Ο νέος Κύκλος Εκδηλώσεων που είναι αφιερωμένος στις Σονάτες του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν συνεχίζεται την

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου (ώρα: 20.30) στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος με το ρεσιτάλ του γνωστού πιανίστα και οργανίστα Τίτου Γουβέλη. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τις Σονάτες για πιάνο αρ. 25 σε σολ μείζονα («Ο κούκος), αρ. 2 σε λα μείζονα (έργο 2, αρ. 2) και αρ. 31 σε λα ύφεση μείζονα (έργο 110). Θα ακουστούν επίσης γνωστά λήντερ του λαμπρού Γερμανού μουσουργού σε ποίηση Γκαίτε, καθώς και η Σονάτα-Vocalise για φωνή και πιάνο (έργο 41, αρ. 1) του Ρώσου πιανίστα και συνθέτη Νικολάι Μέντνερ. Τα σολιστικά μέρη για φωνή θα ερμηνεύσει η νεαρή διακεκριμένη σοπράνο Μάιρα Μηλολιδάκη.

Οι σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν γράφτηκαν κατά την επονομαζόμενη «μέση ή ηρωική περίοδο» του συνθέτη, όταν η βαρηκοΐα του Γερμανού μουσουργού είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται σε κώφωση, και ο ίδιος προβληματιζόταν με τον εν γένει προσανατολισμό της συνθετικής του πορείας.

Λέγεται ότι είχε εκμυστηρευθεί στον φίλο του Καρλ Τσέρνυ, διάσημο μουσικοπαιδαγωγό, πιανίστα και συνθέτη εκείνης της εποχής, ότι «δεν ήταν ευχαριστημένος με όσα είχε κάνει μέχρι τότε και ότι σκόπευε να ακολουθήσει νέους δρόμους». Σύμφωνα με έγκριτους μουσικολόγους, χάρη σε αυτήν ακριβώς τη γενναία απόφασή του, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) κατόρθωσε να επιβληθεί –και μάλιστα εν ζωή– στο γερμανόφωνο αλλά και ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό περιβάλλον ως ένας από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς πρεσβευτές του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Κατά τη «μέση περίοδο», ο Μπετόβεν συνέθεσε πληθώρα έργων μεγάλων διαστάσεων σε ποικίλες φόρμες, μεταξύ των οποίων και οι 32 σονάτες του για πιάνο.

Άξιος κληρονόμος της παρακαταθήκης των Χάυντν και Μότσαρτ σε ό,τι αφορά στη συνθετική δομή της σονάτας, ο Μπετόβεν απελευθέρωσε τη φόρμα της δημιουργώντας άλλοτε διμερείς, άλλοτε τριμερείς και άλλοτε τετραμερείς σονάτες και ανέτρεψε την καθιερωμένη μέχρι τότε σειρά διαδοχής των μερών της δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση των δομικών στοιχείων της.  Από τις σονάτες αυτές ξεχωρίζουν η «Υπό το σεληνόφως», η «Παθητική», η «Waldstein», η “Hammerklavier” και η “Appassionata”.

Ο Τίτος Γουβέλης επέλεξε να αρχίσει το πρόγραμμά του με τη Σονάτα αρ. 25 σε σολ μείζονα (1809), op.79, η οποία φέρει το παρωνύμιο «Ο κούκος». Η προσωνυμία αυτή οφείλεται στο διακριτό επαναλαμβανόμενο σχήμα των κατιόντων διαστημάτων που χρησιμοποιεί ο συνθέτης σε διάφορα σημεία της παρτιτούρας και προπάντων στο τελευταίο μέρος της. Η συγκεκριμένη σονάτα αποτελείται από τρία μέρη και έχει περίπου δεκάλεπτη διάρκεια. Χαρακτηρίζεται από λεπτοδουλεμένα ρυθμικά σχήματα, γλυκύτητα, αυθορμητισμό και φυσικότητα, στοιχεία που παραπέμπουν στη βιενέζικη αισθητική των αρχών του 19ου αιώνα.

Στη συνέχεια, θα παρεμβληθούν μερικά από τα πλέον δημοφιλή λήντερ του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν που θα παρουσιάσει η υψίφωνος Μάιρα Μηλολιδάκη με τη συνοδεία του Τίτου Γουβέλη στο πιάνο. Βασίζονται όλα σε στίχους του Γκαίτε,. Πρώτα θα ακουστεί το τραγούδι της Mignon, ‘Kennst du das Land wo die Zitronen bluhn’ (Γνωρίζεις τη χώρα όπου ανθούν οι λεμονιές), έργο 75, αρ. 1. Η συνέχεια ανήκει στο Sehnsucht ‘Nur wer die Sehnsucht kennt’(Μόνον αυτός που γνωρίζει τη νοσταλγία)WoO 134 τραγούδι για φωνή και πιάνο σε ποίηση Γκαίτε.

Ο Μπετόβεν πρωτοδημοσίευσε τα μουσικά του κείμενα για τον ‘Sehnsucht’ (Πόθο) το 1808 και τα τύπωσε δυο χρόνια αργότερα, χάρη στη βοήθεια του Επιμελητηρίου Τεχνών και Βιομηχανίας της Βιέννης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο μέγας Γερμανός κλασικιστής μελοποίησε με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους το συγκεκριμένο ποίημα του Γκαίτε. Μάλιστα, σε χειρόγραφη παρτιτούρα του έχει αφήσει την εξής περίεργη σημείωση: «Δεν είχα αρκετό χρόνο να γράψω ένα καλό [τραγούδι], κι έτσι [σας παραδίδω] μερικές [συνθετικές μου] απόπειρες». Πάντως, τα θέματα της ερωτικής επιθυμίας, της λαχτάρας και της οδύνης επανέρχονται συχνά στο φωνητικό έργο του Μπετόβεν, καθώς και σε αυτό άλλων των Σούμπερτ και Σούμαν και αργότερα των Βολφ και Τσαϊκόφσκυ.

Το πρώτο μέρος του ρεσιτάλ θα κλείσει με την τετραμερή Σονάτα για πιάνο αρ.2 σε λα μείζονα, έργο 2 αρ.2 (1796). Είναι μια από τις νεανικές δημιουργίες του συνθέτη και φέρει αφιέρωση στον Γιόζεφ Χάυντν, του οποίου ο Μπετόβεν ήταν θαυμαστής. Στη σονάτα αυτή συνδυάζονται η ευρωστία και ο δυναμισμός του πρώτου μέρους, με τον αργό ρυθμό –που σπανίως χρησιμοποιούσε ο συνθέτης– του δεύτερου, αλλά και με το παιγνιώδες ύφος σαν μινουέτο του τρίτου και με το γοητευτικό λυρικό ροντό του τετάρτου.

Το δεύτερο μέρος της βραδιάς θα αρχίσει με τη διμερή Σονάτα-Βοκαλίζ για φωνή και πιάνο, έργο 41, αρ. 1 (1922), μια ιδιαίτερα ατμοσφαιρική σύνθεση του μάλλον παραγνωρισμένου Νικολάι Κάρλοβιτς Μέντνερ (1880-1951). Ο Ρώσος συνθέτης και πιανίστας  που ήταν σύγχρονος των Ραχμάνινοφ και Σκριάμπιν, διακρίθηκε κυρίως για τις πιανιστικές και όχι τόσο για τις φωνητικές του δημιουργίες, οι οποίες ωστόσο φθάνουν τον διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό των 108. Γενικώς, όμως, η συνθετική του παραγωγή υπήρξε περιορισμένη, ίσως επειδή ήταν αναγκασμένος να αλλάζει συχνά τόπο κατοικίας είτε για πολιτικούς είτε για επαγγελματικούς λόγους: από την Ρωσία βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αργότερα στον Καναδά, από εκεί και πάλι πίσω στην Ρωσία, ύστερα στην Γαλλία για να εγκατασταθεί οριστικά στην Βρετανία, όπου και πέθανε το 1951. Ο Μέντνερ, στο πρώτο μέρος της Σονάτας-βοκαλίζ που είναι γαλήνιο και ήρεμο, μελοποίησε το ποίημα του Γκαίτε Geweihter Platz [Το ιερό άλσος], ενώ στο δεύτερο, το οποίο είναι πιο ζωηρό και φέρει εμφανείς ιμπρεσιονιστικές επιρροές, προτίμησε να δημιουργήσει μια μελωδία χωρίς λόγια, την οποία η γυναικεία φωνή καλείται να ερμηνεύσει με απλότητα, ευαισθησία και αισθαντικότητα.

To ρεσιτάλ θα ολοκληρωθεί με την τριμερή  Σονάτα για πιάνο αρ. 31 σε λα ύφεση μείζονα, έργο 110 (1821) του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, η οποία συνιστά τον κεντρικό άξονα της τριάδας των op. 109-111 που συνετέθησαν μεταξύ 1820-1822 κατόπιν παραγγελίας του βερολινέζικου Μουσικού Οίκου Σλέζινγκερ έναντι του τιμήματος των 90 δουκάτων.  Η ανάθεση έγινε τον Μάιο του 1820 με προθεσμία τρίμηνης παράδοσης. Εν τούτοις, το χρονοδιάγραμμα δεν τηρήθηκε λόγω προσβολής του Μπετόβεν από ίκτερο. Η μοναδική σονάτα που παραδόθηκε το 1820 ήταν η υπ’ αριθμόν 109, ενώ οι υπόλοιπεςδύο πρέπει να εστάλησαν στον εκδότη Μορίς Σλέζινγκερ μεταξύ Δεκεμβρίου 1821 και Ιανουαρίου 1822.

Ο πιανίστας και οργανίστας Τίτος Γουβέλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών. Παράλληλα με τις πιανιστικές του σπουδές (1995-1998) μελέτησε εκκλησιαστικό όργανο με υποτροφία του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» υπό την καθοδήγηση του γνωστού Βρετανού οργανίστα Νίκολας Κύναστον. Αποδέκτης υποτροφιών από σημαντικούς ελληνικούς και βρετανικούς φορείς, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου και στην Σκωτική Βασιλική Ακαδημία αποσπώντας τιμητικές διακρίσεις για τις εξαίρετες επιδόσεις του.

Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια τελειοποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό με μεγάλους δασκάλους και σολίστ (Ρόμπερτς, Αλεξέεφ, Μερλέ, Τίριμος κ.ά.). Έχει βραβευθεί σε πολλούς διαγωνισμούς της αλλοδαπής και της ημεδαπής, καθώς και από την Ακαδημία Αθηνών. Το ρεπερτόριό του εκτείνεται από το μπαρόκ μέχρι και τον 21ο αιώνα. Σημαντική θέση σε αυτό κατέχει η ελληνική δημιουργία με αρκετές πρώτες εκτελέσεις έργων Τσαλαχούρη, Κανά, Παπάνα, κ.ά. Αξιοσημείωτη στιγμή της σταδιοδρομίας του ήταν η πρώτη πανελλήνια εκτέλεση τού έργου Vexations του Ερίκ Σατί (Απρίλιος 2010) στην Αθήνα, που διήρκεσε 15 περίπου ώρες χωρίς διακοπή και έλαβε διθυραμβικές κριτικές.

Ο Τίτος Γουβέλης έχει συμπράξει με τα γνωστότερα ελληνικά μουσικά σύνολα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου υπό τη διεύθυνση εκλεκτών Ελλήνων και ξένων αρχιμουσικών, συνεργαζόμενος με αξιόλογους Έλληνες και αλλοδαπούς καλλιτέχνες. Έχει δώσει ρεσιτάλ και συναυλίες στην Ελλάδα, την Βρετανία, την Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία, την Σερβία, την Τουρκία και την Κύπρο. Το 2003 ίδρυσε με τους Σουσάμογλου (βιολί) και Κιοσόγλου (κλαρινέτο) το Τρίο Sedna που κέρδισε, το 2004, το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό μουσικής δωματίου του Κιέρι (Ιταλία). Ο Τίτος Γουβέλης είναι καθηγητής πιάνου στο Ωδείο Αθηνών και έχει διατελέσει καθηγητής στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Αρθρογραφεί συχνά σε μουσικά περιοδικά, ενώ έχει ασχοληθεί και με τη διοργάνωση και καλλιτεχνική επιμέλεια πολιτιστικών εκδηλώσεων («Ένα Μουσείο από Μουσική»-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης). Aπό κοινού με την υψίφωνο Μάιρα Μηλολιδάκη συμμετέχουν στη διοργάνωση του Φεστιβάλ  «Μουσικοί Συν-ΤΟΝισμοί» στον Κεραμεικό.

Η υψίφωνος Μάιρα Μηλολιδάκη είναι και αυτή αριστούχος απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών, όπως ο Τίτος Γουβέλης. Με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, σπούδασε στο Μιλάνο και στo Στούντιο Όπερας της Ακαδημίας της Αγίας Καικιλίας στην Ρώμη δίπλα στη φημισμένη Ιταλίδα υψίφωνο και σκηνοθέτη Ρενάτα Σκόττο. Είναι επίσης απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα τραγουδιού με τον αείμνηστο βαθύφωνο Φραγκίσκο Βουτσίνο, μελοδραματικής με τους Κώστα Πασχάλη και Βασίλη Νικολαΐδη, ενώ συνεχίζει τη μελέτη ρεπερτορίου με τον Άρη Χριστοφέλλη. Έχει βραβευτεί στους διεθνείς διαγωνισμούς για νέες λυρικές φωνές Ενρίκο Καρούζο 2003 και Φραντσέσκο Μαρία Μαρτίνι 2003.

Η Μάιρα Μηλολιδάκη έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, την Όπερα Δωματίου Αθηνών, την Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας, τον Μουσικό Φλωρεντινό Μάιο, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, το πρόγραμμα για νέους σολίστ της  Όπερας Αιγαίου, το Δημοτικό Θέατρο Πάτρας και άλλους πολιτιστικούς φορείς. Έχει ερμηνεύσει αντιπροσωπευτικούς ρόλους της λυρικής εργογραφίας για σοπράνο κολορατούρα, όπως Βασίλισσα της Νύχτας («Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ), Λουτσία («Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Ντονιτσέττι), Ροζίνα («Ο κουρέας της Σεβίλλης» του Ροσσίνι), Βιολέττα («Τραβιάτα» του Βέρντι) και άλλους σε σκηνοθεσία των Ντουφεξή, Χάμπε, Σκόττο, Σκάρτον, κ.λπ. Έχει συμπράξει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την Καμεράτα, τις Συμφωνικές της Κύπρου και του Δήμου Αθηναίων, το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής, καθώς και με ορχηστρικά σχήματα του εξωτερικού. Έχει συνεργαστεί ακόμη με το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, το σύνολο χάλκινων πνευστών Melos Brass και τον οργανίστα Γιοχάννες Γκέφερτ. Έχει εμφανιστεί στο πορτογαλικό μπαρόκ φεστιβάλ Casa de Mateus, το Διεθνές Φεστιβάλ Αίγινας και το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ του Ρεθύμνου και έχει ατομικά δώσει ρεσιτάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, Θέατρο νταλ Βέρμε του Μιλάνου).
Η Μάιρα Μηλολιδάκη τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για το σύγχρονο ρεπερτόριο (Μπέριο, Μεσσιάν, Τάβενερ, κ.ά.) και καλείται συχνά να τραγουδήσει έργα Ελλήνων συνθετών, πολλές φορές μάλιστα σε πρώτη εκτέλεση.

Συμμετέχει η υψίφωνος Μάιρα Μηλολιδάκη