Πρόκειται για κείμενα σύντομα, συχνά λίγων σελίδων, τα οποία χαρακτηρίζονται από αφηγηματική πυκνότητα κυρίως αλλά και από χαμηλόφωνη, εσωτερική ένταση. Η αφήγηση αναδεικνύει τις λεπτές μετακινήσεις ενός βλέμματος, τις διαψεύσεις που συντελέστηκαν στη ζωή των ηρωίδων, τις λεπταίσθητες αποκλίσεις ανάμεσα στο όνειρο της ζωής και την πραγματικότητά της, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό, ανάμεσα στην ωριμότητα και το φως αλλά και ανάμεσα στην αλήθεια και τα σκοτάδια που μπορεί να την πνίγουν στη διάρκεια της ζωής. Και η Τασούλα Τσιλιμένη τα παρουσιάζει όλα αυτά μιλώντας για απώλειες, έρωτα, θάρρος και δειλία και δημιουγεί μια νοσταλγική ατμόσφαιρα στα κείμενά της, χωρίς να καταφεύγει σε δραματικές εξάρσεις ή ρητορικούς εντυπωσιασμούς, χωρίς να ανάγει τη νοσταλγία σε αφηγηματικό προσανατολισμό, χωρίς καμιά τάση μελοδραματισμού αλλά με μια ισχυρά χαμηλόφωνη ένταση. Ένταση, η οποία διατρέχει υπόγεια τις ιστορίες και κρατά τον αναγνώστη σε μια κατάσταση ήσυχης εγρήγορσης. Η αφήγηση δεν έχει εκρήξεις. Η ένταση υπάρχει υποδόρια, υποβόσκει, δεν επιβάλλεται, αλλά επιμένει, κάνοντας τις πιο απλές σκηνές να αποκτούν βάθος και τα πιο καθημερινά στιγμιότυπα να φορτίζονται με ένα αίσθημα σιωπηλής, επίμονης συγκίνησης.
Στα είκοσι εννέα κείμενα της συλλογής, αυτό που αναφαίνεται είναι μια λογοτεχνική ιχνηλάτηση της μνήμης, η οποία συντελείται σε ήπιο τόνο, χωρίς εύκολους εντυπωσιασμούς και με πλήρη συνείδηση πως η καλή λογοτεχνία δεν «φωνάζει», αναζητά ήσυχους δρόμους για να μεταφέρει το εννοιολογικό της βάρος στον αναγνώστη, για να ακουμπήσει αθόρυβα τον εσωτερικό του κόσμο.
Είναι μια λογοτεχνία που αφήνει τις σιωπές και τις ανάσες να χαράξουν τις υπόγειες διαδρομές της σκέψης και να συμπληρώσουν τους υπαινιγμούς, έτσι ώστε η εμπειρία της ανάγνωσης να γίνεται ένας επίμονος ψιθυρισμός που επιμένει όταν κλείσει κανείς το βιβλίο και τελειώσει η αναγνωστική διαδικασία.
Μικρές στιγμές της καθημερινότητας, απλές εικόνες, ένα μήνυμα, ένας θόρυβος, η αφωνία ενός απογεύματος, ένα λευκό μαντήλι, λίγη βροχή του Οκτώβρη, ένα σπίτι δίπλα στο κύμα, μετατρέπονται σε εφαλτήρια μνήμης και στοχασμού, σε κινητήριους μηχανισμούς που παραμένουν αθέατοι, αποκαλύπτουν, ωστόσο με την κίνησή τους τις παλιές ρωγμές του χρόνου, τα ανείπωτα συναισθήματα, τις μισοτελειωμένες αποφάσεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μέσα από αυτά τα φαινομενικά ασήμαντα ερεθίσματα, οι ηρωίδες καλούνται να ξαναδιαβάσουν τη ζωή τους, να αναμετρηθούν με τις επιλογές που έκαναν να αναγνωρίσουν τις παραλείψεις τους, να μετρήσουν τις απώλειές τους και εν τέλει να αφηγηθούν όσα έμειναν στη σκιά της ζωής τους. Οι φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες επιτρέπουν στο βλέμμα να στραφεί προς τα πίσω, να σταθεί σε πρόσωπα και επιλογές, σε ό,τι ίσως πέρασε κάποτε σχεδόν απαρατήρητο.
Η Τσιλιμένη εμπιστεύεται αυτά τα μικρά επεισόδια της καθημερινότητας και τα αφήνει να ανοίξουν αργά τον εσωτερικό χώρο των ηρώων της για να φανούν εκεί όλα όσα καθόρισαν τις σημερινούς ατραπούς της ζωής και τόσο καιρό δεν διακρίνονταν. Η φθορά και η αντοχή, οι μικρές ήττες και ανεπαίσθητες νίκες, η ανάγκη για ψυχική ηρεμία και προσωπικό επαναπροσδιορισμό ή απλώς η συνείδησή των λεπτομερειών αυτών στη ζωή τους.
Στα περισσότερα κείμενα, η αφήγηση περνά μέσα από γυναικείες φωνές. Γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και εμπειριών, που ζουν και κινούνται σε γνώριμους τόπους: σπίτια, οικογένειες, εργασιακοί χώροι, μικρές γειτονιές, διαδρομές μέσα στην πόλη ή δίπλα στη θάλασσα. Η μνήμη είναι αυτή που άλλοτε τις ωθεί να αποδεχτούν με ηρεμία τους συμβιβασμούς τους, άλλοτε ανοίγει ένα περιθώριο μικρής, αλλά ουσιαστικής μετακίνησης. Συχνά, όμως, τις βρίσκει απλώς να κοιτούν με καθαρότερο βλέμμα όσα έχουν ήδη περάσει. Κι αυτό που κάνει αυτά τα διηγήματα τόσο ουσιαστικά είναι ότι αφήνουν ένα παράθυρο ανοιχτό στο απρόσμενο, στην πιθανότητα της αλλαγής, χωρίς, όμως, να την διακηρύσσουν, χωρίς να την επιτάσσουν, απλώς την υπαινίσσονται και αφήνουν τον αναγνώστη να τη διακρίνει πίσω από τις λέξεις, τα συναισθήματα και τις σιωπές.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της συλλογής είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο χρόνος. Το παρελθόν δεν εμφανίζεται ως κάτι που τελείωσε αλλά ως κάτι που συνεχίζει να επηρεάζει ενεργά το παρόν. Η επιστροφή του συντελείται μέσα από μικρές εικόνες, λεπτομέρειες, φράσεις και χειρονομίες, όχι ως απλή αναπόληση, αλλά ως ζωντανό υλικό που ακόμη διαμορφώνει τις αποφάσεις. Και υπό αυτή την έννοια, η γραφή δεν μένει εγκλωβισμένη σε ό,τι έγινε, αλλά παρακολουθεί και το πώς ό,τι συνέβη θα συνεχίσει να μετασχηματίζεται μέσα τους. Ο χρόνος δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά ένα πεδίο στο οποίο παρόν, παρελθόν και, τελικά, μέλλον συνομιλούν. Και ακριβώς αυτή η αίσθηση διαρκούς συνομιλίας είναι που δίνει στα κείμενα μια ήρεμη, αλλά σταθερή εσωτερική ένταση.
Στο πλαίσιο αυτό, το Πάρκο της μνήμης διαβάζεται ως μια ενιαία πρόταση, παρότι τα κείμενα είναι μικρά και αυτόνομα. Η συνοχή δεν οφείλεται μόνο στη θεματική της μνήμης, αλλά και στη συνέπεια του ύφους: στην επιλογή ενός χαμηλού, στοχαστικού τρόπου γραφής, στη σταθερή προσήλωση στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων. Ο αναγνώστης δεν καλείται να παρακολουθήσει θεαματικές εξελίξεις· καλείται να παραμείνει για λίγο μέσα στις σιωπές των ηρωίδων, να γίνει μέρος τους, να αναγνωρίσει στις ιστορίες τους δικές του στιγμές, δικές του αναβολές ή μικρές πράξεις αποδοχής, δικές του αποφάσεις, ατολμίες, γενναιότητες.
Αν κανείς σταθεί στην υφολογία της συλλογής, αν δηλαδή παρατηρήσει προσεκτικά τις γλωσσικές και αφηγηματικές επιλογές της Τσιλιμένη, τον ρυθμό του κειμένου και τη μουσικότητά του θα διακρίνει μια συνειδητή προσήλωση στην εκφραστική δεινότητα που εκφέρεται με τη δύναμη της λιτότητας να αποσαφηνίζει τα συναισθήματα και τις εντάσεις τους. Οι προτάσεις είναι σαφείς, χωρίς περιττά στολίδια, το λεξιλόγιο δουλεμένο, ενώ ο ρυθμός και ο τόνος κάθε φράσης ακολουθεί τον εσωτερικό παλμό της μνήμης και όχι τις απαιτήσεις μιας θεαματικής πλοκής. Οι σιωπές, οι υπαινιγμοί, οι μικρές παύσεις συγκροτούν ένα ενιαίο, τελικά κείμενο που επιδιώκει να αφήσει χώρο στον αναγνώστη να συμμετάσχει, και κυρίως να νιώσει το συναίσθημα της αφήγησης.
Η Τασούλα Τσιλιμένη προτείνει μια λογοτεχνία που στηρίζεται στη λεπτομέρεια, στην εσωτερική κίνηση, στην ήρεμη αλλά επίμονη καταγραφή του τρόπου με τον οποίο η μνήμη μας διαμορφώνει. Και αυτή η αισθητική επιλογή το καθιστά ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί αργά, με προσοχή, για να απολαύσει ο αναγνώστης το ευδιάκριτο αποτύπωμα της καλής λογοτεχνίας.
Διαβάστε επίσης:
Τασούλα Τσιλιμένη – Το πάρκο της μνήμης: Βιβλίο με 29 κείμενα