Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015 την ταινία «Μακριά από το Πλήθος» (Far From the Madding Crowd), σε σκηνοθεσία του Τόμας Βίντερμπεργκ, με την Κάρεϊ Μάλιγκαν.

Μία από τις πιο εμβληματικές ηρωίδες στην ιστορία της λογοτεχνίας οδηγεί την κλασική ιστορία αγάπης του Τόμας Χάρντι, που αναβιώνει στο σινεμά υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τόμας Βίντερμπεργκ και ένα λαμπερό καστ πρωταγωνιστών.

Βασισμένο στο κλασικό μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντι, το «Μακριά από το Πλήθος» είναι η ιστορία της Μπάθσιμπα Έβερντιν (Κάρεϊ Μάλιγκαν), μιας ανεξάρτητης και δυναμικής νεαρής γυναίκας που κληρονομεί τη φάρμα του θείου της. Οικονομικά αυτόνομη (κάτι το σπάνιο στη βικτωριανή εποχή), όμορφη και πεισματάρα, η Μπάθσιμπα προσελκύει τρεις πολύ διαφορετικούς αλλά αποφασισμένους μνηστήρες: τον Γκάμπριελ Όουκ (Ματίας Σένερτς), έναν βοσκό μαγεμένο από την ισχυρογνωμοσύνη της, τον Φρανκ Τρόι (Τομ Στέριτζ), έναν όμορφο και απερίσκεπτο λοχία, και τον Ουίλιαμ Μπόλντγουντ (Μάικλ Σιν), έναν ευκατάστατο και ώριμο εργένη.

Όσο η Μπάθσιμπα περιτριγυρίζεται από τους τρεις άνδρες και πορεύεται ανάμεσα στα δεσμά του πάθους, της εμμονής και της προδοσίας, πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς την ευτυχία και όλα όσα επιθυμεί. Η διαχρονική αυτή ιστορία των επιλογών και του πάθους της διερευνά την φύση των σχέσεων και της αγάπης – καθώς και της ανθρώπινης ικανότητας να ξεπερνά τις δυσκολίες χάρη στην προσαρμοστικότητα και την αποφασιστικότητα.

«Τις πρώτες εκείνες ημέρες, πάντα έτρεφε κρυφά μια περιφρόνηση για τα κορίτσια που ήταν σκλάβες του πρώτου όμορφου νεαρού που τις χαιρετούσε… ένιωθε η ίδια αυτάρκης με τον εαυτό της.»

Ο Τόμας Χάρντι, ήδη από το 1874, μάς χάρισε μία από τις σπουδαιότερες ηρωίδες όλων των εποχών, στο κλασικό πια μυθιστόρημά του «Μακριά από το Αγριεμένο Πλήθος», για την οποία δημιούργησε μια επική, σαρωτική ιστορία αγάπης. Εντυπωσιακά μοντέρνα ακόμη και για το 2015, η Μπάθσιμπα Έβερντιν ξεκινά ως μία απλή χωριατοπούλα και εξελίσσεται σε μία δυναμική, παρορμητική κληρονόμο που έρχεται αντιμέτωπη με μυριάδες επιλογές ζωής.

Η ειδυλλιακή ομορφιά των τοπίων και το υποδόριο χιούμορ που χαρακτηρίζουν την Μπάθσιμπα έχουν κάνει το βιβλίο να κατακτήσει την δική του θέση ανάμεσα στα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών. Η ιστορία έχει εμπνεύσει δεκάδες θεατρικές και κινηματογραφικές εκδοχές από την έκδοσή της – η Μπάθσιμπα μάλιστα μοιράζεται το ίδιο επώνυμο με την Κάτνις Έβερντιν, πρωταγωνίστρια των «Hunger Games», ως ένας φόρος τιμής της συγγραφέα τους, Σούζαν Κόλινς. Η τελευταία φορά που η ιστορία μεταφέρθηκε στο σινεμά ήταν σε σκηνοθεσία Τζον Σλέσινγκερ το 1967, με πρωταγωνίστρια την Τζούλι Κρίστι.

Ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Νίκολς, που ανέλαβε την συγγραφή του σεναρίου, διαπίστωσε ότι πίσω από τη βικτωριανή επιφάνεια κρύβονται χαρακτήρες με τους οποίους ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί. «Έχει στοιχεία τραγωδίας, αλλά έχει και μια εξαιρετική ελαφρότητα, φωτεινότητα και ρομάντζο συνυφασμένα με στιγμές έντονων συναισθημάτων και δράματος. Ο συνδυασμός τους σου δίνει μια πραγματική αίσθηση της ενέργειας της ζωής. Και τα ερωτήματα που θέτει είναι απόλυτα επίκαιρα: τι κάνει έναν καλό γάμο; Είναι το σεξ, αυτό που δηλαδή τραβάει την Μπάθσιμπα στον Τρόι; Είναι το κοινωνικό στάτους, που βλέπει στον Μπόλντγουντ; Ή είναι η αμοιβαία συντροφικότητα που βρίσκει με τον Γκάμπριελ;».

Η επιλογή του σκηνοθέτη ήταν μάλλον αναπάντεχη: ο Δανός Τόμας Βίντερμπεργκ, άλλωστε, είναι περισσότερο γνωστός ως ένας από τους ιδρυτές του επαναστατικού αβάν-γκαρντ κινηματογραφικού κινήματος Dogme 95. Έγινε διάσημος για την εκρηκτική «Γιορτή» που βραβεύτηκε με το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών, ενώ πιο πρόσφατα είδε την ταινία του «Το Κυνήγι» να κερδίζει υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Γιατί ο Βίντερμπεργκ ήθελε να δοκιμάσει την ιστορία του Χάρντι; «Μου αρέσει να περπατώ σε λεπτό πάγο στις ταινίες μου, μου αρέσει να εξερευνώ νέα εδάφη», εξηγεί. «Η ιστορία είναι γεμάτη καταπληκτικούς χαρακτήρες και διαρκείς εναλλαγές – και αυτά κάνουν μια καλή ιστορία. Υπάρχει μία ευθύτητα στον τρόπο που ο Χάρντι προσεγγίζει την μοίρα, την οποία βρήκα φοβερά ενδιαφέρουσα».

Πάνω από όλα, όμως, η Μπάθσιμπα ήταν εκείνη που τον τράβηξε περισσότερο. «Είναι ένα όμορφο, ευάλωτο πλάσμα που ερωτεύτηκα αμέσως. Την είδα σαν μια δυνατή γυναίκα μπροστά από την εποχή της, που δεν παίρνει διαταγές από κανέναν. Και όμως, την ίδια στιγμή, η Μπάθσιμπα είναι μια ευάλωτη γυναίκα που προσπαθεί να μάθει τους ρυθμούς των ανδρών και του περιβάλλοντός της. Αυτή η διττή της φύση την κάνει φοβερά πλούσιο και ελκυστικό χαρακτήρα».

 

Σαν μια άλλη Σκάρλετ Ο’Χάρα, η Μπάθσιμπα είναι ένας εμβληματικός αλλά και απαιτητικός γυναικείος χαρακτήρας, αφού σόκαρε το κοινό της εποχής με τις ιδιοτροπίες της, τις εγωιστικές της τάσεις, την ματαιοδοξία της, αλλά και την εντυπωσιακή της δύναμη. Για τον Βίντερμπεργκ, μόνο μία ηθοποιός θα μπορούσε να φέρει σε πέρας την δύσκολη αποστολή της ερμηνείας ενός τέτοιου χαρακτήρα: η υποψήφια για Όσκαρ Κάρεϊ Μάλιγκαν («Μία Κάποια Εκπαίδευση», «Shame», «Ο Υπέροχος Γκάτσμπι», «Drive», «Inside Llewyn Davis»). «Μου είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσω την Κάρεϊ από την Μπάθσιμπα. Είναι πανομοιότυπες: ένας συνδυασμός σκληρών, έξυπνων γυναικών και ενός όμορφου λουλουδιού που χρειάζεται ενίοτε φροντίδα.»

Για την Μάλιγκαν, το δέλεαρ της ταινίας ήταν κυρίως το όνομα του σκηνοθέτη. «Υπήρχε κάτι [ενδιαφέρον] στην προοπτική τού να κάνει την ταινία αυτή ο Τόμας, ήμουν περίεργη τι θα έκανε με αυτή. Και φυσικά ήταν και η ίδια η Μπάθσιμπα, κάποια που έχει μία ριζοσπαστική προοπτική απ’ ό, τι οι περισσότερες γυναίκες της εποχής εκείνης και έχει αντικρουόμενες απόψεις για το αν είναι απαραίτητο να συμβιβαστεί. Σίγουρα κάνει σοβαρά λάθη αλλά δεν είναι διπρόσωπη. Ζει σύμφωνα το ένστικτό της και με ενδιέφεραν πολύ τα ψεγάδια της και η ευθύτητά της».

Τους τρεις παρτενέρ της ανέλαβαν ο Ματίας Σένερτς, ο Τομ Στέριτζ και ο Μάικλ Σιν, αντισυμβατικές ίσως επιλογές που όμως τελικά ανέδειξαν ιδανικά τους ρόλους.

Ο Βίντερμπεργκ αναζητούσε έναν ηθοποιό που να μπορέσει να συλλάβει τον συνδυασμό αρρενωπότητας και ευαισθησίας που χαρακτηρίζει τον απλό, περήφανο Γκάμπριελ Όουκ, τον «βράχο» στη ζωή της Μπάθσιμπα. Βρήκε αυτό που έψαχνε στον Ματίας Σένερτς («Bullhead», «Σώμα με Σώμα», «Η Συγκάλυψη»), ο οποίος έχει τον αέρα ενός παλαιομοδίτικου τύπου άνδρα που έχει σχέση με τη γη αλλά ταυτόχρονα ένα δυνατό, περήφανο και τρυφερό μυαλό για να σταθεί επάξια απέναντι στην Μπάθσιμπα της Κάρεϊ Μάλιγκαν. Ο ίδιος ο Σένερτς δέχθηκε την πρόταση κυρίως από περιέργεια για το ταίριασμα ιστορίας-σκηνοθέτη: «Ήθελα να μάθω πώς θα έκανε την ιστορία αυτή ο Τόμας, και κυρίως γιατί. Το πάθος του ακτινοβολούσε σε ό, τι έλεγε. Επίσης, ο χαρακτήρας έχει τόση ομορφιά: ο Γκάμπριελ είναι απλός, ταπεινός, ευθύς και έντιμος, ένας από τους αφοσιωμένους ανθρώπους που θα μπορούσε να έχει κανείς στη ζωή του».

Ο Τομ Στέριτζ ανέλαβε τον ρόλο του γοητευτικού αλλά και φιλήδονου Τρόι, που κλέβει την καρδιά της Μπάθσιμπα και την οδηγεί σε ένα σκοτεινό μονοπάτι. Η χαρισματική του χημεία με εκείνη την κάνει τυφλή στην επικίνδυνη αλαζονεία του, που απειλεί να της στερήσει την πολύτιμη ανεξαρτησία της. Ο Στέριτζ τον βλέπει σαν έναν «δυστυχισμένο νεαρό άνδρα που είναι θύμα της δικής του ευμετάβλητης καρδιάς», της οποίας οι ιδιοτροπίες έχουν τελικά τραγικά αποτελέσματα.

Ο Μάικλ Σιν («Η Βασίλισσα», «Masters of Sex») υποδύεται τον τρίτο υποψήφιο σύντροφο της Μπάθσιμπα, τον απόμακρο και μοναχικό Ουίλιαμ Μπόλντγουντ, ο οποίος πολιορκεί την Μπάθσιμπα επίμονα και, τελικά, εμμονικά, χάνοντας σιγά-σιγά το μυαλό του. «Ένα μεγάλο κομμάτι της επιθυμίας μου να πάρω μέρος στην ταινία ήταν για να δω πώς είναι όταν συναντώνται ο Χάρντι με τον Βίντερμπεργκ. Πώς ένας τόσο αναλυτικός και αποκαλυπτικός σκηνοθέτης θα αναδείξει την ιστορία. Έπειτα, και ο ίδιος ο ρόλος: είναι τόσο απομονωμένος από την κοινότητα, τόσο άβολος όταν βρίσκεται με άλλους. Θυμίζει τον “Πολίτη Κέιν” με την τόσο μοναχική ζωή του στην τεράστια, άδεια έπαυλή του», εξηγεί ο Σιν.

«Ο ουρανός ήταν καθαρός –εντυπωσιακά καθαρός- και η λάμψη όλων των αστεριών έμοιαζε σαν τους παλμούς ενός σώματος, συγχρονισμένα με έναν κοινό σφυγμό»

Θέλοντας να αποτυπώσουν όσο το δυνατόν πιο πιστά την απόλυτη ευθυγράμμιση των χαρακτήρων του Χάρντι με την ειδυλλιακή φύση γύρω τους και τον παλμό των εποχών, οι συντελεστές αποφάσισαν να τοποθετήσουν τα γυρίσματα στο πανέμορφο Ντόρσετ, που ήταν η πατρίδα του Χάρντι και η επιτομή των χαρακτηριστικών τοπίων της βρετανικής επαρχίας. «Το να γυρίσουμε εδώ την ταινία ήταν απαραίτητο», εξηγεί ο Βίντερμπεργκ. «Αυτά τα τοπία ήταν τόσο σημαντικά για τους χαρακτήρες αυτούς και γενικά για την ιστορία. Έπρεπε να έρθουμε εδώ, στα μέρη που ενέπνευσαν τον Χάρντι, τα οποία δεν έχουν αλλάξει φοβερά από τον καιρό εκείνο. Απλώς παραδοθήκαμε στο σύμπαν αυτό.»

Εξίσου σημαντική ήταν η απόφαση του Βίντερμπεργκ να γυρίσει την ταινία σε φιλμ, κάτι που προσδίδει στις εικόνες της μία νοσταλγική υφή και μια επική χροιά, με ελαφρώς τονισμένα χρώματα που θυμίζουν αμυδρά την πλούσια παλέτα του Technicolor. Αυτή ήταν η οδηγία του και για τα κοστούμια, τα οποία απομακρύνθηκαν από τα σκούρα και μουντά χρώματα που έχουμε συσχετίσει –λανθασμένα- με την εποχή και κινήθηκαν σε πιο ζωηρές επιλογές, τόσο όσον αφορά τα χρώματα όσο και το στιλ.

Όλες οι αποφάσεις λήφθηκαν με γνώμονα μόνο έναν στόχο: το φιλμ να μείνει πιστό στον Χάρντι και τους χαρακτήρες που δημιούργησε, όπως τονίζει ο Βίντερμπεργκ. «Για μένα η πρόκληση ήταν να αποτυπώσω μία από τις καλύτερες ιστορίες που έχει ειπωθεί ποτέ, να συλλάβω τις ιδέες του Χάρντι για την αγάπη και τη μοίρα. Η πραγματική επιτυχία για μένα θα είναι αν οι άνθρωποι βυθιστούν σε αυτόν τον κόσμο και την αλήθεια των χαρακτήρων».

Σκηνοθεσία Τόμας Βίντερμπεργκ

Σενάριο Ντέιβιντ Νίκολς

Παραγωγή Άντριου ΜακΝτόναλντ

Άλον Ρέιχ

Ηθοποιοί Κάρεϊ Μάλιγκαν

Ματίας Σένερτς

Μάικλ Σιν

Τομ Στέριτζ

Μοντάζ Κλερ Σίμπσον

Φωτογραφία Σαρλότ Μπρις Κρίστενσεν

Σκηνικά Κέιβ Κουίν

Διάρκεια 119’

Διανομή Odeon