Ο Σπύρος Μουρίκης και η Ντιάνα Βρανούση θα βρεθούν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για μια συναυλία μουσικής δωματίου για κλαρινέτο και πιάνο με επίκεντρο τη γαλλική αισθαντικότητα, την Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014 στις 20.30.

Τις διαφανείς αποχρώσεις της γαλλικής αισθαντικότητας στο ευρωπαϊκό μουσικό τοπίο του 19ου και του 20ού αιώνα θα αναδείξουν ο κλαρινετίστας Σπύρος Μουρίκης και η πιανίστα Ντιάνα Βρανούση στη συναυλία τους, την Τρίτη 21 Ιανουαρίου (ώρα 20:30), στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Η κοινή εμφάνιση των δύο διακεκριμένων σολίστ, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Σειράς «Μουσική Δωματίου», περιλαμβάνει μικρά κομψοτεχνήματα των Σούμαν, Σωσσόν, Πουλένκ, Μομπού, Φρανσαί, Βέινερ, Στραβίνσκυ και Σαιν-Σανς. Προλογίζει ο πιανίστας Τίτος Γουβέλης.

Η περιήγηση του Σπύρου Μουρίκη και της Ντιάνας Βρανούση σε μουσικές μικρογραφίες με γαλλικές επιρροές θα αρχίσει με μια σύνθεση του Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856), ενός εκ των ακρογωνιαίων λίθων του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού: τις Τρεις ρομάντσες για κλαρινέτο και πιάνο, έργο 94 [3 Romanzen]. Ο Γερμανός βιρτουόζος του πιάνου, που υπέφερε από χρόνια ψυχική νόσο και εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές του για να αφοσιωθεί στη μουσική, αλλά είδε τα όνειρά του για καριέρα κοντσερτίστα να καταρρέουν μετά τον τραυματισμό του δεξιού χεριού του, συνέθεσε το έργο, τον Δεκέμβριο του 1849, αρχικά για όμποε και πιάνο, αποφεύγοντας ωστόσο τις δεξιοτεχνικές ακροβασίες στα σολιστικά μέρη. Παρόλ’ αυτά, οι συγκεκριμένες ρομάντσες, η λεπτεπίλεπτη μελωδικότητα των οποίων παραπέμπει στα γερμανικά Lieder, αποτελούν, σύμφωνα με τους μελετητές, ένα από τα σπουδαιότερα έργα μουσικής δωματίου της Ρομαντικής Εποχής. Πρωτοεκδόθηκαν το 1851. Συχνά το μέρος για όμποε ερμηνεύεται από κλαρινέτο, βιολί ή τσέλο.

Έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Σούμαν, γεννήθηκε στο Παρίσι ο Ερνέστ Σωσσόν (1855-1899). Ακολουθώντας την παράξενη μοίρα αρκετών ρομαντικών συνθετών, ο διάσημος Γάλλος μουσουργός, έφυγε κι αυτός νέος από τη ζωή –μόλις 44 ετών– αφήνοντας πίσω του περί τα 60 καταγεγραμμένα έργα. Προερχόμενος από εύπορη αστική οικογένεια, πραγματοποίησε το όνειρο του πατέρα του και σπούδασε νομικά. Μολονότι είχε διοριστεί δικηγόρος στο Εφετείο, αποφάσισε εντέλει να στραφεί στη μουσική, έπειτα από ανεπιτυχείς πειραματισμούς με τη συγγραφή και τη ζωγραφική. Μελέτησε σύνθεση με τον Ζυλ Μασνέ και τον Σεζάρ Φρανκ στο Ωδείο του Παρισιού. Ο Ερνέστ Σωσσόν ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Βάγκνερ. Είχε ταξιδέψει αρκετές φορές στο Μπαϋρόιτ για να παρακολουθήσει παραστάσεις των έργων του. Αν και περισσότερο γνωστός για τις λεπτοδουλεμένες mélodies του για φωνή και πιάνο, ο Σωσσόν ασχολήθηκε και με τη μουσική δωματίου. Το σύντομο Andante και allegro για κλαρινέτο και πιάνο (1881) ανήκει στη λεγόμενη πρώτη περίοδο του συνθέτη, κατά την οποία ο Σωσσόν είχε επηρεαστεί από την κομψή και φινετσάτη γραφή του δασκάλου του Ζυλ Μασνέ.

Επιφανής εκπρόσωπος της γαλλικής Νεωτερικότητας, ο Φρανσίς Πουλένκ (1899-1963) είχε την τύχη, σε νεανική ηλικία, να γνωρίσει λαμπρούς συνθέτες της εποχής του, όπως οι Σατί, Ντεμπυσσύ, Ραβέλ, Στραβίνσκυ και Καικλέν. Ο αντιακαδημαϊσμός, ο «αντιβαγκνερισμός» και η αποστασιοποίησή του από τους ιμπρεσιονιστές αλλά και τους νεορομαντικούς συνιστούν τα βασικά γνωρίσματα της ιδιάζουσας συνθετικής του προσωπικότητας. Υπήρξε προικισμένος πιανίστας και παραγωγικότατος δημιουργός. Ο Πουλένκ διατηρούσε επίσης στενές επαφές με τους λογοτεχνικούς κύκλους της τότε Γαλλικής Πρωτοπορίας. Διακρίθηκε κυρίως για τη φωνητική του μουσική (θρησκευτική και κοσμική) και ειδικότερα για το ανυπέρβλητο ταλέντο του να συνταιριάζει ιδεωδώς τον λόγο με τη μουσική. Στη συναυλία θα ακουστούν η τριμερής Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο, καθώς και οι Improvisations nos 1 (1932-34) & 15 (1959, προς τιμήν της Εντίθ Πιάφ) [Αυτοσχεδιασμοί αρ. 1 & 15].

Στην αλυσίδα των συνθετών με συνδετικό κρίκο τη γαλλική αισθαντικότητα έρχεται να προστεθεί ο Καταλανός Φεντερίκο Μομπού (1893-1987), που είχε μητέρα γαλλικής καταγωγής. Μελέτησε πιάνο στη γενέτειρά του, την Βαρκελώνη, και έγινε δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού επί διευθύνσεως του Γκαμπριέλ Φωρέ –τον οποίο θαύμαζε–, όπου σπούδασε πιάνο και σύνθεση. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στη γαλλική πρωτεύουσα. Το παρισινό κοινό αγκάλιασε την ντελικάτη και εσωστρεφή μουσική του, προπαντός τις πιανιστικές του συνθέσεις. Μάλιστα, κριτικοί υψηλού κύρους εκείνης της εποχής τον χαιρέτισαν ως τον «μόνο διάδοχο του Ντεμπυσσύ». Η Ντιάνα Βρανούση επέλεξε για το πρόγραμμά της στο Μέγαρο τρία σύντομα πιανιστικά έργα του: τα Πρελούδια αρ. 1 & 7 (1927-1960), καθώς και το Τραγούδι και χορός αρ. 7 [Canción y danza no. 7]. Η τελευταία σύνθεση προέρχεται από μια συλλογή 15 κομματιών που ο Ισπανός δημιουργός άρχισε να γράφει το 1918 και ολοκλήρωσε το 1972. Κάποια βασίζονται σε παραδοσιακούς καταλανικούς σκοπούς, ενώ κάποια άλλα σε πρωτότυπες ιδέες του συνθέτη.

Ο πολυγραφότατος Ζαν Φρανσαί (1912-1997) είναι μία από τις πλέον αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες του γαλλικού Νεοκλασικισμού. Καταγόταν από οικογένεια μουσικών, άρχισε να συνθέτει σε ηλικία μόλις έξι ετών και το νεανικό ύφος του επηρεάστηκε από τον Ραβέλ. Σπούδασε στο Ωδείο της πόλης Λε Μαν και στο Ωδείο του Παρισιού. Είχε τη μεγάλη τύχη να θητεύσει δίπλα στη θρυλική Νάντια Μπουλανζέ, η οποία τον θεωρούσε έναν από τους καλύτερους μαθητές της. Εκτός από ευφυής συνθέτης, ο Φρανσαί ήταν και βραβευμένος σολίστ του πιάνου. Πολλές φορές, ερμήνευε ο ίδιος τα έργα του. Το Θέμα με παραλλαγές για κλαρινέτο και πιάνο [Tema con variazioni], που θα ακουστεί στη συναυλία του Σπύρου Μουρίκη και της Ντιάνας Βρανούση, γράφτηκε στα 1974 κατόπιν παραγγελίας του Ωδείου του Παρισιού και είναι αφιερωμένο στον εγγονό του Ολιβιέ. Είναι ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του ρεπερτορίου για κλαρινέτο και πιάνο. Συχνά εκτελείται στην εκδοχή του για ορχήστρα εγχόρδων και κλαρινέτο.

Θα ακολουθήσει μια ακόμη μινιατούρα, ο Ουγγρικός χορός [Peregi verbunk], έργο 40 του Λεό Βέινερ (1885-1960), ενός από τους πιο σημαντικούς Ούγγρους συνθέτες και μουσικοπαιδαγωγούς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Το προσωπικό του ιδίωμα διαμορφώνεται από στοιχεία που παραπέμπουν στον γερμανικό Ρομαντισμό (Μπετόβεν, Μέντελσον και Βάγκνερ), αλλά και στην ουγγρική παραδοσιακή μουσική, ενώ οι ενορχηστρώσεις του οφείλουν πολλά στους Γάλλους μουσουργούς του ύστερου Ρομαντισμού, ιδίως στον Μπιζέ. Από την εργογραφία του ξεχωρίζουν τα τρίο και τα κουαρτέτα του για έγχορδα, τα ντιβερτιμέντι του για ορχήστρα και αρκετές πιανιστικές συνθέσεις του.

Tα «Τρία κομμάτια για σόλο κλαρινέτο» (1919) γράφτηκαν κατά τη ρωσική περίοδο του κοσμοπολίτη Ιγκόρ Στραβίνσκυ (1882-1971), η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις τότε πρωτοποριακές συνθέσεις του για τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, οι οποίες είχαν προκαλέσει αίσθηση –αν όχι σάλο–, όταν ακούστηκαν στις παραστάσεις του περίφημου χορευτικού συγκροτήματος στο Παρίσι. Αν και μαθητής του Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, ο Στραβίνσκυ δεν εγκλωβίστηκε στις διδαχές του δασκάλου του, αλλά ούτε και στα ακούσματα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ή του Τσαϊκόφσκι, οι οποίοι τον επηρέασαν κατά τη νεοκλασική του φάση. Δεν δίστασε μάλιστα να πειραματιστεί αργότερα και με τις σειραϊκές τεχνικές. Η ποικιλομορφία του ύφους του είναι εντυπωσιακή, ενώ οι νεοτερισμοί του ως προς τη ρυθμική δομή και την ενορχήστρωση της συμφωνικής μουσικής υπήρξαν επαναστατικοί για τον καιρό του, γι’ αυτό και θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους συνθέτες του 20ού αιώνα.

Ο επίλογος της βραδιάς ανήκει στον πολυμαθή και πολυπράγμονα Καμίγ Σαιν-Σανς (1835-1921), με την Εισαγωγή και rondo capriccioso σε λα ελάσσονα [Introduction et rondo capriccioso] αρ. 28 (1863), έργο που αρχικώς είχε γραφτεί για βιολί και ορχήστρα, αλλά θα ακουστεί στο Μέγαρο σε μεταγραφή για κλαρινέτο και πιάνο του Αυστριακού ενορχηστρωτή, μαέστρου και βιρτουόζου των πνευστών Άρμιν Ζούππαν. Ο πατριάρχης της γαλλικής Κλασικιστικής Σχολής Καμίγ Σαιν-Σανς, ως παιδί, υπήρξε ιδιοφυία: συνέθεσε το πρώτο του κομμάτι στα τέσσερα του χρόνια, οπότε άρχισε να διαβάζει και να γράφει, επτά ετών γνώριζε ήδη τη λατινική γλώσσα, στα δέκα του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Αίθουσα Πλεγέλ στο Παρίσι και έγραψε την πρώτη του συμφωνία στα δεκαέξι του! Συνθέτης, οργανίστας, πιανίστας και μαέστρος, ο Παριζιάνος Σαιν-Σανς είχε επίσης μελετήσει Γεωλογία, Αρχαιολογία, Βοτανολογία, Εντομολογία, Μαθηματικά, Αστρονομία, Φιλοσοφία και άλλες επιστήμες. Ήταν ακόμη ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μουσικοκριτικός και έχαιρε της εκτίμησης των Λιστ και Μπερλιόζ.

Γεννημένη στο Παρίσι, η Ντιάνα Βρανούση, αφού ολοκλήρωσε με άριστα και τιμητικές διακρίσεις τις σπουδές της στο πιάνο και τα ανώτερα θεωρητικά σε ηλικία 19 ετών στην Αθήνα, φοίτησε, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, στην École Normale de Musique, η οποία της απένειμε δίπλωμα σολίστ. Μελέτησε επί τρία χρόνια με τον Πιέρ Σανκάν και την Υβόν Λοριό, η οποία τη μύησε στη σύγχρονη εργογραφία, και συμμετείχε σε σεμινάρια του Γιάκοβ Ζακ και της Μπέλα Νταβίντοβιτς στη Μουσική Ακαδημία της Βαϊμάρης. Το ρεπερτόριό της είναι ευρύ (από την εποχή του Μπαρόκ έως σήμερα). Έχει συμπράξει επανειλημμένα με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών και έχει στο ενεργητικό της πολλές πρώτες ερμηνείες έργων για πιάνο σημαντικών Ελλήνων συνθετών. Ακόμη, έχει ερμηνεύσει σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση κοντσέρτα για πιάνο των Πουλένκ και Στραβίνσκυ, καθώς και έργα των Μιγιώ και Μεσσιάν. Η καταξιωμένη Ελληνίδα πιανίστα έχει δώσει πολυάριθμα ρεσιτάλ και συναυλίες μουσικής δωματίου στην Αθήνα και το εξωτερικό (Παρίσι, Ρώμη, Φλωρεντία, Λονδίνο, Μασσαλία κ.ά.) και έχει λάβει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ. Ως σολίστ έχει συνεργαστεί με τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ε.Ρ.Τ. και την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Επίσης, η Ντιάνα Βρανούση έχει λάβει μέρος σε ραδιοτηλεοπτικές παραγωγές εντός και εκτός Ελλάδος. Η δισκογραφία της περιλαμβάνει έργα Ελλήνων δημιουργών (Σκαλκώτας, Γ.Α. Παπαϊωάννου, Τραυλός κ.ά.) και ένα προσωπικό ρεσιτάλ με συνθέσεις για σόλο πιάνο. Εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός στο Γ΄ Πρόγραμμα της Ε.ΡΑ. επί διευθύνσεως Μάνου Χατζιδάκι. Επί σειρά ετών, δίδαξε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών.

Ορόσημο για την καλλιτεχνική σταδιοδρομία του κλαρινετίστα Σπύρου Μουρίκη υπήρξε η απονομή του πρώτου βραβείου στον διεθνή διαγωνισμό «Καρλ Νήλσεν», στην Δανία (1997). Η κατάκτηση αυτής της κορυφαίας διάκρισης τού εξασφάλισε το εισιτήριο για μια διεθνή καριέρα με εμφανίσεις σε μεγάλα συμφωνικά κέντρα όλου του κόσμου και συνεργασίες με φημισμένες ορχήστρες και αρχιμουσικούς. Το Παρίσι αποτέλεσε για τον Σπύρο Μουρίκη, όπως άλλωστε και για την Ντιάνα Βρανούση, κομβικό σταθμό στη μουσική διαδρομή του, αφού ο γνωστός σολίστ, μετά την αποφοίτησή του από το Ωδείο Αθηνών (τάξη Χαρ. Φαραντάτου), μελέτησε κλαρινέτο στο Ωδείο του Παρισιού με τον Μισέλ Αρρινιόν. Ο Σπύρος Μουρίκης είναι πρώτος κλαρινετίστας της Κ.Ο.Α., θέση που κατείχε στο παρελθόν στη Συμφωνική της Ε.Ρ.Τ., την Ορχήστρα των Χρωμάτων και την Ορχήστρα Δωματίου Μάλερ. Επιπλέον, είναι μέλος του Συνόλου Πνευστών  της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εργάζεται ως καθηγητής κλαρινέτου στο Ωδείο Αθηνών και διδάσκει σε σεμινάρια τελειοποίησης σε μουσικές ακαδημίες του εξωτερικού. Επίσης, καλείται συχνά να συμμετάσχει σε κριτικές επιτροπές διεθνών διαγωνισμών. Οι δισκογραφικές καταθέσεις του περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικά έργα του ρεπερτορίου για κλαρινέτο.