Η συγγραφέας και ιστορικός Μαρία Σκιαδαρέση τολμά να αναμετρηθεί με ένα θέμα που απασχολεί διαχρονικά την τέχνη και είναι πλέον πιο επίκαιρο από ποτέ: τον «Άλλο», τον «Ξένο» και τη συνάντησή του με την κοινωνία υποδοχής. Μέσα από τέσσερα διηγήματα που εκτυλίσσονται σε διαφορετικές δεκαετίες, ο αναγνώστης αποκομίζει μια σφαιρική ανάγνωση του ζητήματος όπως αυτό εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια.


– Τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής Όσα δεν έζησαν πραγματεύονται, το καθένα από διαφορετική σκοπιά, τον ξένο. Η γραφή σας μοιάζει βιωματική. Ποιες οι αφορμές για να γράψετε αυτά τα διηγήματα;

Η μυθοπλασία έχει πετύχει τον στόχο της όταν μοιάζει βιωματική. Φυσικά δεν αρνούμαι πως ψήγματα αλήθειας βρίσκονται μέσα στα διηγήματα αυτά, όπως εξάλλου συμβαίνει πάντα με την κατασκευή. Το σωστό όμως είναι τα ψήγματα αυτά να μην αναγνωρίζονται ή, ακόμα χειρότερα, να μη φωνάζουν την αλήθεια τους, πράγμα που συμβαίνει όταν στηρίζονται σε κάτι παγκοίνως γνωστό και ίσως κοινότοπο. Η μυθοπλασία θα έλεγα πως μοιάζει με ένα γλυκό όπου τα διάφορα υλικά δεν αναγνωρίζονται ως πρώτες ύλες, ενυπάρχουν όμως αρμονικά επεξεργασμένα στο αποτέλεσμα. Υπ’ αυτή την έννοια σίγουρα κάποιες πληροφορίες, που τώρα κι εγώ η ίδια έχω λησμονήσει, συνέτειναν στη δημιουργία των ιστοριών αυτών.

– Στα κείμενά σας η αντιμετώπιση του ξένου από τον ντόπιο ποικίλλει από την εκμετάλλευση μέχρι τον θαυμασμό και τη διάθεση προσφοράς. Πού θα αποδίδατε αυτή τη διαφοροποίηση;

Νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία και την αγωγή ή την παιδεία του καθενός από τους ντόπιους. Δεν έχουν όλοι την ίδια ματιά. Πάντως, για να το δούμε κάπως πιο γενικά, σήμερα με τον ερχομό καραβανιών προσφύγων η στάση του Έλληνα είναι πιο αρνητική (για την πλειονότητα μιλώ) απ’ ό,τι κάποτε που τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά, έρχονταν λίγοι άνθρωποι και ο ιστός είχε ακόμα την ελαστικότητα να τους αφομοιώσει.

Σήμερα, έχοντας πίσω μας μια κρίση δεκαετή, κατάσταση που οδηγεί τον άνθρωπο σε αγώνα επιβίωσης, άρα τον κάνει πιο εγωιστή, δεν έχει ο Έλληνας μυαλό να ασχοληθεί με τον αναγκεμένο Άλλο. Τώρα, όσον αφορά τους παραβατικούς που καταφεύγουν στην πάσης φύσεως εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων δεν έχω να πω τίποτα, παρά μόνο πως οφείλουμε να τους εντοπίζουμε και φυσικά να τιμωρούνται.

Στο θέμα της αντιμετώπισης λοιπόν παίζει ρόλο και η εκάστοτε εποχή. Γι’ αυτόν τον λόγο ορίζω την εξέλιξη του κάθε διηγήματος ανά δεκαετία ώστε να διακρίνονται και οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με τους ήρωες, τα γεγονότα, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

– Ο έρωτας παίζει σημαντικό ρόλο σε κάποια από τα διηγήματα, φέρνοντας κοντά τα φαινομενικά ανόμοια, χωρίς όμως να κατορθώνει πάντα να αψηφήσει τις κοινωνικές προσταγές. Πιστεύετε ότι ο έρωτας μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών;

Ο έρωτας, όπως μας λένε και οι αρχαίοι τραγικοί, ή αργότερα το σαιξπηρικό θέατρο, είναι χαλαστής και δημιουργός, είναι μια καταλυτική λειτουργία, είναι εκατό τοις εκατό συναίσθημα και άρα έξω από ιδεοληψίες και απόψεις, όπως οι διάφορες συντεταγμένες στάσεις απέναντι στους ξένους. Με το που μας αγγίζει ο έρωτας προς τον «Άλλο», παύει αυτομάτως να είναι ξένος και μετατρέπεται σε ό,τι οικειότερο υπάρχει για μας. Οπότε εκ των πραγμάτων όχι μόνο υπερβαίνει τις διαχωριστικές γραμμές, αλλά τις σβήνει, τις εξαφανίζει.

– Επιλέξατε να ταξινομήσετε τα διηγήματά σας χρονικά, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980 και φτάνοντας μέχρι το 2017, επισημαίνοντας μάλιστα το έτος κατά το οποίο εκτυλίσσεται η κάθε ιστορία. Θεωρείτε ότι αυτή η τοποθέτηση στον ιστορικό χρόνο βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση της εξέλιξης των πραγμάτων;

Είπα και προηγουμένως ότι ο λόγος που έδωσα αυτή τη διάσταση της χρονικής διάρκειας στα τέσσερα αυτά διηγήματα ήταν για να ορίσω τη διαφορετικότητα της κάθε εποχής σε σχέση με ό,τι επικρατεί και συμβαίνει μέσα σ’ αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθώ εγώ πρωτίστως να εννοήσω τις διαφορές και κατόπιν να τις καταδείξω στον αναγνώστη ώστε, και αυτός με τη σειρά του, να σκεφτεί αν υπάρχουν διαφορές ή όχι (μπορεί να συμβαίνει και αυτό) και κατά πόσο επηρεάζουν την ματιά των ντόπιων απέναντι στους επήλυδες. Κατ’ εμέ πάντως πολλά πράγματα αλλάζουν ανά δεκαετία στο θέμα του ερχομού αυτών των ανθρώπων. Και να φανταστείτε πως δεν καταπιάστηκα καθόλου με τη σημερινή συρροή προσφύγων στη χώρα μας μιας και είναι νωρίς ακόμα για αποτίμηση.

Φωτογράφος: Γ.Φερμελετζής

– Σε συνέχεια των διηγημάτων αυτών, είναι στα σχέδιά σας να γράψετε για το προσφυγικό όπως το ζούμε σήμερα;

Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί η σημερινή κατάσταση και αν θα με ερεθίσει κάτι στη διαμόρφωσή της ώστε να ασχοληθώ και με αυτό. Θα φανεί στην πορεία των πραγμάτων. Πάντως τώρα δουλεύω ένα μυθιστόρημα στο οποίο επανέρχεται το μοτίβο του ξένου σε σχέση με τον ντόπιο, υπό άλλη μορφή όμως και όχι πια ως κεντρικό θέμα. Θα δω πώς θα εξελιχθεί και αυτό γιατί, ως γνωστό, από κάποια στιγμή και μετά σε καθοδηγεί η ίδια η ιστορία που φαντάστηκες και σε πηγαίνει σε άλλες ατραπούς από εκείνες που ξεκίνησες.


Φωτογραφίες: Γ. Φερμελετζής