Σύμφωνα συμβίωσης: Τα παιδιά είναι εντάξει

Τα παιδιά είναι πολύ εντάξει (η σκηνοθέτης, κυρία Lisa Cholodenko και οι εκπληκτικοί ηθοποιοί της) από την αρχή ακόμα: Το να πεις μια ιστορία που αφορά ένα ζευγάρι παντρεμένων λεσβιών και την εμφάνιση του βιολογικού πατέρα των παιδιών τους και να θες ταυτόχρονα να αποφύγεις τον διδακτισμό και τα στερεότυπα, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και κυρίως όταν μιλάμε για την χοάνη ηθικοδιδακτισμού που λέγεται Χόλιγουντ. Είναι πολύ εντάξει γιατί σε αντίθεση από κάτι που θα περίμενε κανείς, δηλαδή μια ταινία που να καταλήγει στο ότι «πρέπει να αποδεχτούμε την διαφορετικότητα» μέσα από διάφορα ηθικά και συναισθηματικά κλισέ, η ταινία της Cholodenko ξεκινάει με την διαφορετικότητα ως κάτι προφανές και αυτονόητο.

Αφήνοντας τον κινηματογράφο να σχολιάσει: The Kids Are All Right (2010)

Τα παιδιά είναι πολύ εντάξει (η σκηνοθέτης, κυρία Lisa Cholodenko και οι εκπληκτικοί ηθοποιοί της) από την αρχή ακόμα: Το να πεις μια ιστορία που αφορά ένα ζευγάρι παντρεμένων λεσβιών και την εμφάνιση του βιολογικού πατέρα των παιδιών τους και να θες ταυτόχρονα να αποφύγεις τον διδακτισμό και τα στερεότυπα, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και κυρίως όταν μιλάμε για την χοάνη ηθικοδιδακτισμού που λέγεται Χόλιγουντ. Είναι πολύ εντάξει γιατί σε αντίθεση από κάτι που θα περίμενε κανείς, δηλαδή μια ταινία που να καταλήγει στο ότι «πρέπει να αποδεχτούμε την διαφορετικότητα» μέσα από διάφορα ηθικά και συναισθηματικά κλισέ, η ταινία της Cholodenko ξεκινάει με την διαφορετικότητα ως κάτι προφανές και αυτονόητο. Είναι ένα κοινωνικό δράμα για συνηθισμένους ανθρώπους της διπλανής πόρτας.

Με άλλα λόγια, θεωρεί αυτονόητο αυτό που ο κινηματογράφος (και η κοινωνία) συνεχίζει να θέτει ως ερώτημα και να το απαντάει με όσο πιο politically correct τρόπο μπορεί: Την «διαφορετικότητα» ως μέρος του κανονικού, που θέλει τελικά να ακυρωθεί ως «διαφορετικότητα» και να γίνει σκέτο κανονικό. Οι κυρίες Annette Benning και Julianne Moore δεν είναι καθόλου «διαφορετικές». Είναι οικείες. Πως καταφέρνει λοιπόν μια ταινία να κάνει το διαφορετικό, κανονικό; Είναι ειλικρινής. Ομολογεί κοινοτυπίες της κανονικότητας στο ίδιο το μη κανονικό ζευγάρι: Η Benning είναι κυριαρχική, αποστασιοποίημένη, control freak, σεξουαλικά εξουσιαστική. Είναι οριακά φαλλοκράτης απέναντι στην αμήχανη και σε αναζήτηση ταυτότητας Julianne Moore. Είναι, στην δραματοποιημένη υπερβολή του, ένα ζευγάρι που τραβάει τα ίδια ζόρια που τραβάνε όλα τα ζευγάρια εκεί έξω.

 

Η πλοκή του έργου βασίζεται πάνω στην επιθυμία των δύο -κοντά στην ενηλικίωση πλέον- παιδιών του ζευγαριού να γνωρίσουν τον βιολογικό τους πατέρα. Αυτός έρχεται και αιφνιδιάζει- τόσο την οικογένεια όσο και τους θεατές. Την οικογένεια γιατί φέρει μαζί του όλες τις λύσεις για την δυσλειτουργικότητά τους: Είναι το αντρικό πρότυπο που χρειαζόντουσαν (;) τα παιδιά, είναι ο άνθρωπος που χρειαζόταν για να επιβεβαιώσει την Moore (σε όλα τα επίπεδα της ανασφάλειάς της), είναι ο αντίπαλος που χρειαζόταν η Benning για να καταλάβει ότι κατι κάνει λάθος. Αιφνιδιάζει και τους θεατές, γιατί πολύ απλά, ενώ θα περίμενε κανείς το «κανονικό» και «βιολογικό» να εκφραστεί μέσα από κάποιον «κακό» που θα έρθει με στόχο να καταστρέψει την ευτυχία της οικογένειας, εκφράζεται μέσα από τον cool, πρόσχαρο και υπεύθυνο Mark Ruffalο.(ο οποίος, λίγο πριν γίνει Hulk, αποδεικνύει ότι είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του). Όταν θα τον απορρίψουν τελικά (μετατρέποντάς τον σε τραγική φιγούρα) δεν θα το κάνουν επειδή είναι μια κακή όψη του «κανονικού», αλλά επειδή η αντιφατική και δυσλειτουργική όψη του  δικού τους «κανονικού» είναι απλά πολύ καλύτερη. Γιατί η αγάπη κερδίζει στο τέλος, με την καλή έννοια.

Όσο κρατάει αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην κανονικότητα και την άρνησή της, η Cholodenko τα πηγαίνει περίφημα: Σκηνοθετεί εκπληκτικές ερμηνείες, δημιουργεί άλλοτε δραματικές και άλλοτε εντελώς κωμικές καταστάσεις, συνεχίζει να θέτει ερωτήματα, ξανά και ξανά, μέσα από ένα ευφυές σενάριο. Αποφασίζει να πει ότι η δυσλειτουργικότητα και οι αντιφάσεις της μεσοαστικής οικογένειας που παρακολουθεί δεν οφείλονται στο ότι είναι μια οικογένεια με δυο μαμάδες- απλώς, στο ότι είναι μια μεσοαστική οικογένεια. Είναι εδώ όλα, ο κορεσμός της σχέσης, η εξουσιαστική συμπεριφορά του «αντρικού» προτύπου, η συζυγική απιστία, η σεξουαλική δυσλειτουργικότητα. Η σκηνοθέτης κάπως ξύνει την επιφάνεια (τα προβλήματα της Moore π.χ. οφείλονται στην απουσία μιας αυτονομίας και αυτοτέλειας της ταυτότητάς της) αλλά η κριτική της κάπως αποκοινωνικοποιεί τελικά τις αντιφάσεις με την ανάγκη της να πει ότι «ξεκολλάτε, μας αφορούν όλους με τον ίδιο τρόπο!».

 

Η ταινία είναι μια τολμηρή και αρκετά χιουμοριστική προσέγγιση σε ένα διαφορετικό από το φαινόμενο θέμα της: Νομίζεις ότι αφορά στα ζευγάρια ίδιου φύλου, αλλά τελικά αφορά στην οικογένεια. Αυτή η διπλή της θεματική προσφέρεται για δυο πράγματα ταυτόχρονα: Από την μια, να αποδομήσει κάθε στερεότυπο για τις οικογένειες ίδιου φύλου (καλό είναι να οργανωθεί σε συλλογικές προβολές για σχετική συζήτηση). Από την άλλη, να φανερώσει κάθε στερεότυπο και σύμβαση μπορεί να χαρακτηρίζει την δυτική οικογένεια. Με άλλα λόγια, η Chodolenko λέει: Είμαστε όπως είναι όλοι. Μα κανένας μας δεν τα πάει και πολύ καλά. 

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ