Στην πρώτη του ατοµική έκθεση, ο Κωνσταντίνος Ανδρώνης παρουσιάζει 10 έργα µε µελάνι και 7 µεγάλους καµβάδες µε µικτή τεχνική.

Όπως σηµειώνει ο κριτικός τέχνης και επιµελητής της έκθεσης, Κωνσταντίνος Β. Πρώιµος:

«Στα έργα µε µελάνι πρωταγωνιστούν κηλίδες προσεκτικά διευθετηµένες ώστε να δηµιουργούν τα σχήµατα και τις µορφές που ο καλλιτέχνης βρίσκει αξιοσηµείωτα. […] Η έµφαση ωστόσο που ο Ανδρώνης δίνει στην τύχη, στον (υποβοηθούµενο) αυτοµατισµό µε τον οποίο συγκροτείται η σύνθεση και στην αρχή της φιγούρας έναντι της δοµής (figure versus ground) τον συνδέει µε τον σουρεαλισµό και τα πειράµατα του Joan Miro, του Oscar Dominguez και του Max Ernst µε τις κηλίδες και την περίφηµη decalcomania.

Στις µεγαλύτερες συνθέσεις που εκθέτει ο καλλιτέχνης φαίνεται να εµφορείται από ένα διαφορετικό πνεύµα. Κι εδώ εµφανίζεται η πρόθεση να αντιπαρατεθεί η φιγούρα µε τη δοµή. Το κυρίαρχο στοιχείο της φιγούρας είναι το ανάγλυφο του υφάσµατος το οποίο ακινητοποιείται µε γύψο και επικολλάται στην επιφάνεια του καµβά. Το ανάγλυφο δηµιουργεί µια µαλακή, αδιαφανή υφασµάτινη µάζα που προεξέχει από τον καµβά, δηµιουργώντας το οπτικό αποτέλεσµα της αδιαπερατότητας. Διαφάνεια και αδιαπερατότητα είναι δύο αντίθετες οπτικές εµπειρίες τις οποίες, πιστεύω, ενορχηστρώνει σκοπίµως και συµπληρωµατικά ο Ανδρώνης, θέλοντας να εξερευνήσει όλες τις µορφές οπτικής εµπειρίας που προσφέρει η αφαίρεση.

Οι καµβάδες εδώ είναι βαµµένοι σκούροι γκρι και αναδεικνύουν ως αδιαµφισβήτητο πρωταγωνιστή τους το ύφασµα το οποίο ζαρώνεται µε την ίδια προσοχή κι επιµέλεια που έδειχνε ο καλλιτέχνης στις κηλίδες του µελανιού, έτσι ώστε να εµφανίζεται µε όλες του τις πτυχώσεις, φέρνοντας στο µυαλό την εποχή µπαρόκ και τον µεγάλο της θιασώτη Gian Lorentzo Bernini. Οι πτυχώσεις του Ανδρώνη δίνουν τροφή στη φαντασία του θεατή που µπαίνει στον πειρασµό να σκεφτεί ιστορίες µε τις οποίες οι πτυχώσεις αυτές συνδέονται.

Ο Ανδρώνης στα έργα αυτά φαίνεται να αξιοποιεί την εµπειρία του ως φωτογράφος σε ασπρόµαυρη ανάλυση, θεατρικών έργων αλλά και πάλι ο καλλιτέχνης αρνείται τον ανθρωποµορφισµό και την εξιστόρηση και προσπαθεί να αξιοποιήσει τις πτυχώσεις γι’ αυτές τις ίδιες και όχι για τη σωµατικότητα µε την οποία είναι επενδεδυµένες. Η άρνηση του ανθρωποµορφισµού και της αφήγησης που συνιστούν ακρογωνιαίους λίθους της θεωρίας της αναπαράστασης στην τέχνη υπονοείται ήδη από τον καλλιτέχνη στον τίτλο της έκθεσης A Certain Silence / Μια κάποια σιωπή . Η χρήση του υφάσµατος ως υλικού για κατασκευές και εγκαταστάσεις, ως γλυπτικής φόρµας κατάγεται στους φουτουριστές γλύπτες και έχει εγγραφεί στην καλλιτεχνική παρακαταθήκη του Νίκου Κεσσανλή τόσο σε έργα όπως στο Πεπιεσµένο βαµβάκι του 1961 αλλά και στη Μεγάλη λευκή χειρονοµία του 1964 στο πλαίσιο της πρότασης για µια νέα ελληνική γλυπτική που ο καλλιτέχνης συγκρότησε µαζί µε τον Δανιήλ και τον Βλάση Κανιάρη. (…)

Ζώντας ωστόσο στον 21ο αιώνα τι άλλες επιλογές έχει άραγε κανείς που θέλει να προχωρήσει σε µια τέχνη που ανταποκρίνεται στις επιταγές εικονοποιίας του κόσµου µας; Αυτήν την επίγνωση φέρει στη δουλειά του ο Ανδρώνης και για το άλγος αυτό της αναζήτησης µιας µηχανικής για την αυτόνοµη εικόνα, στις ατραπούς της αφαίρεσης, εκτιµάται χωρίς περιστροφές.»

Κωνσταντίνος Ανδρώνης

Ο Κωνσταντίνος Ανδρώνης γεννήθηκε και µεγάλωσε στην Ελευσίνα. Σπούδασε Φιλοσοφία και Κλασικές Σπουδές• η Τέχνη ωστόσο του διέγειρε ποικιλότροπες εσωτερικές διεργασίες. Είναι αυτοδίδακτος στη ζωγραφική και τη φωτογραφία και έργα του έχουν παρουσιαστεί σε οµαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και Ιταλία. Ατοµικές του εκθέσεις έχουν φιλοξενηθεί σε Αθήνα, Ελευσίνα και Ρέθυµνο.