Υπήρξαν πολλοί καλλιτέχνες μέσα στην εξέλιξη του 20ου αιώνα που αντέτειναν την πρωτογενή δύναμη των αυτόχθονων κοινοτήτων και των δημιουργικών ρoών τους στην σχεδόν απόλυτη επικράτηση της Δυτικής Τέχνης επάνω στην πολιτισμική ιστορία του Μοντέρνου και Μεταμοντέρνου κινήματος. Ο καλλιτέχνης που επιχείρησε όσο λίγοι άλλοι να εμβυθιστεί στην κουλτούρα των λαών που προϋπήρχαν του Δυτικού ανθρώπου στην περιοχή της δημιουργικής του κινητικότητας, μπορούμε πλέον να πούμε με βεβαιότητα ότι υπήρξε ο Jimmie Durham.

Ο Durham γεννήθηκε στο Τέξας το 1940 και νωρίς στη ζωή του ενεπλάκη ενεργά, και ενίοτε με ταραχώδη παραλειπόμενα, με τα κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων των αυτόχθονων κοινοτήτων της Αμερικής, ενισχύοντας την ορατότητα τους στα Ηνωμένα Έθνη. Η τέχνη όπως και η ποίηση του, φέρουν έντονα τον χειροποίητο, αρχέγονο, σαμανικό χαρακτήρα της γηγενούς καλλιτεχνικής έκφρασης που συνομιλεί με το άχρονο και το μυστικιστικό, στην αναζήτηση ενός βαθύτερου νοήματος της αλήθειας της ζωής. Η επαφή του με την τέχνη των ιθαγενών του Μεξικού απελευθέρωσε ακόμα περισσότερο τη χρωματική του παλέτα όπως και τα μοτίβα του, μακριά από επίπλαστες έγνοιες που αφορούν την αξιωματική ύπαρξη συστημικών ορίων, τα οποία και επιχειρεί να καταρρίψει συχνά επιστρατεύοντας χιούμορ, αποφεύγοντας τον γραμμικό χρόνο, το ντεκόρουμ και την υπεραξία της Δυτικής εμμονής με τη Λογική.

Ειδικά, ο τρόπος που χρησιμοποιεί την πέτρα, για να ‘διαμελίσει’ το χρόνο, σε ντανταϊστικά έργα όπου καταστρέφονται Δυτικές ανακαλύψεις διαχείρισης του χρόνου, όπως το αυτοκίνητο ή το ψυγείο, ή όταν χρησιμοποιεί την πέτρα για να εξορύξει το χρώμα από το σωληνάριο του, αποτελούν συμβολικές ανορθολογικές πραγματείες απο-ανάπτυξης, απο-αποικιοκρατίας, αληθινής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τη αδάμαστη δυναμική της φυσικής εντροπίας.

Συχνά χρησιμοποιούσε φυσικές ύλες για να περιβάλλει ή να τυλίξει κομμάτια μηχανών όπως εξατμίσεις αυτοκινήτων ή υδραυλικά εξαρτήματα, με πιο πρόσφατη προσθήκη τα κρανία από ζώα σε αυτά, θυμίζοντας το θρήνο του Beuys στο Νεκρό Λαγό, δημιουργώντας μια σειρά από ‘ιαματικές’ ελεγείες σε ένα πολιτισμικό συλλογικό οργανισμό που έχει αποκοπεί από τη φυσική του υπόσταση.

Ερχόμενος στην Ευρώπη, μπόρεσε να εκφράσει καλύτερα αυτό το ιδιαίτεροεικαστικό ιδίωμα, σε σχέση με την τέχνη και την αρχιτεκτονική, όταν χρησιμοποιεί ακόμα πιο έντοναφυσικά και arte povera υλικά στη δημιουργία της επικοινωνίας μεταξύ έργου και χώρου, μέσω της προσωπικής του αντίληψης του το καθιστά ένα έργο μνημειακό και μόνιμο. Το 2019 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Λέοντας για τη συνολική προσφορά του έργου του, στη 58η Μπιενάλε της Βενετίας, με τον επιμελητή Ralph Rugoff να επαινεί τον καλλιτέχνη για τον βαθιά ουμανιστικό του χαρακτήρα, αναφέροντας πολύ χαρακτηριστικά ότι ο Durham “συνήθως επεξεργάζεται το υλικό χωρίς το παραμικρό ίχνος βαρύτητας κάποιας στοχαστικής νωχέλειας. Αντίθετα, σφυρηλατεί αιχμηρές κριτικές που είναι εμποτισμένες με οξυδερκή διορατικότητα και εξυπνάδα, οι οποίες καταρρίπτουν ευχάριστα τις αναγωγικές ιδέες της αυθεντικότητας.»

Στην τελευταία του έκθεση στην γκαλερί Μπαταγιάννη, ο Durham στέλνει γραμμικές εκρήξεις, μικρά big bang σινιάλα που θυμίζουν τις εβένινες μονοκοντυλιές του Franz Kline και τις ευθυτενείς εμβληματικές ανθρωπομονάδες του Πάνου Σαραφιανού, μόνο που αν βυθίσουμε τα μάτια μας στα λεπτοφυή τριχίδια του μαύρου, θα διακρίνουμε άλικες σταγόνες να αποκαλύπτουν τον γενετικό κώδικα της τέχνης του, να ρέουν ανάμεσα στα νεύρα και στα κύτταρα της, να σχεδιάζουν τελετουργικά το λεξιλόγιο της, αποτελούμενο από προσωπικά ιδεογράμματα φορτισμένα από την υπέρβαση του εφήμερου, που φέγγουν μαύρο φως επάνω στο απόλυτο λευκό. Στον απέναντι τοίχο ένα εξίσου αποκαλυπτικό βίντεο μίας ‘Εύρηκα’ στιγμής, μία ακόμη από τις αγαπημένες του πέτρες προκαλεί ένα πυρηνικό μανιτάρι θερμού χρώματος καθώς πέφτει στο δοχείο το οποίο αίφνης εκτινάσσει το περιεχόμενο του τριγύρω. Αυτά τα έργα έχουν μία ενέργεια και μαζί μία νηπενθή αύρα, σαν να φτιάχτηκαν για να προϊδεάσουν τη γιορτή πριν το μακρύ ταξίδι στο επέκεινα.

Το πορτραίτο του καλλιτέχνη κάτω από μία λουλουδιασμένη πλερέζα είναι εκεί για να χαμογελάσει ακόμα μια φορά, σε μας και στην ύστατη πρόκληση της ζωής. Και γύρω του επιτοίχια κολάζ από ζωομορφικές μάσκες, σαν να ξεκρεμάστηκαν από τους τοίχους της Ταϊτινής καλύβας του Gauguin, ψιθυρίζουν μία επίκληση στα πνεύματα του γηγενούς παρελθόντος μίας τρυφερής πατρίδας που υιοθέτησε ο καλλιτέχνης για τον εαυτό του.

Στον επάνω όροφο, σε μία κολάζ ‘προσωπογραφία’ φθινοπωρινών φύλλων, ένα λείπει, λες και το πήρε ο άνεμος. Η λεζάντα γράφει: “Έχουμε χρησιμοποιήσει ανθεκτικά υλικά για αυτό το έργο. Ακόμα κι έτσι αυτό θα χαθεί και θα ξεχαστεί.” Όπως εκείνος, όπως όλοι μας. Γιατί η λήθη είναι η νύφη της ζωής. Μένει η τέχνη που επιμένει να μας θυμίζει τη σημασία της ύπαρξης.
Η αληθινή μνημειακότητα των έργων του Jimmie Durham προκύπτει από τη σφιχτή συνοχή της τριάδας Ακτιβισμός, Τέχνη, Ζωή, η οποία δεν μπορεί να βιωθεί αλλιώς παρά ως ομοούσια και αδιαχώριστη.

Διαβάστε επίσης:

Ατομική έκθεση του Jimmie Durham στην Batagianni Gallery