Πώς η λογοτεχνία σου αλλάζει τη ζωή – Δημήτρης Στεφανάκης: Κριτική βιβλίου

"Τα ευπώλητα αναγνώσματα του καιρού μας χαρακτηρίζονται συχνά από χοντροκοπιά και μετριότητα. Λησμονούμε, φαίνεται, πως οι καλοί συγγραφείς είναι σαν τους ευγενικούς επισκέπτες. Διακριτικοί, συνεσταλμένοι, αναποφάσιστοι, υπαινικτικοί, ψιθυρίζουν τις μεγάλες αλήθειες τους. Εμείς όμως προτιμούμε τα εκκωφαντικά αναγνώσματα με τις ιδεολογικές κορόνες. Αναζητούμε κείμενα που δεν μας αντιστέκονται, κείμενα που επιβεβαιώνουν έναν ανούσιο τρόπο ζωής".

“Τα ευπώλητα αναγνώσματα του καιρού μας χαρακτηρίζονται συχνά από χοντροκοπιά και μετριότητα. Λησμονούμε, φαίνεται, πως οι καλοί συγγραφείς είναι σαν τους ευγενικούς επισκέπτες. Διακριτικοί, συνεσταλμένοι, αναποφάσιστοι, υπαινικτικοί, ψιθυρίζουν τις μεγάλες αλήθειες τους. Εμείς όμως προτιμούμε τα εκκωφαντικά αναγνώσματα με τις ιδεολογικές κορόνες. Αναζητούμε κείμενα που δεν μας αντιστέκονται, κείμενα που επιβεβαιώνουν έναν ανούσιο τρόπο ζωής”.

Είναι μια μεγάλη αλήθεια που πληγώνει αλλά δυστυχώς η καλή λογοτεχνία δεν γράφεται με όρους κέρδους και με την τσέπη γεμάτη, το χρήμα δεν είναι ο αυτοσκοπός της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία που μπορεί να αλλάξει την ζωή μας, γιατί και βέβαια μπορεί υπό όρους, είναι ανεξάρτητη και ελεύθερη, διέπεται από διαχρονικό λόγο, αυθεντική ποιότητα και όχι κατασκευασμένη από διαφημιστικά τερτίπια, είναι ευάερη και ευήλια, ανασαίνει μέσω των ηρώων και ο αναγνώστης ακούει την ανάσα τους καθώς το οξυγόνο τους είναι φάρμακο θεραπευτικό για την πεινασμένη ψυχή του.

Ο Στεφανάκης περιγράφει την σύγχρονη αναγνωστική πραγματικότητα με αιχμηρό τρόπο και μας καλεί να κλείσουμε τα αυτιά μας στις Σειρήνες και τις φωνές που διαλαλούν το τραγούδι της ευκαιριακής και πρόσκαιρης λογοτεχνίας που σερβίρεται κατά κόρον και να εντρυφήσουμε σε λογοτέχνες που έγραψαν με την ψυχή τους, έμειναν μόνοι με τα φαντάσματά τους μακριά από παχυλά συμβόλαια και εντεταλμένες συνταγές επιτυχίας που εν τέλει δεν οδηγούν παρά μόνο σε προορισμούς δίχως κατεύθυνση. Και μην ξεχνάμε πως “ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να υπερηφανεύεται περισσότερο για τα βιβλία που έχει διαβάσει παρά για όσα έγραψε”.

Συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα, ο Ντίκενς ή ο Μπαλζάκ για να αναφέρω κάποια ηχηρά ονόματα της οικουμενικής παγκόσμιας λογοτεχνίας είχαν μέσα τους τον λογοτεχνικό δαίμονα έτοιμο και έγραψαν δίχως καν να σκεφτούν, η ιδιοφυία τους είχε ήδη φτάσει στην αυλή της ψυχής τους. Αν όμως για κάποιον που επιθυμεί να καλλιεργήσει την συγγραφική φλόγα που έχει διακρίνει να τον καίει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τότε το πρώτο πράγμα που οφείλει να κάνει είναι να διαβάσει ώστε μία μέρα να μπορεί να γράψει για όλα αυτά που εντός του είναι ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, μήπως και κατορθώσει να αφήσει και αυτός ένα λιθαράκι στο τεράστιο βιβλίο της ζωής. Και για τον αναγνώστη που θέλει να έρθει σε επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνίας και αυτή να τον ταξιδέψει σε χώρες και εποχές που ποτέ δεν θα ανταμώσει, δεν έχει παρά να ανατρέξει στα μεγάλα εκείνα μυθιστορήματα που έγραψαν ιστορία στις συνειδήσεις των ανθρώπων, προκάλεσαν αντιδράσεις και πέτυχαν ρήξη με τα ήθη της εποχής τους γιατί πολύ απλά ήταν μπροστά από την εποχή τους. Αυτό που καταφέρνει ο Στεφανάκης με πολύ απλό λόγο και χωρίς πομπώδεις εκφράσεις για να φανεί ότι γνωρίζει ενώ φαίνεται πως γνωρίζει, είναι να μας εμπνεύσει την δική του αγάπη για ήρωες όπως ο Ρασκόλνικοφ, ο Μαρσώ, η Έμμα Μποβαρύ, ο Ιβάν Ίλιτς και για συγγραφείς όπως ο Ναμπόκοφ, ο Λώρενς, ο Πίντσον, ο Σταντάλ. Αυτοί είναι τα ισχυρά του όπλα, οι ατομικές ανώδυνες βόμβες που χρησιμοποιεί για να αποδείξει πως η ιστορία, η πολιτική, η θρησκεία, η φιλοσοφία μιλάνε μέσω της λογοτεχνίας και αυτή αναδεικνύει όλα αυτά που οι επιστήμες πολλές φορές δεν μπορούν να αρθρώσουν ή να καταστήσουν κατανοητά. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: «Τα μεγάλα μυθιστορήματα δομούνται πάνω σε μια μικρή ή μεγάλη αλυσίδα γεγονότων. Ωστόσο οι δημιουργικοί συγγραφείς στοχάζονται συστηματικά πάνω στα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, προχωρώντας συχνά στη φιλοσοφική σκέψη πολύ περισσότερο από τους επαγγελματίες φιλοσόφους». Οι χαρακτήρες στους οποίους αναφέρεται προέβλεψαν το μέλλον γιατί οι συγγραφείς τους δεν έμειναν στην απλή καταγραφή γεγονότων, δεν στάθηκαν σε ανούσιες περιγραφές και σε άσκοπες φλυαρίες. Αρνήθηκαν την ευκολία της αφήγησης, αναμετρήθηκαν με την ίδια τους την ύπαρξη, έβαλαν σάρκα και οστά στους ήρωές τους πικραίνοντάς τους, καταστρέφοντάς τους εκούσια, ραντίζοντάς τους με τον φλογοβόλο έρωτα που όλα τα σαρώνει. Με λίγα λόγια, πήγαν ένα βήμα παραπέρα το μυθιστόρημα που γεννήθηκε από τον Όμηρο και τον Πλάτωνα πέρασε από τον Θερβάντες και τον Τσώσερ και γαλουχήθηκε τον 19ο και 20ο αιώνα. Αυτοί οι σεμνοί γίγαντες το ανήγαγαν σε τροφή για σκέψη και συλλογισμό για τις εξελίξεις της εποχή τους και προκάλεσαν πλείστα ερωτήματα στους ανθρώπους του τότε ενώ σε εμάς ρίζωσαν το γονίδιο της αμφιβολίας για το τι συνέβη τότε και για το πόσο επίκαιρο παραμένει το τότε για το σήμερα μιας και οι ανθρώπινες αδυναμίες ποτέ δεν έπαψαν όσο και αν οι εποχές άλλαξαν. Εξάλλου όπως λέει και ο Μπαλζάκ: «Μόνο τα κουστούμια αλλάζουν, όχι οι άνθρωποι και οι εποχές».

Ένα τέτοιο βιβλίο-δοκίμιο για την ανάγνωση και την συμβολή της στην σύγχρονη ζωή είναι απαραίτητο όσο ποτέ και διαδραματίζει έναν κομβικό ρόλο για αυτούς που επιθυμούν να βγουν από το σπήλαιο της ανοησίας που διαχέεται παντού και να πορευτούν σε δρόμους σίγουρους μακριά από αναγνωστικά ναρκοπέδια που κοστίζουν χρόνο και χρήμα. Και βέβαια ο Στεφανάκης, έχοντας στο δισάκι του τις επιτυχίες των μυθιστορημάτων του όπως οι «Μέρες Αλεξάνδρειας», το «Φιλμ νουάρ» και άλλα αλλά και έχοντας στο βιογραφικό του μεταφράσεις όπως του “Κλασσικού κόσμου” του Robin Lane Fox, έρχεται να επισφραγίσει το γεγονός πως για να γράψεις πρέπει πρώτα να έχεις διαβάσει. Και κάνοντας την αυτοκριτική του ή για να το θέσω καλύτερα δοκιμάζοντας να συνομιλήσει με τους πρώτους πατέρες της λογοτεχνίας που δεν είναι άλλοι από τον Όμηρο και τον Πλάτωνα επισημαίνει: «Όλοι εμείς οι μυθιστοριογράφοι που συνωστιζόμαστε στις πύλες της λογοτεχνικής αθανασίας δε θα έπρεπε να λησμονούμε ούτε στιγμή πως είμαστε παιδιά του Ομήρου και του Πλάτωνα». Και με το χρήσιμο εργαλείο της εμβάθυνσης του στην λογοτεχνία που αντέχει στον χρόνο γιατί έχει πολλά να διδάξει, μας προτρέπει ως προς το εξής: «Δε θα καταφέρουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο με την ποίηση και τα μυθιστορήματα, αξίζει όμως τον κόπο να δοκιμάσουμε την ευεργετική επίδρασή τους στην ζωή και στον χαρακτήρα μας». Και όπως είχα γράψει και σε προηγούμενη κριτική για τον ρόλο της τέχνης στην ζωή μας ως μέσο θεραπείας, θα επαναλάβω και πως η λογοτεχνία είναι όπως λένε και οι Γάλλοι “mode de vie” ή αλλιώς modus vivendi ή τρόπος ζωής. Όπως και να το ονομάσει κανείς, είναι η επικοινωνία μας με τους άριστους του παρελθόντος που μας άφησαν κληρονομιά τις ανησυχίες τους και τις σκέψεις τους και πρέπει να νιώθουμε τυχεροί για αυτό. Κατά συνέπεια, κάθε βήμα ανακάλυψης των μαγικών κόσμων αυτών των συγγραφέων είναι ένα ταξίδι και μπορεί να μας παράσχει γαλήνη και πνευματική ευεξία που ούτε είχαμε φανταστεί ποτέ. Γιατί όπως υπογραμμίζει και ο Στεφανάκης: «Η λογοτεχνία είναι στην ουσία το διαβατήριο για την κοινωνική μας ζωή, το ρούχο που φοράμε».

«Τα μεγάλα βιβλία θα μας εμπνέουν πάντα με την ασίγαστη γοητεία το διαχρονικού»

«Η καλή λογοτεχνία σε κάνει, αν μη τι άλλο, να αμφιβάλλεις για αυτό που είσαι»

«Στα μείζονα έργα της λογοτεχνίας αναγνωρίζει κυρίως κανείς τη σοφία της διαύγειας και της σαφήνειας»

Το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη, Πώς η λογοτεχνία σου αλλάζει τη ζωή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ