Από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεί το βιβλίο, Νυχτερινά του Ε.Τ.Α. Χόφμαν σε μετάφραση των Γιάννη Καλιφατίδης & Ηλιάνας Αγγελή.



Στις οκτώ νουβέλες που πρωτοκυκλοφόρησαν σε δύο τόμους τη διετία 1816-17 υπό τον τίτλο “Νυχτερινά”, ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, ανώτερος δικαστικός του Πρωσικού κράτους, μουσουργός, συγγραφέας και καρικατουρίστας, μας ανοίγει τις πύλες σ’ έναν κόσμο όπου βασιλεύουν τα ανεξήγητα προαισθήματα, τα όνειρα, τα σκιρτήματα της ψυχής, οι εκλεκτικές συγγένειες και οι μυστηριώδεις παρουσίες, ξεδιπλώνοντας με μαεστρία και γλαφυρότητα το σκοτεινό και απόκοσμο βασίλειο της νύχτας, με τους αλαφροΐσκιωτους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του να παραδίδονται στην εξουσία των δυνάμεων του σκότους, θύματα τόσο των εμμονών που τους επιβάλλει ο κοινωνικός περίγυρος όσο και της άρνησής τους να ευθυγραμμιστούν μαζί του. Ανατρέποντας τις παραδοσιακές αφηγηματικές φόρμες, ο Χόφμαν διεισδύει βαθιά στον διαταραγμένο ψυχικό κόσμο των εύθραυστων ηρώων του και αναζητά τα αίτια για την αλλοιωμένη και παραμορφωμένη πραγματικότητα πέρα από τη σφαίρα του υλικού κόσμου, σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι σκοτεινοί μεσαιωνικοί θρύλοι, οι οπτασίες, τα φαντάσματα και η φρίκη.
Μιλώντας για το δαιμονικό στην ανθρώπινη φύση αλλά και προτάσσοντας τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τα όνειρα απέναντι στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, ο Χόφμαν άνοιξε τον δρόμο για την επανάσταση που συντελέστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε με τα έργα του Πόε και, αργότερα, του Κάφκα, όπου η φαντασία παύει πλέον να αποτελεί απλώς και μόνο τρόπο απόδρασης από την πραγματικότητα και αναδεικνύεται σε συνώνυμο της δημιουργικότητας του εσωτερικού κόσμου.

Συγχρόνως, ακροβατώντας ανάμεσα στα όρια του Ρομαντισμού, του φανταστικού αφηγήματος και του Ρεαλισμού, καταθέτει όμως και τις απόψεις του για τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες και την αισθητική, αφήνοντας τον αναγνώστη έκπληκτο μπροστά στην πολυμάθεια και στην πολυσχιδή του προσωπικότητα, μη χάνοντας μάλιστα ευκαιρία να σατιρίσει πρόσωπα και πράγματα της εποχής του και να εκφράσει με καυστικό χιούμορ τη δυσφορία του για τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία της υψηλής κοινωνίας.


Ο Ernst Theodor Amadeus Hoffmann (1776-1822), εμβληματική μορφή του ρομαντισμού στη γερμανική λογοτεχνία έζησε στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Κένιγκσμπεργκ της Πρωσίας από γονείς νομικούς. Από μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις τέχνες, ιδιαίτερα τη μουσική και τη ζωγραφική, και διακρίθηκε για τις διανοητικές του ικανότητες. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε σε διάφορες θέσεις στο πρωσικό δημόσιο. Εγκατέλειψε τη νομική για να εργαστεί ως μουσικός (έγραψε την όπερα “Undine” το 1814), μουσικοκριτικός και διευθυντής ορχήστρας. Στα τριάντα του όμως συνειδητοποίησε ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο ύψος των μουσικών που θαύμαζε (ανάμεσά τους ο Mozart, προς τιμήν του οποίου το A. – Amadeus στην υπογραφή του), κι έτσι στράφηκε στη συγγραφή. Μετά την έκδοση των πρώτων διηγημάτων του, ο Hoffmann έγινε γρήγορα ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε πολλές ιστορίες, όπου η πραγματικότητα πλέκεται με δεξιοτεχνία με τη φαντασία αλλά και με κωμικά γεγονότα. Τα έργα του, κυρίως το “Νυχτερινά κομμάτια” (1816), ήταν από τα πρώτα έργα “φρίκης” και επηρέασαν βαθιά πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς, ανάμεσά τους τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον και τον Φραντς Κάφκα, ενώ η “Δεσποινίς ντε Σκιντερί” μπορεί να θεωρηθεί ένας προάγγελος της “Μις Μαρπλ” της Αγκάθα Κρίστι. Εμπνευσμένος ίσως από τη δική του πάλη να συμφιλιώσει την καριέρα του με τις δημιουργικές του φιλοδοξίες, έδινε σε πολλούς από τους χαρακτήρες του διχασμένη προσωπικότητα, έντιμοι τη μέρα, δολοφόνοι και κλέφτες τη νύχτα. Πολλά χοροδράματα στηρίζονται σε έργα του όπως τα: “Κοπέλια” του Ντελίμπ, “Καρυοθραύστης” του Τσαϊκόφσκι και “Καρντιγιάκ” του Χίντεμιτ, ενώ πολλά άλλα διασκευάστηκαν για το θέατρο.