Το μολύβι ως μέσο αφήγησης, φέρει τον ρέοντα χαρακτήρα του νήματος, έτοιμο να κεντήσει πάνω στον φλοιό των αναμνήσεων. Κάθε γραμμή, κάθε σβήσιμο, κάθε σκίαση, δημιουργεί έναν χάρτη μνήμης. Με γλυκόπικρη νοσταλγική αφήγηση, τα έργα από μολύβι της Μαρίνας Μπόμπου αποτελούν χαρτογραφήσεις μνήμης, με τα αγαπημένα πρόσωπα των προγόνων να αναδύονται στο χαρτί συνοδευόμενα από τα ταλισμανικά τους σύμβολα– το ψαλίδι της γιαγιάς-ράφτρας, το τιμόνι του καπετάνιου παππού, μπροστά από το ανάλογο φόντο- ένας χάρτης, ένας δίσκος σερβιρίσματος, μία σκακιέρα. Μερικές φορές οι αναμνήσεις μοιάζουν ημιτελείς, άλλοτε ξεθωριασμένες σαν παλιές φωτογραφίες, με το μολύβι, να κοντοστέκεται, εφήμερο, εύθραυστο και ευάλωτο, ως σύμβολο παροδικότητας.
Μέσα από την αποτύπωση αυτών των συμβόλων μνημοσύνης που ανασύρονται από το οικογενειακό σεντούκι με τα “τιμαλφή”, η έμφαση στη μεθοδολογία της απεικόνισης (αφήγηση, μνήμη, ταυτότητα) και στην περιγραφικότητα του επιστημονικού πλαισίου (οικογενειακή ιστορία, χρόνος), κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή, με το έργο να διατηρεί το βάθος της ανάλυσής του παρόλη τη φωτογραφική παραστατικότητα. Η επίκρουση στα κέντρα πρόσληψης συναισθήματος είναι άμεση και καίρια, καθώς το ιδιωτικό συναντά το συλλογικό, όταν επέρχεται η ταύτιση με το θεατή, μέσα από κοινές μνήμες και ισχυρές βιωματικές εμπειρίες.
Η Μπόμπου επικαλύπτει τα γεμάτα κινητικότητα σχέδια της, πάνω σε ρεαλιστικές αναπαραστάσεις του μωσαϊκού της μνήμης, είτε πρόκειται για τα τόσο γοητευτικώς αυλακωμένα πρόσωπα των προγόνων της, είτε όταν ανασύρει από τη λήθη τις οπτικές εντυπώσεις από τα μοτίβα που έφεραν τα πλακάκια ενός παλιού σπιτιού, ή ακόμα κι όταν ανασυστήνει τη γλυπτική εγκατάσταση της παλιάς ραπτομηχανής που έχει ακόμα (μολυβένιες) κορδέλες κάτω από τη βελόνα της. Αυτή η αντιπαράθεση του χρόνου που εκδηλώνεται ως η σύγκρουση μεταξύ αφέλειας και γήρατος αποκαλύπτει την απώλεια: το παιδί που κάποτε έτρεχε ανέμελο τώρα αντιλαμβάνεται το άσωστο πέρασμα του χρόνου μέσα από τα τσαλακώματα που προκαλεί σε υφές και θύμισες.
Σε ορισμένα έργα, οι αφαιρετικές απουσίες και τα κενά κυριαρχούν. Χέρια που δεν συμπληρώνονται, πρόσωπα που χάνονται σε εκρήξεις θανατερών άνθεων – σαν τις λεπτομέρειες που η μνήμη αρνείται να αποκαλύψει. Είναι εδώ που η καλλιτέχνιδα, με μαεστρία, μετατρέπει τη λήθη σε αισθητική πράξη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Πίσω από κάθε προσωπογραφία, το σπιτικό περιβάλλον των παππούδων και γιαγιάδων αναδύεται με αρχιτεκτονική μελαγχολία: κεντίδια, πολυθρόνες, ταπισερί, καλόγεροι για τα ρούχα- όπου διακρίνουμε να κρέμονται ρούχα σαν δέρματα, μαζί με τους σπόνδυλους του σώματος κι ένα σταυρό από ξύλα, μια βεντάλια από memento mori, όλα φτιαγμένα εμμονικά από πεπιεσμένο χαρτί και μολύβι. Αυτές οι natura morta αλληγορίες γίνονται συναισθηματικοί φορείς του εσωτερικού τοπίου της Ψυχής – ένας τόπος στον οποίο η αθωότητα αναχωρεί όταν παρέρχεται η εποχή της, μα και όταν αλλάζουν τα ίδια τα έπιπλα, άψυχα αντικείμενα μεν, αλλά ποτισμένα με αύρα ζωής.
Και τότε οι γραμμές μοιάζουν να τρέμουν σαν φθινοπωρινά φύλλα, προσπαθώντας να ολοκληρώσουν ένα σχέδιο που δεν πρόλαβε να αγκαλιαστεί. Στη σκίαση του μολυβιού, η γιαγιά γίνεται θύμηση χωρίς σώμα – ένα σχέδιο που ο χρόνος σβήνει πριν τελειώσει. Κι ο θεατής κοιτά τα χέρια του που έχουν ξαναγίνει παιδικά, και νιώθει να φωνάζει “Περίμενέ με, δεν έφτασα ακόμα…”.
Η έκθεση της Μαρίνας Μπομπού επέτυχε μια προσεκτική ανασύσταση του παρελθόντος που μας αφηγήται πώς η οικογενειακή ιστορία διαβρώνεται και ανασυντίθεται στη συνείδηση. Η επιμέλεια της Έφης Μιχάλαρου, μέσα στον υποβλητικό ισόγειο χώρο του Πολεμικού Μουσείου, τόνισε τη διστακτική ομορφιά αυτών των έργων – σαν να μην θέλεις να τα αγγίξεις μήπως και ξεθωριάσουν.
Η αίσθηση που αποκομίζει ο θεατής είναι ότι η Μπομπού δεν σχεδιάζει απλώς αναμνήσεις – τις αποκαθιστά μέσω της απουσίας τους. Το μολύβι της δεν είναι εργαλείο, αλλά μνημείο: κάθε γραμμή ένας υποβολέας χαμένης αθωότητας, κάθε σκίαση ένας αναστεναγμός “ήμουν εδώ”. Σε έναν κόσμο που τρέχει προς το ψηφιακό, αυτά τα έργα θυμίζουν ότι μερικές εικόνες ζουν μόνο στο χαρτί – εφήμερα κι αιώνια.