Μικρό αφιέρωμα: Κινηματογραφική δυστοπία

Είναι πολύ πιθανό μια ηχητική γλωσσική παρεξήγηση να ανακάτεψε κάπως τις υπαρξιακές προτεραιότητες του ανθρώπινου είδους. Το αρχαίο ελληνικό πρόθημα ευ- έχει την ίδια ηχητική στα αγγλικά με το πρόθημα ου-. Προσπαθώντας λοιπόν να ορίσει ένα «τόπο» για να περιγράψει μια ιδανική για αυτόν κοινωνική συνθήκη, ο Τόμας Μορ θα γράψει κάπου στις αρχές του 1500 την Ουτοπία του. Η έννοια της «ουτοπίας», ως το ιδεατό τέλος της διαδρομής για την ανθρώπινη κοινωνία, θα ταυτιστεί μετέπειτα με την σωστή εννοιολογικά λέξη, δηλαδή την «ευτοπία».

ευ- και ου-

 

Είναι πολύ πιθανό μια ηχητική γλωσσική παρεξήγηση να ανακάτεψε κάπως τις υπαρξιακές προτεραιότητες του ανθρώπινου είδους. Το αρχαίο ελληνικό πρόθημα ευ- έχει την ίδια ηχητική στα αγγλικά με το πρόθημα ου-. Προσπαθώντας λοιπόν να ορίσει ένα «τόπο» για να περιγράψει μια ιδανική για αυτόν κοινωνική συνθήκη, ο Τόμας Μορ θα γράψει κάπου στις αρχές του 1500 την Ουτοπία του. Η έννοια της «ουτοπίας», ως το ιδεατό τέλος της διαδρομής για την ανθρώπινη κοινωνία, θα ταυτιστεί μετέπειτα με την σωστή εννοιολογικά λέξη, δηλαδή την «ευτοπία». Η γλωσσική ωστόσο βάση του σημαίνοντος είναι από μόνη της βαθιά….δυστοπική: Ουτοπία είναι ο μη-τόπος, ο τόπος που δεν πρόκειται να υπάρξει. Η τέχνη, η επιστήμη, η κοινωνία, ατομικότητες και συλλογικότητες, αναζητούν μια ευτοπία που έχουν ταυτίσει με ουτοπία- κάτι δηλαδή που δεν πρόκειται να βρεθεί. Ο Αλμπέρ Καμύ, κάπου ανάμεσα στην τέχνη και την φιλοσοφία (ή στο σημείο που συνυπάρχουν) ανέδειξε τον βαθύ αυτό παραλογισμό χωρίς να χρειαστεί να πιάσει την γλωσσολογική του ρίζα. Νωρίτερα, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν είχε επισημάνει με σαφήνεια: «Τα όρια της σκέψης μας είναι τα όρια της γλώσσας μας». Και κάπως έτσι, το παράλογο μιας άδικης ταύτισης της ευτοπίας με έναν μη-τόπο, προσδιόρισε σε ένα βαθμό την Σισύφεια φύση του δυτικού (κυρίως) πολιτισμού.

Ίσως να είναι και αυτό ένας λόγος που σπανίως θα συναντήσουμε μια «ουτοπική» ταινία –αντίθετα, την δυστοπία η τέχνη την παίζει στα δάχτυλα, και ήδη από τις αρχές του αιώνα η δυστοπία αποτελεί ένα προσφιλές αλληγορικό μοτίβο για να αναπτυχθούν όλοι οι φόβοι, οι αγωνίες και τα αδιέξοδα της κάθε εποχής. Πιθανότατα (και χωρίς υπερβολή) η μόνη «ουτοπία» που έχει ως τώρα σκηνοθετηθεί είναι τα….γνωστά και αγαπημένα Smurfs!

Είδη δυστοπίας

Αυτό όμως είναι και λογικό: μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας άλλωστε είναι η άρνηση αυτού που υπάρχει. Είναι η ομορφιά που επιτίθεται στην ασχήμια, η δημιουργία που επιτίθεται στο φόβο. Σε αυτήν την παράξενη σχέση, και παίζοντας για πρώτη φορά στον κινηματογράφο με την ιδιαίτερη σχέση ουτοπίας και δυστοπίας, ο Φριτζ Λάνγκ δημιουργεί το Metropolis κάτι λιγότερο από έναν αιώνα πριν (1927). Και αν ο γερμανοτραφής εξπρεσονισμός εκείνης της εποχής άνοιξε τον δρόμο για τις ταινίες τρόμου και τις ταινίες νουάρ, το σπουδαίο αυτό έργο αποτέλεσε (και συνεχίζει να αποτελεί) το θεμέλιο της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας και δυστοπίας.

Θα περάσουν τριάντα χρόνια (και ένα φρικτό μανιτάρι από την Ιαπωνία ως σύμβολο μιας δυστοπίας που δεν απέχει πολύ) για να συνεχίσει ο κινηματογράφος να σκαλίζει τους δυστοπικούς φόβους (εν τω μεταξύ στη λογοτεχνία αλλά και στα λεγόμενα b-movies ήδη αφθονεί). Το «1984» του Όργουελ θα αποκτήσει την πρώτη του κινηματογραφική διασκευή από το 1956, ενώ το 1951 η Αμερική θα δει σε Technicolor για πρώτη φορά κινηματογραφικό μετεωρίτη στο «When worlds collide». Η δυστοπία αρχίζει και αποκτά πολλές μορφές- αν επιχειρήσουμε μια απλοποίηση θα βρίσκαμε:

1.   Την δυστοπία μιας απολυταρχικής, φασιστικής και Καφκικής κοινωνικής οργάνωσης

2.   Την δυστοπία της εξουσίας της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης πάνω στον άνθρωπο.

3.   Την δυστοπία της περιβαλλοντικής καταστροφής.

Φυσικά, η μεγάλη άνθιση του είδους τις επόμενες δεκαετίες πάντα θα έχει το ίδιο πυρηνικό μανιτάρι ως «μήτρα»: Η τεχνολογία, ο πόλεμος, το περιβάλλον σε έναν ταυτόχρονο υπαρξιακό τρόμο. Η εκ νέου άνθιση του είδους από τα μέσα του ’90 και το άνοιγμα νέων υποειδών (με εξέχουσα θέση για το Matrix και το cyberpunk), πάντα σε δεύτερο χρόνο από την λογοτεχνική παραγωγή (που τροφοδοτεί σε μύθους), μπορεί επίσης να συσχετιστεί με το περίφημο «Τέλος της Ιστορίας» του Φουκογιάμα: «Μα, φτάσαμε στην ουτοπία; Και είναι όντως έτσι;», ρωτάει η τέχνη και η συγκεκριμένη της μορφή που ενώνει όλες τις υπόλοιπες, το σινεμά.

Τζένιφερ Λόρενς

 

Φτάνοντας στο 2015, τα σύγχρονα παράγωγα της δυστοπίας αποκτούν κορυφαίες θέσεις στο box-office παγκοσμίως. Συνδυαζόμενες με το σύνολο προϊόν της εποχής (νεανικού κοινού σειρές βιβλίων που επανιδρύουν είδη και αμέσως κινηματογραφούνται) και αποκτώντας λαμπερά πρόσωπα του Χόλιγουντ, ταινίες όπως τα Hunger Games αποτελούν συνταγή επιτυχίας για τα στούντιο. Ταυτόχρονα, η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας του μέσου, που σπάει συνεχώς σύνορα και φτάνει σήμερα να απεικονίζει μαύρες τρύπες πριν τα βιβλία της αστροφυσικής, (βλ Interstellar) ευνοεί την οπτικοποίηση κάθε συλλογικού εφιάλτη (ή ονείρου) με λεπτομέρεια.

Η αισθητική ωστόσο αρτιότητα πολλές φορές δεν καλύπτει ένα παράλληλο σύνδρομο της εποχής: Η ανακύκλωση παλαιών μυθολογιών και το ξανασερβίρισμά τους σπανίως προσφέρει αξιομνημόνευτες στιγμές, ή στιγμές που διαρκούν περισσότερο από την θέαση. Η συζήτηση για παράδειγμα για το remake (ή sequel) του Blade Runner μπορεί να ενθουσιάζει αρκετούς- δεν παύει ωστόσο να είναι μια «συνταγή» που επιβεβαιώνει μια «μπουκωμένη» στην παραγωγή νέων μυθολογιών εποχή, με λίγες και σποραδικές εξαιρέσεις.

7+3 ταινίες δυστοπίας για υπαρξιακή μελαγχολία

 

Σε ένα πολύ ευρύ είδος (ανά χρονιές μπορεί να είχε και 10+ τίτλους μετά το 2000) είναι πάντα επικίδυνο να μπλέξει κανείς τα μπούτια του. Δεν θα μπορούσε άλλωστε το αριστούργημα του Ταρκόφσκι «Stalker» να χωρέσει στην ίδια κατηγορία με το στιλάτο cyberpunk τεχνοφοβικό σύμπαν του «Matrix». Η το νουάρ του Γκοντάρ «Alphaville» με τον «Terminator». Θα εστιάσουμε λοιπόν μονάχα σε μια υποκατηγορία- την δυστοπία του τέλους του κόσμου, τον κινηματογράφο μετά την αποκάλυψη. Μετεωρίτες, πυρηνικός όλεθρος, κλιματική αλλαγή ή εντελώς απροσδιόριστες αιτίες –  ο δυστοπικός κινηματογράφος βρίθει από αιτίες που οδηγούν στο τέλος της ανθρωπότητας και ύστερα εστιάζει στην περιπλάνηση, στους επιζώντες, στα ανθρώπινα απομεινάρια δηλαδή του παλιού κόσμου και την διαχείριση της αγωνίας τους.

Το Blade Runner θα παραμένει πάντα ένα υπαρξιακό αριστούργημα, το Brazil ένας ανεπανάληπτος κινηματογραφικός εφιάλτης, ενώ το 1984 θα είναι πάντα ένα επίκαιρο σύμβολο της κοινωνικής δυστοπίας. Εκεί θα μπορούσε να στριμώξει κάποιος και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» ή και «Τα παιδιά των ανθρώπων». Για την ώρα ωστόσο, ας δούμε τον μεγαλύτερο φόβο, που κρατάει από αρχαιοτάτων χρόνων: Αποκάλυψη ή τι κάνεις μετά.

 

7. Snowpiercer (2013). Η ταινία του Τζον Χου Μπονγκ είναι μια από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις της εποχής. Εδώ η αισθητική ανάπτυξη του μέσου δεν υποκαθιστά το μύθο που θέλει να αφηγηθεί, αντίθετα τον αναδεικνύει και τον εξυψώνει. Βασισμένη σε ένα «μαύρο» γαλλικό graphic novel, το Snowpiercer ακολουθά ένα τραίνο μετά την παγκόσμια κλιματική καταστροφή που έφερε μια ολέθρια εποχή των παγετώνων (που σημειωτέον, προκάλεσε ο άνθρωπος προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου). Στο τραίνο αυτό είναι οι μοναδικοί επιζώντες, μόνο που ο δυτικός πολιτισμός παραμένει αυτούσιος και ας έχει μονάχα μερικά βαγόνια για να αναπτυχθεί: Στην ουρά είναι οι κολασμένοι, στην μύτη είναι οι προνομιούχοι. Η περιπλάνηση του ήρωα δεν αφορά τόσο τον καινούριο κόσμο, αλλά στην παραμένουσα ανάγκη να αλλάξει ο παλιός.

 

 

6. The Road (2009). Ο σκηνοθέτης Τζον Χίλκοουτ είχε μια πολυτέλεια: Να διασκευάσει σε εικόνες το εκπληκτικό ομώνυμο βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθι που είναι μια άσκηση ύφους και ατμόσφαιρας, ένα βιβλίο που μένει ως εμπειρία για όποιον/α το διαβάσει. Ο μύθος του βιβλίου και κατ’επέκταση του έργου ίσως είναι και το υπόδειγμα για το είδος: Η περιπλάνηση σε ένα κατεστραμμένο κόσμο, το (τρομακτικό) φάσμα των νεών «ανθρώπινων ειδών», η τσιγγουνιά στην ελπίδα και την αισιοδοξία. Η αναζήτηση της ευ/ουτοπίας εδώ βρίσκεται στην πιο καθαρή, παράλογη μορφή της: Ένας τόπος που η ζωή (η ανθρώπινη κυρίως) μπορεί να ανακάμψει, που πιθανότατα δεν υπάρχει. Αυτός ο τόπος είναι πάντα δυο βήματα μπροστά: Αυτό που χρειάζονται δηλαδή οι ήρωες (πατέρας και γιός) για να συνεχίσουν να προχωρούν.

 

5. WALLE (2008). Ναι. Μια ταινία κινουμένων σχεδίων (η Pixar έχει δώσει πολλές φορές τους λόγους που πρέπει να σταματήσουμε να τα λέμε «παιδικά») με ήρωα ένα ρομπότ κυβοποίησης απορριμάτων που έχει για κατοικίδιο μια κατσαρίδα. Αν και το ευφάνταστο και δημιουργικό στούντιο της Pixar έχει κάνει κατά καιρούς μεγαλύτερα hit, ο Γουόλ-ι αποτελεί μια διαχρονική, κορυφαία του στιγμή. Ίσως περνάει και παραπάνω από μισή ώρα από την έναρξη της ταινίας χωρίς τον παραμικρό διάλογο, με το ρομπότ να κινείται ανέμεσα σε μια γεμάτη από σκουπίδια Γη και να μαζεύει μπιχλιμπίδια. Για αυτό το κινηματογραφικό επίτευγμα και μόνο η ταινία αξίζει να βρίσκεται στις κορυφαίες λίστες των δυστοπικών έργων. Βέβαια, η δική της εκδοχή για το μέλλον των ανθρώπων είναι εξ’ίσου ενδιαφέρουσα.

 

4. Planet of the Apes (1968). Μόνο και μόνο για το ανατρεπτικό φινάλε, που μεταμορφώνει ένα περιπετειώδες υβρίδιο κοινωνικής και επιστημονικής φαντασίας σε μια δυστοπική, βαθιά απαισιόδοξη κραυγή για το ανθρώπινο είδος. 

 

 

3. Dark City (1998). Το παραγνωρισμένο αριστούργημα του Άλεξ Πρόγιας έτυχε σε μια φουρνιά ταινιών που επανίδρυσαν αποφασιστικά την δυστοπία: Το Fight Club και το Matrix δεν έφεραν απλώς στο προσκήνιο νέους και συναρπαστικούς δημιουργούς (Φίντσερ και Γουατσόφσκι αντίστοιχα) αλλά αγκάλισαν την ως τότε μυθολογία και παρήγαγαν νέα. Κατά συνέπεια, ατυχώς, αρκετά λιγότεροι είδαν το Dark City. Επειδή όντως είναι μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες της δεκαετίας του ’90, θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με το Dark City σε επόμενο άρθρο.

 

2. 12 Monkeys (1995). Διασκευάζοντας το πειραματικό φίλμ La Jetee του λαμπρού και πρωτοπόρου ντοκιμαντερίστα Κρις Μαρκέρ, ο επίσης λαμπρός και μοναδικός στην κατασκευή εφιαλτών Τέρι Γκίλιαμ καταφέρνει ένα τεχνικό και αισθητικό επίτευγμα. Φυσικά, γεμάτο μαυρίλα, παραλογισμό και χάος. Βλέπεται μαζί με το Brazil. Και ύστερα, για μια υπαρξιακή «χαλάρωση», προτείνεται η επιστροφή στον Τέρι Γκίλιαμ των Μόντι Πάιθον.

 

1. Mad Max (x4) (1979). Η τετραλογία (πλέον) του δυστοπικού οράματος του Τζορτζ Μίλερ δεν είναι φυσικά ισοβαρής (πολλοί θα έλεγαν ότι η δεύτερη προσθήκη είναι και η πλέον ολοκληρωμένη, ενώ οι νεότεροι θα ξεκινούν πάντα από τον Τομ Χάρντι και όχι τον Μελ Γκίμπσον) αλλά ο γεμάτος σκόνη, μοναξιά και βία κόσμος ίσως είναι η καλύτερη αισθητική περιγραφή της δυστοπίας. Η πρόσφατη παραγωγή δεν πέφτει στην συνηθισμένη παγίδα των «sequel» και προσθέτει στο μύθο, αλλά οι φτηνές και «βρώμικες» παραγωγές των Mad Max 1 και Mad Max 2 παραμένουν οι κορυφαίες στιγμές της σειράς.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ