Η συναυλία «Στάσεις στο Φως» υπό τη διεύθυνση του καταξιωμένου Μύρωνα Μιχαηλίδη, είναι επίλογος και υπόσχεση ανανέωσης. Έχει γεύση μελαγχολίας και προσδοκίας. Σε μια βραδιά που ανοίγει με τη νεανική «Σερενάτα για πνευστά σε μι ύφεση μείζονα, έργο 7» του Ρίχαρντ Στράους. Συνεχίζει με  το μελαγχολικό «Χειμερινό ηλιοστάσιο», κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα εγχόρδων του ακμαίου συνθέτη Χρήστου Χατζή, με σολίστ τον κορυφαίο A’ στα κόρνα της ορχήστρας μας, Κώστα Σίσκο. Κορυφώνεται με την εύθυμη «Συμφωνία αρ.4 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 60» του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν. Την προηγούμενη μέρα, θα δοθεί  εισαγωγική ομιλία με θέμα  «Ο ήχος του Άλλου: Η μουσική του Χρήστου Χατζή» από τον ίδιο τον συνθέτη στην Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Η τελευταία συμφωνική μας «Στάση στο Φως», είναι γεμάτη ανάμεικτα συναισθήματα. Ικανοποίηση για τις βραδιές που άγγιξαν ιδανικά, ανέδειξαν δυνατότητες, εξέφρασαν την πίστη μας στη μουσική. Που οι νότες, οι ήχοι και οι συγχορδίες, έγιναν γέφυρα  επικοινωνίας με το κοινό μας. Το κοινό, αυτόν τον μεγάλο γνωστό-άγνωστό μας. Τον φίλο που θαρρείς έχει φτιαχτεί από χιλιάδες πρόσωπα, μάτια, αυτιά, ψυχές…ανοιχτές στη μουσική. Όπως κι εμείς.

Για την ιστορία

ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864 – 1949)

Σερενάτα για πνευστά σε μι ύφεση μείζονα, έργο 7

Ο πατέρας του Ρίχαρντ Στράους, Φραντς, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του κόρνου στην εποχή του διατελώντας επί σχεδόν πενήντα χρόνια πρώτος κορνίστας της Ορχήστρας της Αυλής του Μονάχου. Μετά τον πρόωρο χαμό της πρώτης του γυναίκας ο Φραντς Στράους παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου ζυθοποιού λύνοντας οριστικά τα οικονομικά του προβλήματα. Έτσι, ο γιος τους Ρίχαρντ γεννήθηκε μέσα σε ένα εύπορο περιβάλλον και έλαβε αξιόλογη μουσική εκπαίδευση ήδη από πολύ μικρή ηλικία. Ο πατέρας του Στράους είχε συντηρητικές μουσικές αντιλήψεις και απεχθανόταν την «πρωτοποριακή» μουσική του Βάγκνερ σε αντίθεση με την κλασική και πρώιμη ρομαντική, γερμανική μουσική. Αναπόφευκτα, τα πρώτα έργα του γιου του, των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, αντανακλούσαν τις απόψεις του πατέρα του, χωρίς σχεδόν τίποτα να προοιωνίζει ακόμα τότε τη μετέπειτα ώριμη (και αμετάκλητη) στροφή του Στράους προς την αισθητική του Βάγκνερ.

Η Σερενάτα σε μι ύφεση μείζονα γράφτηκε για 13 πνευστά όργανα το 1881 και η πρώτη της εκτέλεση δόθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1882 στη Δρέσδη υπό τη διεύθυνση του Φραντς Βύλνερ. Το έργο έχει ένα μέρος γραμμένο σε μία τυπική φόρμα σονάτας χωρίς απρόοπτες εξελίξεις. Η ανάλαφρη, διαυγής γραφή φέρνει στον νου τον Μότσαρτ (που μάλιστα είχε συνθέσει μία σερενάτα σε σι ύφεση μείζονα για 12 πνευστά και κοντραμπάσο), ενώ ο τρυφερός λυρισμός του έργου, χωρίς φορτισμένες ή περιπαθείς εξάρσεις παραπέμπει στον Μέντελσον. Η Σερενάτα κατόρθωσε να στρέψει την προσοχή και το ενδιαφέρον πολλών (ανάμεσά τους και ο μεγάλος αρχιμουσικός και πιανίστας Χανς φον Μπύλοβ) προς τον ταλαντούχο, νεαρό συνθέτη της και είναι από τα λίγα νεανικά έργα του Στράους που διατηρούν μέχρι σήμερα θέση στο συναυλιακό ρεπερτόριο.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΣ (γεν. 1953)

Χειμερινό ηλιοστάστιο, κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα εγχόρδων

Παραγγελία της Ορχήστρας της Καναδικής Ραδιοφωνίας CBC για τον βιρτουόζο κορνίστα Jamie Sommerville (κορυφαίο της Συμφωνικής της Βοστώνης), το Χειμερινό Ηλιοστάσιο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2004 (κοντά στον Καναδικό Αρκτικό Κύκλο). Ο τίτλος αναφέρεται στην πνευματική έννοια της μακρότερης νύχτας· είναι ένας στοχασμός πάνω στους καιρούς μας και στα διάφορα οράματα για το μέλλον μας. Στη σκέψη μου, ο τελευταίος αιώνας, παρά τα μεγάλα επιστημονικά και τεχνολογικά του επιτεύγματα, γνώρισε μερικές από τις σκοτεινότερες στιγμές της Ιστορίας. Στο πρώτο μέρος (Η πιο σκοτεινή ώρα) η έννοια αυτού του σκοταδιού προσεγγίζεται μέσα από την αντιπαράθεση κατακερματισμένων ηχητικών αποσπασμάτων από μουσική του 20ού αιώνα. Το σκοτάδι εκφράζεται όχι μόνο από τη φύση των ίδιων των αποσπασμάτων (είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις στο έργο μου που έχω πειραματιστεί εκτενώς με δωδεκαφθογγική μουσική) αλλά από τον τρόπο που οργανώνονται.

Το δεύτερο μέρος (Ομοίωμα) προοριζόταν αρχικά για φινάλε του Κοντσέρτου αλλά στην πορεία αντιλήφθηκα πως αυτό που η μουσική προτείνει ή υπόσχεται δεν είναι πραγματικό ή έστω αρκούντως οριστικό για ένα φινάλε. Ο τίτλος αναφέρεται σε μία πλασματική, κατασκευασμένη «πραγματικότητα» που μας προσφέρεται σε μεγάλες ποσότητες από τα media και από κάθε άλλη κοσμική μέριμνα που κατορθώνει να συγκαλύπτεται ως «πληροφορία». Από πολλές απόψεις, αυτή η παραπλανητικά «φωτεινή» μουσική είναι πιο απειλητική από αυτή του πρώτου μέρους. Το σκοτάδι εδώ δεν αναπαρίσταται ευθέως αλλά συνάγεται από τον ακροατή.

Το τρίτο μέρος είναι γραμμένο κατά κύριο λόγο στο ρομαντικό στιλ του 19ου αιώνα. Ο 19ος αιώνας αντιπροσώπευε το αποκορύφωμα του πνεύματος της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού (ήταν το νήμα από αυτές τις δύο φιλοσοφικές επαναστάσεις, πιστεύω, που μας οδήγησε στις σκοτεινότερες στιγμές του 20ού αιώνα) αλλά συγχρόνως ενσάρκωσε ένα πολύ βαθύτερο πνευματικό όραμα για τον κόσμο, του οποίου η εκπλήρωση δεν έχει έρθει ακόμα. Για αυτόν τον λόγο ένιωσα πως ο μουσικός ρομαντισμός ήταν μία κατάλληλη μουσική γλώσσα για να αποδώσει το προσωπικό μου πνευματικό όραμα για το μέλλον στο «Χειμερινό Ηλιοστάσιο». Το κόρνο ως η φωνή του Προφήτη του Φωτός μιλά αργά, σταθερά και ήπια, αδιατάρακτο από τη σποραδική ανησυχία των συνοδευτικών οργάνων, όπως το σόλο βιολί σε μία περίσταση ή η υπερδραστήρια ορχήστρα προς το τέλος. Μοιάζει να λέει ότι εμείς, ως ανθρώπινο είδος, που μέσα στην ιστορική μας διαδρομή έχουμε διαπράξει ειδεχθείς θηριωδίες αλλά και θαυμαστές πράξεις καλοσύνης και έμπνευσης, έχουμε το φυσικό δικαίωμα για ένα μέλλον που θα είναι μακράν φωτεινότερο από το σκοτάδι του παρελθόντος μας ή τα ψεύτικα ομοιώματα του παρόντος μας. – Χρήστος Χατζής

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Συμφωνία αρ. 4 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 60

Ήδη από την εποχή του συνθέτη η Τέταρτη Συμφωνία αποτέλεσε ένα παραμελημένο έργο. Αλλά προς το τέλος πια της ζωής του Μπετόβεν, όταν οι σύγχρονοί του άρχιζαν να εξοικειώνονται με την καινοφανή διεύρυνση των ορίων της μουσικής χάρη στα τελευταία έργα του, άλλαξε και η αντιμετώπιση προς την Τέταρτη, με αποτέλεσμα αρκετοί κριτικοί να θεωρούν πως «δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν το βαθύ, δυναμικό πνεύμα αυτού του έργου». Στον 20ό αιώνα πλέον, ο διάσημος αρχιμουσικός Γιόζεφ Κριπς θα γράψει συνοπτικά: «θεωρώ την Τέταρτη Συμφωνία ως τον τρόπο του Μπετόβεν να πει το Ναι στη Ζωή».

Η ενορχήστρωσή της είναι η πιο λιτή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες συμφωνίες υπακούοντας σε μία αισθητική πιο κοντά στην κλασική συμφωνική παράδοση του 18ου αιώνα. Η χαρακτηριστική μπετοβενική δραματικότητα με τα «τρικυμιώδη πάθη», που πάντα συνταράζουν, δίνει εν προκειμένω τη θέση της στην ευθυμία, την εκλεπτυσμένη χάρη και την τρυφερότητα. Το πρώτο μέρος ανοίγει με μία αργή εισαγωγή, γεμάτη μυστήριο και συμπυκνωμένη διανοητική ενέργεια, που ξεσπά με το πέρασμα στο γρήγορο κυρίως τμήμα.

Το τρίτο μέρος ολόκληρο (κυρίως τμήμα και ενδιάμεσο τρίο) επαναλαμβάνεται αυτούσιο, ενώ κατόπιν το κύριο τμήμα επανεμφανίζεται μία τελευταία φορά δίνοντας έτσι μία αίσθηση ολοκλήρωσης. Αντί δηλαδή της συνήθους δομής του μενουέτου ΑΒΑ, η δομή εδώ είναι ΑΒΑΒΑ. Στο εξωστρεφές και δεξιοτεχνικό φινάλε (σε φόρμα σονάτας) παρά τη λειτουργική πρωτοκαθεδρία των δύο κυρίως θεμάτων, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ένα γρήγορο πέρασμα δεκάτων έκτων (σαν ένα moto perpetuo θα έλεγε κανείς), που διέπει ουσιαστικά όλο το μέρος, εκτιθέμενο ως επί το πλείστον από τα πρώτα βιολιά, αλλά περνώντας αποσπασματικά και σε άλλες οικογένειες.

Στη σκιά της ιστορίας

O Μπετόβεν συνέθεσε την Τέταρτη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1806 κατά την παραμονή του στο παλάτι του κόμη Φραντς φον Όπερσντορφ, στον οποίο και την αφιέρωσε. Η χρονιά εκείνη ήταν άκρως γόνιμη για το συνθέτη, αφού ολοκλήρωσε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του, όπως το τέταρτο κοντσέρτο για πιάνο, τo κοντσέρτο για βιολί και τρία κουαρτέτα εγχόρδων αφιερωμένα στον κόμη Ραζουμόφσκυ. Η πρεμιέρα της Τέταρτης δόθηκε στις 7 Μαρτίου 1807 σε μία ιδιωτική συναυλία στο παλάτι του πρίγκιπα Φραντς Γιόζεφ φον Λόμπκοβιτς στη Βιέννη.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864 – 1949)

Σερενάτα για πνευστά σε μι ύφεση μείζονα, έργο 7

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΣ (γεν. 1953)

Χειμερινό ηλιοστάστιο, κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα εγχόρδων
The Darkest Hour (Η πιο σκοτεινή ώρα)
Simulacrum (Ομοίωμα)
Prophet of Light (Προφήτης του φωτός)

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Συμφωνία αρ. 4 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 60
Adagio – Allegro vivace
Adagio
Allegro vivace
Allegro ma non troppo

Κώστας Σίσκος, σολίστ

Μύρων Μιχαηλίδης, μουσική διεύθυνση


Μια μέρα πριν, στις 31 Μαΐου στις 19:00:

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΘΕΤΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗ – «Ο ήχος του Άλλου: Η μουσική του Χρήστου Χατζή»

Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης Μέγαρο Μουσικής Αθηνών