Star προβάλλει την καλύτερη Γαλλική ταινία όλων των εποχών, «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» (LES ENFANTS DU PARADIS) σε μία Ειδική Προβολή την Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015 στις 12:00 στον κινηματογράφο «ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema».

Η ζήλια ανήκει σε όλους, αν μια γυναίκα δεν ανήκει σε κανέναν…

Ένας παθιασμένος παιάνας για τη ζωτική σημασία

και την αμφίδρομη σχέση ελευθερίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η ψηφιακά αποκατεστημένη ταινία, όπως προβλήθηκε στις Κάννες 2011!

Υποψήφιο για Oscar Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου 1947

Ειδικό βραβείο «Cesar of Cesars» Παρίσι 1979

Η ΥΠΟΘΕΣΗ

Παρίσι, 1840, Λεωφόρος του Εγκλήματος. Μέσα στο πολύβουο πλήθος που συνωστίζεται γύρω από τα θεάματα, μια ελεύθερη γυναίκα, η Γκαράνς, γίνεται το αντικείμενο του πόθου ενός πρωτοπόρου, αλλά και συνεσταλμένου μίμου, του Μπαπτίστ. Εκείνος την ερωτεύεται παράφορα και με μια εξαιρετική παντομίμα την γλιτώνει από τη φυλακή. Ένας τέτοιος έρωτας όμως δεν είναι εφικτός. Η γοητευτική Γκαράνς προσελκύει πολλούς άντρες δίπλα της και ο ρομαντικός Μπαπτίστ δεν δέχεται τίποτα από το απόλυτο! Σύντομα τους δύο τους χωρίζουν άλλοι έρωτες. Ο Λασνέρ, ο Φρεντερίκ Λεμαίτρ και ο πάμπλουτος κόμης Εντουάρ διεκδικούν την Γκαράνς και η πιστή, ερωτευμένη Ναταλί τον Μπατίστ. Φαίνεται πως οι ζωές τους είναι καταδικασμένες να εξελίσσονται παράλληλα. Όμως, το πάθος του Μπαπτίστ φαίνεται να παραμένει άσβεστο και να φουντώνει περισσότερο όσο περνά ο καιρός…

ΓΑΛΛΙΑ –  1945 – 190’ – Α/Μ

Σκηνοθεσία: MARCEL CARNE

Σενάριο: JACQUES PREVERT

Παραγωγή: RAYMOND BORDERIE

Μουσική: JOSEPH KOSMA, MAURICE THIRIET

Μοντάζ: HENRI RUST, MADELEINE BONIN

Κοστούμια: ANTOINE MAYO

Σκηνικά: ALEXANDRE TRAUNER

Διεύθυνση Φωτογραφίας: ROGER HUBERT

Πρωταγωνιστούν: ARLETTY, JEAN LOUIS BARRAULT, PIERRE BRASSEUR, MARCEL HERRAND, PIERRE RENOIR, MARIA CASARES, LOUIS SALOU

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Μια ιστορία σαν παραμύθι…

Από την έλλειψη φιλμ στο κατοχικό Παρίσι, μέχρι την αποκατάστασή της ταινίας μετά από 65 χρόνια, σε 2K DCP (digital cinema package), τελευταία λέξη της ψηφιακής τεχνολογίας υψηλής ευκρίνειας! Κι όλα ξεκίνησαν τους πρώτους μήνες του 1943…

Μετά τις ταινίες ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ, ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ και ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, ο Καρνέ και ο Πρεβέρ προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ταινία που να πρωταγωνιστήσει η μεγάλη Γαλλίδα σταρ Αρλετί και μαζί της ο Πιέρ Μπρασέρ και ο Λουί Σαλού. Το αρχικό τους σχέδιο, η ταινία la lantern magique, όμως δεν προχώρησε τελικά. Καθώς έψαχναν για κάτι καινούργιο, συναντήθηκαν με τον φίλο τους Ζαν-Λουί Μπαρό στη Νίκαια. Ο ηθοποιός τους μίλησε για έναν μίμο, τον Ντεμπερό. Ο Καρνέ ενθουσιάστηκε με την ιδέα να ζωντανέψει στη μεγάλη οθόνη την περίφημη Boulevard du Crime, μια περιοχή του Παρισιού που έβριθε από κόσμο κάθε λογής: μικροαπατεώνες, αστούς, ηθοποιούς, τυχοδιώκτες, νομικούς, όλοι οι άνθρωποι, σύχναζαν εκεί και παρακολουθούσαν τις υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις που άνθιζαν εκεί εκείνη την εποχή, τα χρόνια 1830-1840.

Ο Καρνέ στρώθηκε αμέσως στη δουλειά για να κάνει μια έρευνα για εκείνη τη μαγική εποχή που ήθελε να παρουσιάσουν, έψαξαν στο μουσείο Carnavalet του Παρισιού και έφερε το υλικό στον Πρεβέρ. Ήταν στις αρχές του 1943.

Ο Πρεβέρ χρειάστηκε 6 μήνες για να γράψει το σενάριο στην περιοχή Πριέρ, όπου έμενε, στα νότια της Γαλλίας. Φίλοι του, που είχαν φύγει απ’ το κατεχόμενο Παρίσι τον συνάντησαν εκεί και δούλεψαν μαζί πάνω στην ταινία.

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Alexandre Trauner και ο συνθέτης Joseph Cosma, που ήταν εβραίοι, δούλευαν κρυφά, με τη βοήθεια των Καρνέ, Πρεβέρ και του συνεργείου. Οι συνθήκες του γυρίσματος ήταν χαοτικές εκείνη τη δύσκολη εποχή του πολέμου. Η παραγωγή αναγκάστηκε να σταματήσει ύστερα από μόλις 3 εβδομάδες γυρίσματος. Σφοδρές καταιγίδες κατέστρεψαν τα σκηνικά, τα οποία, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, είχαν πάρει 67.000 ώρες για να κατασκευαστούν. 1800 κομπάρσοι βρίσκονταν στα πλατό παράλληλα. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί φιλμ, λόγω του πολέμου, ενώ κάτω από την κυριαρχία του Βισύ,  απαγορευόταν να κάνεις ταινίες με περισσότερο από 2.750 μέτρα φιλμ χωρίς να έχεις ειδική άδεια, τη στιγμή που τα παιδιά του παραδείσου είχαν φτάσει τα 5.000. Επίσης, απαγορευόταν από τους Γερμανούς να γυρίσουν ταινία τη νύχτα…

Παρ’ όλα αυτά, με έναν μαγικό τρόπο, η ομάδα του Καρνέ άντεξε όλες τις αντιξοότητες και τις ταλαιπωρίες και τα γυρίσματα τελείωσαν τον Απρίλιο του 1944. Μετά από μήνες μοντάζ η ταινία ετοιμάστηκε και ο Καρνέ ήθελε να καθυστερήσει την κυκλοφορία της μέχρι την απελευθέρωση της Γαλλίας. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 9 Μαρτίου του 1945 σε ένα γκαλά ειδικά για κοινωνικό έργο σχετικά με το σινεμά και για αιχμαλώτους πολέμου. Η υποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς γενικά ήταν θετική. Μάλιστα ο Georges Sadoul τη χαρακτήρισε «αριστούργημα». Εκεί όμως που η ταινία έκανε πραγματική θραύση ήταν το κοινό. Ο κόσμος ερωτεύτηκε αυτή την ταινία ακαριαία και συνέρρεε στις αίθουσες για να τη δει. Τον Δεκέμβριο του 1946, ο Πρεβέρ μάλιστα προτάθηκε και για Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Η ταινία συνέχισε να έχει κοινό σε όλο τον κόσμο και να δημιουργεί τη δική της λατρεία, και το 1995, η γαλλική επιτροπή από δημοσιογράφους και ιστορικούς που ήθελε να γιορτάσει τα 100 χρόνια του σινεμά έφτιαξαν μια λίστα με 1000 ταινίες που γυρίστηκαν ανάμεσα στο 1944 και στο 1994. Από όλες, ύστερα από ψηφοφορία, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ βγήκε πρώτο, ως η Καλύτερη ταινία!

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Η αποκατάσταση μιας τόσο σημαντικής ταινίας ήταν μια μεγάλη πρόκληση, μια και το αυθεντικό υλικό ήταν πολύ ταλαιπωρημένο και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί υψηλή ψηφιακή τεχνολογία. Μεγάλα ευρωπαϊκά εργαστήρια, τα L’ imagine ritrovata laboratory, Éclair Laboratories και le Diapason ανέλαβαν το δύσκολο έργο.

Ας μάθουμε, μερικά στοιχεία από την αποκατάσταση όπως μας τα περιέγραψαν:

«Το αυθεντικό φιλμ ήταν αρχικά σε κακή κατάσταση: είχε πολλαπλές γρατζουνιές, στίγματα υγρασίας και αποσύνθεσης, κατεστραμμένα τμήματα, εικόνες που έλειπαν.  Ψάχνοντας ποια κομμάτια έπρεπε να αποκατασταθούν ψηφιακά, το πιο φυσικό ήταν να αντικαταστήσουμε τα τρίτης γενιάς αρνητικά αντίγραφα με τα αντίστοιχα δεύτερης γενιάς, που έχουν καλύτερη φωτογραφική ποιότητα. Για να διαλέξουμε τα καλύτερα κομμάτια για αποκατάσταση και να εκτιμήσουμε την ανάλυση που χρειαζόταν για αποτέλεσμα καλύτερης οπτικής ποιότητας, έγινε αμέσως ένα ειδικό τεστ σε κόπια του πρώτου μέρους της ταινίας. 5.000 εικόνες κάθε διαθέσιμου στοιχείου ψηφιοποιήθηκαν σε διαφορετική ανάλυση: 2Κ, 3Κ και 4Κ. Και είδαμε ότι η καλύτερη ανάλυση ήταν το 4Κ. Όλες οι κόπιες του αυθεντικού αρνητικού που τράβηξε η κάμερα έχει σκαναριστεί με 4Κ. Σε αυτό το στάδιο χρειαζόταν πάρα πολύ προσοχή στην επαφή μας με το ταλαιπωρημένο υλικό. Το σκανάρισμα πήρε πάνω από ένα μήνα.

 

Τέτοια σημαντική και φιλόδοξη διεθνής αποκατάσταση, που περιλαμβάνει τη συνεργασία διαφορετικών εργαστηρίων, μας έκανε να επινοήσουμε ένα αποτελεσματικό κοινό εργαλείο ακριβείας: τη σύγκριση με το σενάριο του γυρίσματος. Αυτό το κείμενο, χωρισμένο σε κόπιες περιλαμβάνει τη λίστα των πλάνων κάθε κόπιας, η οποία σηματοδοτεί κάθε πλάνο. Η σύγκριση ήταν ένα γρήγορο εργαλείο αναγνώρισης των σημείων, που αποδείχτηκε πολύ σημαντικό για ένα φιλμ τόσο μεγάλης διάρκειας, το οποίο μας εξυπηρετούσε και για την ταινία και για τον ψηφιακό φάκελο που φτιάχναμε και είναι επίσης και μια «οπτική» αναφορά των συγκρινόμενων στοιχείων. Σταμπάρει τις ομοιότητες και τις διαφορές, τα κομμάτια που χρειάζονται να αντικατασταθούν και πολλά άλλα. Ήταν λοιπόν ένα στοιχείο-κλειδί για την αποκατάσταση του φιλμ.

 

Είναι η πρώτη φορά που το αριστούργημα του Καρνέ έχει αποκατασταθεί σε τόσο πλήρη βαθμό από το αυθεντικό αρνητικό. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία σε 2K DCP (ψηφιακό κινηματογραφικό πακέτο). Η εργασία διήρκησε πολλούς μήνες και περιλάμβανε τελευταίας λέξης τεχνολογία, ειδικά στη διάρκεια της ψηφιοποίησης σε πολύ υψηλή ευκρίνεια, και η πρώτη φορά που αυτό έχει γίνει στην Ευρώπη.

 

Πρέπει να θυμηθούμε ότι η ταινία γυρίστηκε στη διάρκεια του πολέμου με νιτρικό φιλμ από στοκ, όπως όλες οι ταινίες εκείνης της εποχής. Και ξέρουμε ότι το νιτρικό φιλμ είναι ευπαθές υλικό, που τελικά αποσυντίθεται με τα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, το φιλμ από μόνο του δεν ήταν το πρόβλημα αλλά η κατάσταση του αυθεντικού αρνητικού. Επειδή η ταινία είχε κάνει μεγάλη εμπορική επιτυχία και πιθανόν να το είχαν χειριστεί πάντα με προσοχή. Ήταν πολύ κατεστραμμένο σε κάποια κομμάτια. Κάποια σημεία είχαν μούχλα και θολές εικόνες που ήταν πολύ δύσκολο να τα διορθώσουμε. Ακόμα κι αν τα κάναμε καρέ-καρέ χειροκίνητα και πάλι θα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκο.

 

Η ολοκλήρωση της αποκατάστασης πήρε περισσότερο από 4 μήνες, από Δεκέμβρη ως Απρίλη. Στους δύο τελευταίους μήνες, ήμασταν μια ομάδα 20 ατόμων που δουλεύαμε σε αυτό το πρότζεκτ! Ήταν πράγματι μια πολύ μεγάλη δουλειά που αναλάβαμε. Όλοι όσοι δουλέψαμε σε αυτή την αποκατάσταση δεν θα ξεχάσουμε ποτέ αυτή την εμπειρία…»

Απόσπασμα συνέντευξης με τον ΜΑΡΣΕΛ ΚΑΡΝΕ:

-Πώς προέκυψε η δημιουργία της ταινίας;

-Η ταινία προέκυψε από τον Ζαν-Λουί Μπαρό, ο οποίος μας είπε την ιστορία ενός μίμου, του Ντεμπερό, η οποία μας καταγοήτευσε. Ο Ντεμπερό, στην ακμή της καριέρας του, περπατούσε στην Boulevard du Crime, μαζί με την ερωμένη του. Τότε, ένας μεθύστακας φώναξε την ερωμένη και ο Ντεμπερό τον έσπρωξε μακριά με το μπαστούνι του, αλλά εκείνος επέστρεψε και συνέχισε να φωνάζει και να αποκαλεί τη γυναίκα με διάφορες ονομασίες. Ο Ντεμπερό, οργισμένος, χτύπησε τον μεθυσμένο ξανά με το μπαστούνι τόσο δυνατά, που εκείνος έπεσε νεκρός. Και τότε, όλοι έτρεξαν στη δίκη που έγινε, για να ακούσουν τον διάσημο μίμο να μιλάει! Θεώρησα ότι ήταν μια απίθανη ιστορία, το ίδιο και ο Πρεβέρ. Ο παραγωγός μου, Πολβέ, μου είπε: «Θα βγάλω πολλά λεφτά από τους «επισκέπτες της νύχτας». Μαρσέλ, θέλω να μου κάνεις μια πολύ μεγάλη ταινία. Σαν μια τοιχογραφία.» Εκείνη την εποχή όμως είχαμε πολύ λίγα μέσα για να γυρίσουμε ταινία, ήταν εποχή πολέμου. Αποφάσισα να ψάξω υλικό για την ταινία στο μουσείο Carnavalet και έβγαλα περίπου 200 φωτογραφίες από χαρακτικά. Στην οδό Ντοφίν βρήκα ένα βιβλίο του Ζυλ Ζανέν στο οποίο ανακάλυψα ότι ο εξώστης του θεάτρου είναι γνωστός και «παράδεισος»… Σύντομα καταλάβαμε ότι η ταινία θα έχει πολύ μεγάλη διάρκεια. Και ήταν ο Πολβέ που πρότεινε να την χωρίσουμε σε δύο μέρη, σε δύο εποχές. Δέχτηκα, με την προϋπόθεση ότι η πρώτη αποκλειστική κυκλοφορία στο Παρίσι θα έδειχνε την ταινία στο σύνολό της ως μία. Συμφώνησε. Τότε, όταν οι Αμερικανοί εισέβαλλαν στο Βισύ, τα γυρίσματα στη Νίκαια έπρεπε να σταματήσουν. Λάβαμε εντολή από το Βισύ, να επιστρέψουμε στο Παρίσι. Η ταινία προβλήθηκε τελικά όπως είχα θελήσει, ολόκληρη. Η ταινία παιζόταν στους κινηματογράφους για 45 συνεχόμενες εβδομάδες. Και οι πωλήσεις εισιτηρίων σε άλλες περιοχές του Παρισιού που παιζόταν η ταινία επίσης διπλασιάστηκαν. Η ταινία ακόμα προβάλλεται σε όλο τον κόσμο.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ

MARCEL CARNE

(1906-1996)

Συναγωνιζόμενος με τον Jean Renoir για την πρωτοκαθεδρία στον Γαλλικό Κινηματογράφο μέσα από μια εκθαμβωτική καριέρα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’30 και του ’40 γύρισε επτά αλλεπάλληλες ταινίες οι οποίες εδραίωσαν μια φήμη που ακόμη και η ρεβιζιονιστική επίδραση της Nouvelle Vague δεν κατόρθωσε να μειώσει. Μάλιστα ο Καρνέ είναι ώριμος για επανεκτίμηση σε μια εποχή όπου τα ειδικά εφέ είναι τόσο της μόδας. Τερπόταν με τα τεχνάσματα και της οπτικές απάτες, που του πρόσφερε το σινεμά, την εποχή του απογείου της καριέρας του. Ο Καρνέ είχε μάθει την τέχνη δουλεύοντας προηγουμένως ως βοηθός σε σκηνοθέτες, όπως ο René Clair και ο Jacques Feyder, στην ηλικία των 30 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Jenny. Η μεγάλη του επιτυχία, του επέτρεψε να γίνει ένας πολυγραφότατος σκηνοθέτης με ταινίες όπως,  Drôle de Drame, Le Quai des Brumes, Hôtel du Nord και Le Jour se Lève ξεδιπλώνοντας ένα σπάνιο ταλέντο στο να σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του και στον έλεγχο της ατμόσφαιρας, που δεν κατόρθωσε κανείς τότε, ακόμα και ως τώρα να ξεπεράσει. Οι ήρωες του είναι βλοσυροί, λακωνικοί, μοναχικοί άνθρωποι, και οι γυναίκες του εμφανίζονται ως θύματα με χρυσή καρδιά, ατσαλένιο χαρακτήρα, κι ένα ψήγμα μαγείας. Έχουν αγωνιστεί για επιβίωση, αντιμέτωπες με μια αναπόδραστη μοίρα, όπως ακριβώς και η πατρίδα του Καρνέ με την αγωνία της οικονομικής κατάρρευσης και στα πρόθυρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όταν η Γαλλία καταλαμβάνεται το 1940, ο Καρνέ αποφασίζει να συνεχίσει να εργάζεται, χρησιμοποιώντας ιστορικά θέματα και σκηνικά για να αποφύγει τη λογοκρισία κι επαφίεται στο εξαιρετικό επιτελείο τεχνικών του για να επιτύχει τους στόχους του. Και στις δύο ταινίες του Les Visiteurs du soir και Les Enfants du Paradis υποβόσκει μια σκληρή κριτική για την Γερμανική Κατοχή κάτω από την επίφαση μιας ιστορικής ίντριγκας. Τα μεταπολεμικά του έργα υπολείπονται κάπως, συγκριτικά, παρόλο που η δεξιότητα του Καρνέ να χειρίζεται το καστ του δεν κλονίστηκε ποτέ. Έδωσε λαμπρές ευκαιρίες σε πολλά νέα ταλέντα όπως ο Yves Montand, Gérard Philippe, Laurent Terzieff και Jean-Paul Belmondo, καθώς συνέχιζε να συνεργάζεται με επιβλητικά ονόματα όπως ο Gabin και η Arletty. Συνέχιζε να σκηνοθετεί ως και τα 70 του κι έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1980, όντας ο πρώτος σκηνοθέτης που απέλαβε τέτοιας τιμητικής διάκρισης. Δύο χρόνια νωρίτερα, Τα Παιδιά Του Παραδείσου είχαν εκλεγεί ως η καλύτερη ομιλούσα Γαλλική ταινία όλων των εποχών, κι αυτό οδήγησε στη βράβευση του Καρνέ με το ειδικό βραβείο “César des Césars” στην ετήσια τελετή απονομής στο Παρίσι το 1979.

Φιλμογραφία

Nogent, Eldorado du Dimanche (1929)

Jenny (1936)

 Drôle de Drame ou L’ étrange Aventure du Docteur Molyneux (1937)

Le Quai des Brumes (1938)

Hôtel du Nord (1938)

Le Jour se Lève (1939)

Les Visiteurs du Soir (1942)

Les Enfants du Paradis (1945)

Les portes de la Nuit (1946)

La Fleur de l’âge(1947)

La Marie du Port (1950)

Juliette ou La Clef des Songes (1951)

Thérèse Raquin (1953)

L’air de Paris (1954)

Le pays d’où Je Viens (1956)

Les Tricheurs (1958)

Terrain Vague (1960)

Du Mouron pour les petits Oiseaux (1963)

Trois Chambres à Manhattan (1965)

Les Jeunes Loups (1968)

Les Assassins de l’Ordre (1971)

La Merveilleuse Visite (1974)

La Bible (1977)

Jacques Prévert

(1900-1977)

Ο Πρεβέρ έγινε γνωστός μέσα στους κύκλους των Σουρεαλιστών και του Κινηματογράφου, τη δεκαετία του 1920. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει ηθοποιό, και τον έπαιρνε στα παρασκήνια όταν ήταν παιδί. Στον Πρεβέρ, όμως δεν άρεσε καθόλου να παίζει μπροστά στην κάμερα, αλλά ήταν εκστασιασμένος με τη σκηνή και την ατμόσφαιρα του θεάτρου. Ο ίδιος κι ο αδελφός του Πιέρ, έγραφαν στίχους, σκετσάκια, μπαλάντες και σενάρια με μεγάλη ταχύτητα κι ευκολία.

Κι οι δυο λάτρευαν την παράδοση της φαρσοκωμωδίας και του μπουρλέσκ που ενσαρκώνονταν σε μια από τις αγαπημένες τους προσωπικότητες του κινηματογράφου, τον Μπάστερ Κίτον. Ενώ ο Ζακ τελειοποιούσε το έμφυτο ταλέντο του στους μεστούς διαλόγους και τις δραματικές συγκρούσεις, ο νεότερος αδελφός του προσανατολίστηκε στη σκηνοθεσία. Μαζί έκαναν τρεις ταινίες μεγάλου μήκους αλλά και πολλές τηλεταινίες. Οι περισσότερες είναι σαγηνευτικές κι ακόμα αναβιώνουν, οι δυο διασημότερες είναι η L’ affaire est dans le sac (1932) και η Voyage Surprise (1946).

Παρόλο που έγραψε εξέχουσες ταινίες για τον Renoir, τον Grémillon και τον Cayate, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Jacques Prévert βρήκε το πνευματικό του ταίρι στον Marcel Carné, έξι χρόνια νεώτερο του αλλά αποφασισμένο να επιβληθεί στον Γαλλικό κινηματογράφο του 1930. Οι δυο άνδρες μοιράζονταν μια αντικομφορμιστική άποψη για την κοινωνία και μια ευχαρίστηση στη δημιουργία μιας αίσθησης μελαγχολίας στην οθόνη, που σύντομα ονομάστηκε “ποιητικός ρεαλισμός”. Ο Πρεβέρ ήταν γνωστός στους κύκλους των υπερρεαλιστών, ενώ οι πολιτικές πεποιθήσεις του τον είχαν φέρει σε αντιπαράθεση με τη λογοκρισία σε πολλές περιπτώσεις. Με τον Πρεβέρ πίσω από τη γραφομηχανή και τον Καρνέ πίσω από την κάμερα γυρίστηκαν πολλές μεγάλες επιτυχίες, όπως Drôle de Drame, Hôtel Du Nord, Le Jour Se Lève, Les Visiteurs Du Soir και φυσικά Les Enfants Du Paradis. Ο Ζακ Πρεβέρ καθιερώθηκε επίσης ως ένας από τους πιο πολυαγαπημένους στιχουργούς και η επιρροή του ως σεναριογράφου είναι εμφανής στο έργο του Γκοντάρ, του οποίου οι ανέμελες γυναίκες παρέπεμπαν στις ηρωίδες του Πρεβέρ.

Arletty

Πραγματικό όνομα Léonie Bathiat, (1898-1992)

Αυτή η επιβλητική, γαλήνιας ομορφιάς ηθοποιός ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός του θεάτρου τη δεκαετία του 1920 και εμφανίστηκε στον κινηματογράφο τη δεκαετία του 1930. Με το Hôtel du Nord (1938) και το Le Jour se lève (1939), και οι δύο του Μαρσέλ Καρνέ, κυριάρχησε στην οθόνη ως ελεύθερο πνεύμα, μια γυναίκα, που όπως επισημαίνει κι ο Μαρσέλ Μαρτέν, δεν πίστευε ούτε στον Θεό ούτε στον Διάβολο, κι ακόμα λιγότερο στους άνδρες γύρω της. Μετά τον πόλεμο αντιμετώπισε ποινή φυλάκισης γιατί είχε δεσμό με έναν αξιωματικό των Ναζί κατά τη διάρκεια της κατοχής. Συνέχισε να παίζει σε ταινίες τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, αναγκάστηκε όμως, να εγκαταλείψει το 1962, καθώς έμεινε σχεδόν τυφλή.

Jean-Louis Barrault, (1910-1994)

Θρυλική μορφή του Γαλλικού θεάτρου του 1930 κι εξής, ο Μπαρώ προσχώρησε στο σουρεαλιστικό κίνημα κι υπήρξε στενός φίλος του Antonin Artaud. To 1946, έστησε τη δική του θεατρική εταιρεία, με την σύζυγό του Madeleine Renaud, κι αργότερα έγινε επικεφαλής του αναγνωρισμένου θεάτρου Odeon στο Παρίσι. Λεπτοκαμωμένος, ευφράδης κι ικανός για τις πιο εκφραστικές χειρονομίες ως μίμος, βρήκε τον σπουδαιότερο ρόλο του στον Μπατίστ στα Παιδιά Του Παραδείσου. Η κόρη του Marie-Christine Barrault, πρωταγωνίστησε στο My Night at Maud’s και Cousin Cousine.

Pierre Brasseur

Πραγματικό όνομα Pierre-Albert Espinasse, (1905-1972)

Εξαιρετικά χαρισματικός Γάλλος σταρ του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε στην οθόνη το 1924 κι εμφανίστηκε σε περισσότερες από 80 ταινίες τις επόμενες δεκαετίες. Συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους Γάλλους σκηνοθέτες όπως οι Carné, Clair, Renoir, Ophuls και στα επόμενα χρόνια στράφηκε σε πιο κυνικούς και συχνά αντιπαθητικούς ρόλους όπως τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ομώνυμης ταινίας του Christian Jacque, Barbe Bleue, και τον κακόβουλο βαρόνο στην ταινία του Borowczyk, Goto, Island of Love. Ο γιός του, Claude έπαιξε σε πολλές ταινίες του Νέου Κύματος του Γκοντάρ και Τρυφώ.

Marcel Herrand (1897-1953)

Πρωτίστως, άνθρωπος του θεάτρου, άρχισε να παίζει στον κινηματογράφο στην ηλικία των 44 χρονών, πρωταγωνιστώντας στην ταινία του Jacques de Baroncelli, Le Pavillon Brûle. Ο Carné όμως, είδε σ’ αυτόν το ταλέντο να υποδυθεί έναν χλευαστικό, σχεδόν διαβολικό χαρακτήρα και τον προσέλαβε πρώτα στο Les Visiteurs du Soir κι ύστερα με φοβερή επιτυχία στο Les Enfants Du Paradis. Οι μεταπολεμικοί του ρόλοι έδειχναν να τον αφήνουν αδιάφορο, παρόλο που συνεργάστηκε με σκηνοθέτες της τάξεως του Maurice Tourneur, Marcel L’Herbier και Christian Jacque.