Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης σε μία άρτια μετάφραση και σε ένα ακόμα πιο άρτιο επίμετρο μας πληροφορεί για τον συγγραφέα πως “στόχος του ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, να καταγράψει, μυθιστορηματικά πάντα, την εποχή του, τον καιρό του, τον κόσμο του όπως αυτός τον έβλεπε”. Το μυθιστόρημα γράφεται μέχρι και τα τέλη του 1914, σε μία εποχή πολιτικά και κοινωνικά άστατη και ασαφή ενώ παράλληλα ξεσπάει ο αιματηρός Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, τον οποίο εμμέσως πλην σαφώς ο συγγραφέας στηλιτεύει για τις ολέθριες αλλαγές που επέφερε όχι μόνο στον κόσμο αλλά και στον ίδιο και για τις οποίες πολύ εθελοτυφλούσαν.

Ο κόσμος της ευδαιμονίας που εδραιώθηκε με την belle époque δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος. Η χαρά της ζωής, πλασματική και εύθραυστη, αυτή που όλοι φαντάστηκαν πως θα διαρκούσε για πάντα κατακρημνίστηκε και εξατμίστηκε για πάντα. Ο Ford, βρισκόμενος προσωπικά σε κατάθλιψη και σε σύγχυση λόγω προσωπικών παλινωδιών, θα βρεθεί να καθρεφτίζεται στο αφηγηματικό πυρετό του πρωταγωνιστή του Τζον Ντάουελ με ένα αίσθημα μελαγχολίας και αδυναμίας συνειδητοποίησης των όσων συμβαίνουν.

Στην πραγματικότητα δεν είναι απλά μια ιστορία πάθους όπως αναγράφεται κάτω από τον τίτλο, είναι η κορύφωση ενός είδους προσωπικού Θείου δράματος καθώς ο αφηγητής χαμένος ή παρασυρμένος από την λαίλαπα των γεγονότων που βιώνει από πρώτο χέρι και πνιγμένος στις συμβάσεις, δεν διαβλέπει την δική του βαθμιαία απώλεια που τον οδηγεί σε ένα μοιραίο κενό να αφουγκραστεί την πραγματική αλήθεια. Θα ζήσει θανάτους, δράματα, έρωτες και χωρισμούς, συγκρούσεις και αδιέξοδα, ψυχολογικές εντάσεις και εχθρικές σχέσεις, ένα συνεχές πολεμικό μέτωπο συναισθημάτων που μοιάζουν να υποβόσκουν και να καλλιεργούνται. Όλα μοιάζουν να πορεύονται σε μία πλασματική καλοζωία εν μέσω όμως ενός ταραγμένου λαβυρίνθου και ενός κυκεώνα πραγμάτων. Θα μας πει ο αφηγητής: “Έχω, και το ξέρω αφηγηθεί την ιστορία αυτή μ’ έναν τρόπο ακανόνιστο, δίχως συνοχή, και θα ναι δύσκολο πολύ για τον καθένα να βρει τον δρόμο του μέσ’ απ’ αυτό που ίσως μοιάζει με λαβύρινθο. Αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτα πια, δε μπορώ να βοηθήσω. […] Κι όταν κανείς αφηγείται μια τέτοια ιστορία – παρατεταμένη, λυπηρή, θλιβερή -, πηδάει ακανόνιστα απ’ το παρελθόν στο μέλλον κι απ’ το μέλλον στο παρελθόν”.

Πέρα από την ίδια την ιστορία, το βιβλίο είναι ορόσημο γιατί εδώ ο συγγραφέας εφαρμόζει μια νέα τεχνική, την ιμπρεσσιονιστική μέθοδο. Ο συγγραφέας τολμά την μεγέθυνση των λεπτομερειών όπως άλλωστε και οι ιμπρεσσιονιστές ζωγράφοι ενώ επικεντρώνεται στις ίσως όχι τόσο σημαντικές λεπτομέρειες, οι οποίες όμως οδηγούν στην ουσία των πραγμάτων και φωτίζουν την καρδιά όσων ο συγγραφέας θέλει ο αναγνώστης του να γνωρίσει. Ο Ford, συνεργαζόμενος και καθοδηγούμενος από τους κορυφαίους Χένρι Τζέιμς και Τζόζεφ Κόνραντ, θα γράψει ίσως το “καλύτερο γαλλικό μυθιστόρημα της αγγλικής γλώσσας” όπως θα πει ο John Rodker ενώ πολλοί το συγκρίνουν λογοτεχνικά με την Εξαδέλφη Μπέτυ του Μπαλζάκ και την Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ. Η σπουδαιότητα του Ford θα αναδειχθεί από πολλούς αναλυτές και κυρίως από δύο εκ των κορυφαίων συγγραφέων της δικής μας εποχής, τον Τζούλιαν Μπαρνς και τον Κόλμ Τομπίν. Ο Ford βρίσκεται στο μεταίχμιο του τέλους μιας ολόκληρης εποχής και στην απαρχή μιας νέας όμως πιο σκληρής και τραγικής έτσι που όπως λέει ο ίδιος “τα κούτσουρα που έκαιγαν στο τζάκι δεν ήταν παρά κούτσουρα που έκαιγαν, κι όχι εκείνα τα καθησυχαστικά σύμβολα ενός αδιατάρακτου κι ανώλεθρου τρόπου ζωής”.


Το βιβλίο του Ford Madox Ford, Ο καλός στρατιώτης – Μια Ιστορία Πάθους, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.