Ο Rous, ο δημιουργός του δημοφιλούς τραγουδιού «Εξαιρέσεις» κι ένα  απ’ τα καινούρια αστέρια της εγχώριας εναλλακτικής σκηνής, «αφηγείται»

στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τις προσωπικές, ροκ ιστορίες του. Γλυκόπικρες μελωδίες εμπνευσμένες από τη καθημερινότητα και διαποτισμένες με τον ειλικρινή και τον αυθόρμητο λόγο ενός σκεπτόμενου, νέου ανθρώπου.

Ο Rous (κατά κόσμον Γιώργος Γεωργιάδης), η πρώτη «ανακάλυψη» του μουσικού portal Jumping Fish της Cosmote, εμφανίζεται ζωντανά στην Αίθουσα Banquet του Μεγάρου Μουσικής, την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου, στις 9 το βράδυ για να «αφηγηθεί» τις γνήσιες, ροκ ιστορίες του.

Να ερμηνεύσει τραγούδια γραμμένα και βασισμένα στην ακουστική κιθάρα, που εμπνέονται από την καθημερινότητα και αντικατοπτρίζουν προβληματισμούς για τη σύγχρονη κοινωνία, την προσωπική διαδρομή του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν αλλά και βασανιστικούς έρωτες, μέσα από γλυκόπικρες μελωδίες και ευφυείς, αιχμηρούς στίχους.

Κομμάτια που ενσωματώνουν τις επιρροές του από το πάνθεον της rock (από Bob Dylan και Beatles μέχρι Radiohead και Beck) και της folk μουσικής (τον Elliott Smith, τον Tim Buckley και τον Woody Guthrie) και συνοψίζονται στην παραγωγή ενός προσωπικού είδους rock, ακατέργαστου, απέριττου και διαποτισμένου με την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό ενός σκεπτόμενου, νέου ανθρώπου.

Ο δημιουργός του «Εξαιρέσεις», τραγούδι που ξαφνικά κι απρόσμενα κατέκτησε καρδιές (ραγισμένες ή αισιόδοξες) και charts τη χρονιά που πέρασε, θα παρουσιάσει το μεγαλύτερο μέρος του ντεμπούτο άλμπουμ του – με τίτλο το όνομά του – με ανανεωμένη ενορχηστρωτική προσέγγιση καθώς και επιλεγμένες διασκευές, παίζοντας κιθάρα κι έχοντας στο πλευρό του, τους εξαίρετους: Ολγα Γαλανάκη (πλήκτρα), Μάκη Κωνστάντη (ντραμς) και Νίκο Χανιώτη (μπάσο).

Η συναυλία ανήκει στον Κύκλο Η νέα γενιά στο προσκήνιο της Σειράς Γέφυρες που διευθύνει ο συνθέτης Δημήτρης Μαραγκόπουλος.

Ακολουθώντας το παιδικό του όνειρο, που ήταν να τζαμάρει με μία μπάντα, o Rous συνέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου δίσκου του στην Ιταλία, όπου σπούδαζε. Επιστρέφοντας από τη γειτονική χώρα κι έχοντας πειραματιστεί μ’ ένα ερασιτεχνικό συγκρότημα στα μετεφηβικά του χρόνια, άρχισε να δίνει το παρών στα social networks.

Έτσι λοιπόν, διαμέσου του Internet, «αλιεύτηκε» από το Jumping Fish της Cosmote, το οποίο ανέδειξε ως πρώτο του Τραγούδι του Μήνα το «Εξαιρέσεις». Ο στίχος «το ξέρεις μ’ αρέσεις» έγινε το catchphrase της χρονιάς. Και ο Rous, ένας ποιητής της σύγχρονης καθημερινότητας που ανακαλύπτει το όμορφο σε φαινομενικά πεζές καταστάσεις.

Ο δίσκος συγκεντρώνει όλες τις σκέψεις, τις επιρροές και τις εμπνεύσεις του από τον καιρό που ήταν φοιτητής στην Ιταλία μέχρι και την επιστροφή του στη βάση του, την Αθήνα, και διαπνέεται από μια ευφορική διάθεση που δεν είναι φτιαχτή και τετριμμένη.

Ως στιχουργός, ο Rous μένει πιστός στην απλότητα και την αμεσότητα που έκαναν τραγούδια σαν το «Εξαιρέσεις» δημοφιλή στο ευρύ κοινό, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της ωμότητας και της ευκολίας. Ο ήχος του δίσκου περιγράφεται από τον Rous ως κατεξοχήν ακουστικός, με κάποιες «ηλεκτρονικές» προσθήκες, αλλά με βάση την ακουστική και όχι την ηλεκτρική κιθάρα. «Είναι πολύ σημαντικό για μένα να ακούγονται τα τραγούδια όπως είναι στην αρχική τους μορφή, ωμά και απείραχτα» λέει ο ίδιος.

Οι rock συνθέσεις του συνδυάζονται με το χαρακτήρα του μέσα από ένα στιχουργικό θράσος και αυθορμητισμό που δεν είναι επίπλαστος. Πίσω από το χαρούμενο ρυθμό του «Εξαιρέσεις», ο Rous τραγουδάει για τους πιο βασανιστικούς έρωτες, τους ανεκπλήρωτους, και το πώς τους εγκαταλείπουμε γιατί καμιά φορά πιστεύουμε ότι δεν προλαβαίνουμε να τους ζήσουμε. Αυτή η γλυκόπικρη φιλοσοφία θυμίζει την περίφημη ατάκα του John Lennon ότι η ζωή είναι αυτό που σου συμβαίνει όταν είσαι απασχολημένος με άλλα σχέδια…

Η ακαταμάχητη χαρμολύπη αυτού του κομματιού συνδυάζεται με τον δραματικό πανηγυρισμό του «Λένε», την τρυφερή αλλά μπλοκαρισμένη οικειότητα του «Κόκκινο Φως», το εξωστρεφές groove του «Μαριονέτες» ή το αναγεννησιακό νανούρισμα του «Τα Φώτα Της Γης», όπως τιτλοφορούνται μερικά από τα κεφάλαια του «λευκώματος» που έφτιαξε με την πολύτιμη βοήθεια του Simon Bloom στη συμπαραγωγή του δίσκου.

Οι 14 στο σύνολό τους ροκ ιστορίες του Rous μαρτυρούν τη γέννηση της φωνής της συλλογικής συνείδησης μιας γενιάς που μοιάζει να βρίσκεται συνεχώς στα πρόθυρα μιας βουτιάς στο κενό. Όπως επίσης κι έναν οξυδερκή παρατηρητή, έναν αφηγητή που δεν εθελοτυφλεί στα δικά του ελαττώματα, μια one man band και ένα ρομαντικό που παρότι νιώθει να πνίγεται από το δηλητήριο της καθημερινότητας, συνεχίζει να βλέπει τη Γη σαν «ένα μπαλόνι που τη σέρνει ένα παιδί». Έναν δημιουργό που προσεγγίζει τους ήρωες των τραγουδιών του όπως ένας συγγραφέας που πλάθει ολοκληρωμένους χαρακτήρες ιστοριών που καταλήγουν στην κάθαρση.

H σχέση του Rous με τη μουσική θυμίζει καλοκαιρινό ρομάντζο που εξελίχθηκε σε μεγάλο έρωτα: ξεκίνησε μαθήματα αρμονίου στο ωδείο της γειτονιάς του για να τα εγκαταλείψει σύντομα αφού η προσοχή του διασπάστηκε από πιο τυπικά αγορίστικα ενδιαφέροντα. Στα μετεφηβικά του σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα, τους Λάθος Πόρτα. Αυτό ήταν και το πρώτο του αληθινό μουσικό σχολείο.

Ο νέος Έλληνας τραγουδοποιός «γεννήθηκε» μουσικά αλλά και ουσιαστικά στην Ιταλία όπου πήγε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να σπουδάσει τηλεοπτική παραγωγή και κινηματογράφο. Όταν μια καθηγήτριά του διάβαζε τη λίστα με τα ονόματα των φοιτητών στην τάξη του και έφτασε στο δικό του, μπέρδεψε το συντομευμένο πατρικό του όνομα (Ρουσσέτος) με το επώνυμό του και τον αποκάλεσε «Rous».

Τα πειράγματα των φίλων του τον έπεισαν να το διατηρήσει ως ψευδώνυμο και με τη νέα του αυτή ταυτότητα ξεκίνησε να παίζει live σε μπαράκια της Ρώμης. Το δεύτερο χρόνο της παραμονής του στη γειτονική χώρα, άρχισε να εμπνέεται και να γράφει μουσική συστηματικά, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει τις ραχοκοκαλιές των περισσότερων κομματιών του. Η επιλογή της γλώσσας δεν αποτέλεσε δίλημμα, αφού ο Rous θεωρεί τον ελληνικό στίχο πιο λυρικό και αισθάνεται πιο άνετα γράφοντας στη γλώσσα με την οποία σκέφτεται, επικοινωνεί και ζει καθημερινά, παρόλο που μεγάλωσε ακούγοντας ξένη μουσική.

Ο Rous άρχισε να δίνει το παρών στα social networks μόλις επέστρεψε από την Ιταλία και συνειδητοποίησε αμέσως πόσο πολύτιμο εργαλείο ήταν το Internet για τους νέους μουσικούς. Για εκείνον ήταν μια «αποστολή αναγνώρισης», μια εξερεύνηση ενός ταχύτατα εξελισσόμενου χώρου ευκαιριών και δικτύωσης που προσπερνούσε το λαβύρινθο των δισκογραφικών και μοίραζε τη μουσική κατευθείαν στους αποδέκτες της, δηλαδή το κοινό. Τότε ανακάλυψε επίσης και την παλλόμενη εγχώρια indie σκηνή, από την οποία ξεχώρισε τους Vodka Juniors, τον Larry Gus, τους Wild Honey και τους Mary & The Boy.

Χάρη στην τεράστια και ανέλπιστη επιτυχία του τραγουδιού «Εξαιρέσεις» που ήταν το πρώτο τραγούδι που αναδείχθηκε από το Jumping Fish, το κοινό ήρθε σε επαφή με ένα ξεχωριστό είδος τραγουδοποιού που σπανίζει στις μέρες μας. Το κομμάτι περιέχεται στην πρώτη ολοκληρωμένη του δισκογραφική δουλειά που κυκλοφόρησε πέρσι από την Archangel Music, με τίτλο το όνομά του.