Σε εποχές κρίσιμες, με δυσκολίες σε κάθε επίπεδο και με μία γκρίζα ατμόσφαιρα να έχει καλύψει τις ψυχές των ανθρώπων, η λογοτεχνία έχει πάτημα, έχει λόγο και οφείλει να αφουγκραστεί τα δεινά της κοινωνίας και γιατί όχι να τα ανακουφίσει με ένα άγγιγμά της.

Γιατί η λογοτεχνία οφείλει να θρέφεται από τις ανησυχίες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται και να τους τροφοδοτεί με σκέψη για αυτά που τους απασχολούν στην καθημερινότητά τους. Έτσι και ο Οικονόμου με ακεραιότητα, ευαισθησία και ειλικρίνεια μπαίνει στα σπίτια και τις ζωές των ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας και καταπιάνεται με την πραγματικότητά τους, την άλλοτε ζοφερή και άλλοτε τρυφερή και στήνει έναν κόσμο χαρακτήρων τους οποίους οικειοποιούμαστε γιατί αυτοί οι άγνωστοι ήρωες είμαστε εμείς ή θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Οι άνθρωποι, άλλοι εκφραστικοί και εκδηλωτικοί και άλλοι εσωστρεφείς και μοναχικοί, σε περιόδους δυσμένειας ή απαξίωσης, όπως η σημερινή, περιθωριοποιούνται από τους υπόλοιπους ή αυτοεξορίζονται σε μία δική τους κρύπτη με στόχο να προφυλαχτούν από τα κακώς κείμενα που τους περιτριγυρίζουν. Οι παρόντες εγκλωβισμένοι μέσα στις ρωγμές μίας καθημερινότητας που βρέχεται από θλίψη και καταχνιά, αναδύουν τα καλύτερα ή τα κρυμμένα στοιχεία τους και εξωτερικεύουν τους προβληματισμούς τους, την καλοσύνη τους, το μεράκι τους και την ανθρωπιά τους θυμίζοντας πως κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί.

Ο Οικονόμου ντύνει τις φυσιογνωμίες του κ. Βασίλη, της κ. Μαίρης, του Καμάλ και του Άκη με τον μανδύα εκείνον που επιτρέπει στον αναγνώστη να τους γδύσει καθώς εξελίσσεται η ιστορία τους και έτσι να εξιχνιάσει τα ενδότερα της προσωπικότητάς τους όχι για να τους κρίνει αλλά για να νιώσει του καθενός το σαράκι, την αδυναμία, την ομορφιά. Ο κ. Βασίλης παλεύει να ανταποκριθεί στις καθημερινές του ανάγκες αλλά διατηρεί την ψυχραιμία του και την αισιοδοξία παρά τους χαλεπούς καιρούς που διανύει. Στο μαγαζί φωτοτυπιών που διατηρεί, φιλοσοφεί, αναρωτιέται για το μέλλον και αναπτύσσει διάλογο με την Θάλεια, το μηχάνημα με το οποίο έχει ανοίξει διάλογο για όλα αυτά που του συμβαίνουν, σαν να θέλει να ακουμπήσει εκεί όλους τους καημούς του. Η ευχάριστη αύρα του όμως παραμένει αλώβητη, συνδράμει με ό,τι πόρους διαθέτει τους ανθρώπους γύρω του που περνάνε δύσκολες στιγμές και ανιδιοτελώς τους παρέχει οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη δίχως να περιμένει αντάλλαγμα. Μέσα στην βροχή είναι ο ήλιος, μέσα στα σκοτεινά δρομάκια της πόλης ξελασπώνει αυτούς που βυθίζονται στην απελπισία. Τελικά ο ίδιος πόσο μόνος αισθάνεται και πόσο ο ίδιος έχει ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας; Σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει απάντηση, υπάρχει όμως η συντροφιά που κάθε φορά βρίσκει στον σκύλο, τον Κάλο, που τον επισκέπτεται σαν επιθεωρητής τις πρωινές ώρες για να του δηλώσει πως είναι απαραίτητος στον κόσμο. Ο κ. Βασίλης είναι μία περσόνα βγαλμένη από το τώρα, το χθες, το αύριο, ένας μικρός ήρωας, ένας άνθρωπος του μόχθου που δεν διστάζει να αντισταθεί στην μιζέρια που έχει επιβληθεί από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση, δεν εγκαταλείπει, στέκεται ισχυρός. Δεν παρατάει τα όπλα και μάχεται με υπομονή, επιμονή και θάρρος, αγέρωχος και αλληλέγγυος απέναντι και στον Καμάλ, τον γιο του μετανάστη γείτονά του, στον οποίο παραδίδει τις ελεύθερες ώρες του μαθήματα ιστορίας. Σε αυτό το μεταίχμιο της ζωής του θα εισέλθει, απροσδόκητα αλλά όχι παράνομα, η Μαίρη, μία κυρία μέσης ηλικίας, η οποία πάσχει από μία μορφή απογοήτευσης για τη ζωή στα όρια της κατάθλιψης.

Ο Οικονόμου μετατρέπεται σε περιηγητή, σε ανταποκριτή και σε ψυχαναλυτή των ανθρώπων του, μπαίνει στο σώμα τους, τους κατανοεί, τους αφήνει όμως το περιθώριο να σφάλλουν, να στενοχωρηθούν για να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Έτσι και αλλιώς και εκείνος είναι μέλος μίας κοινωνίας που δείχνει να αιμορραγεί από την ανέχεια και την ανασφάλεια, δεν μπορεί να μείνει ανέγγιχτος από τις εικόνες που καταγράφει στο χαρτί του και επιτελεί μία μορφή θεραπείας απέναντι στον ίδιο και τους υπόλοιπους. Για αυτό και στην κ. Μαίρη, που είναι μια γυναίκα κλεισμένη στον εαυτό της και στα ψυχολογικά της αδιέξοδα, ο Οικονόμου θα δώσει μία ελπίδα φωτός στο κουρασμένο της εγώ. Θα συνθέσει με τέτοιο τρόπο τον ρου της αφήγησής του που ο κ. Βασίλης θα βρεθεί για μία ακόμα φορά να βρίσκεται αρωγός να σώζει την κ. Μαίρη από το φάντασμα της αυτοκτονίας εξηγώντας της πως και ο ίδιος γνωρίζει καλά την έννοια της απώλειας, τον χαμό που έρχεται σαν λαθρεπιβάτης για να κλέψει την ομορφιά της ζωής. «Μόνο τα σώματα που πέφτουν στο κενό μπορούν και διαλέγουν το θάνατο, τον αντικαθιστούν με άλλο, δικής του επιλογής, πεθαίνουν ελεύθερα στην τελευταία τους πνοή, με την ψευδαίσθηση ότι μόνο εκείνα καθορίζουν τη μοίρα τους, μόνο αυτή η αυτοκτονία υπάρχει, αυτή που κλέβει στην ουρά στο ταμείο του Θανάτου, αυτή που συντομεύει τον πόνο, που απαλύνει τις πληγές» θα της πει ο κ. Βασίλης. Οι ρωγμές στις ζωές του Καμάλ και της κ. Μαίρης θα βρουν την γιατρειά τους στο πρόσωπο του κ. Βασίλη και ο ίδιος από εγκλωβισμένος, μετά την φυγή του βοηθού του, του Άκη, θα βρεθεί και πάλι να ατενίζει το μέλλον του με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Απεγκλωβισμός από την φυλακή του χρόνου και από τα δεσμά ενός παρόντος ζοφερού. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα που καταφέρνει με την γραφή του ο Οικονόμου. Τα νοήματα του είναι ουσιώδη, αυθεντικά, όσο φιλοσοφικά χρειάζεται, ώριμα λογοτεχνικά και έτσι μπορεί να μεταδώσει στον αναγνώστη μία νότα αισιοδοξίας πως όλα δεν είναι μαύρα, πως καθαρίζονται οι κηλίδες που έχουν λερώσει το σεντόνι της ζωής. Αρκεί οι άνθρωποι να πιάσουν ξανά το κουβάρι της αγάπης από εκεί που το έχασαν. Μήπως άλλωστε η αγάπη, την οποία πραγματεύτηκαν τόσοι και τόσοι λογοτέχνες, δεν είναι και το ζητούμενο για μια ζωή αρμονική και νηφάλια και η αναζήτησή της μία αέναη περιπέτεια στο άπειρο;

«Η ομορφιά είναι για να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, αλλιώς μαραίνεται και νεκρώνει»

«Έτσι είναι η φτώχεια, πάει και έρχεται, χτυπάει στον απέναντι τοίχο και ξαναγυρνάει, επιστρέφει στο ίδιο σημείο, και ξανά απ’ την αρχή, διπλασιάζεται και εξαπλώνεται μέχρι να σβήσει ή μέχρι κάποιος να την εμποδίσει ή κάποιος άλλος να την ξαναγεννήσει, λούζεσαι τη φτώχεια, την ξερνάς και την τρως»

Το βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου, Οι εγκλωβισμένοι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.