Ο αναγνώστης και κουβουκλείσιος Ιωάννης Καμινιάτης, ευρύτερα γνωστός και ως Καμενιάτης, είναι αξιωματούχος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης του 10ου αιώνα. Στις αρχές του καλοκαιριού του 904 μ. Χ. βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο της ζωής του: έχει κλείσει τα τριάντα του χρόνια, έχει εν ζωή τους και τους δύο γονείς του, τέσσερα αδέλφια, μία σύζυγο, τρία ανήλικα παιδιά, ενώ ανήκει σε εύπορη οικογένεια της πόλης με ζηλευτή κοινωνική θέση.

Τον Ιούλιο εκείνο ο ίδιος και η πόλη του βλέπουν έξω από τα παραθαλάσσια τείχη της την αρμάδα των Σαρακηνών πειρατών που άφησαν τον Χάνδακα, το ορμητήριό στο Εμιράτο της Κρήτης, προκειμένου να κουρσέψουν τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη δέχεται την επίμονη πολιορκία τους υπό την ευφυή ηγεσία του εξισλαμισθέντα πειρατή Λέοντα Τριπολίτη, ο οποίος τελικά κατορθώνει να την αλώσει στις 31 Ιουλίου του ίδιου έτους.

Ο Ιωάννης Καμινιάτης τον Αύγουστο του 904 θα έχει χάσει σχεδόν τα πάντα, εκτός από τη ζωή του: οι περισσότεροι δικοί του άνθρωποι πουλιούνται στα σκλαβοπάζαρα της βόρειας Αφρικής, οι υπόλοιποι σφαγιάζονται και το μικρότερο παιδί του πεθαίνει. Δεν είναι πια αξιωματούχος της επιχώριας Εκκλησίας, η οποία επίσης έχει διαλυθεί, ενώ έχει στερηθεί την ελευθερία και την περιουσία του: έχει συλληφθεί προκειμένου να πωληθεί κι ο ίδιος.

Ως επιφανές ωστόσο μέλος της τοπικής κοινωνίας έχει τη δυνατότητα να ανταλλάξει τη ζωή του έναντι καταβολής λύτρων. Ο Καμινιάτης καταβάλλει αδιαμαρτύρητα το τίμημα, μεταφέρεται σε μια άγνωστη ακόμα και σήμερα χώρα της βόρειας Αφρικής ή της Μέσης Ανατολής, ωστόσο δεν απελευθερώνεται.

Από τον τόπο της εξορίας και υπό καθεστώς περιορισμού απευθύνει μία επιστολή σε επίσης άγνωστο παραλήπτη, όπου περιγράφει την πόλη του, τους κατοίκους της, τον πλούτο και το χρονικό της κατάλυσής της από τους Αγαρηνούς του Τριπολίτη απευθύνοντας κατ’ ουσία μια κραυγή αγωνίας, κάπως σαν “πλήρωσα, αφήστε με ελεύθερο!”. Δε ξέρουμε τελικά τι απέγινε ο ίδιος. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι αυτή η επιστολή που άφησε πίσω του. Αυτήν θα αφηγηθούμε