Η Odeon  παρουσιάζει στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014 την ταινία του Φρεντ Καβαγιέ «Λάθος στο Λάθος» (Mea Culpa), με τους Βίνσεντ Λίντον, Ζιλ Λελούς και Ναντίν Λαμπακί.

Επειδή ένα λάθος δεν είναι ποτέ αρκετό…

Βίνσεντ Λίντον, Ζιλ Λελούς και Ναντίν Λαμπακί πρωταγωνιστούν σε μια συναρπαστική ταινία δράσης σκηνοθετημένη από τον ταλαντούχο Γάλλο σκηνοθέτη Φρεντ Καβαγιέ (“Point Blank”, “The Next Three Days”).

Δύο γάλλοι αστυνομικοί, φίλοι και συνάδελφοι επί σειρά ετών, ο Φρανκ (Λελούς) και ο Σιμόν (Λιντόν), αποξενώνονται και χάνουν πλήρως την επαφή μεταξύ τους, όταν ο Σιμόν προκαλεί ένα τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, οδηγώντας μεθυσμένος εν ώρα υπηρεσίας. Κάποια χρόνια μετά, όταν η οικογένειά του θα δεχτεί έντονες απειλές από τη μαφία, ο Σιμόν θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του και θα επιχειρήσει -με το ζόρι- την επανασύσταση του φοβερού τιμ που είχε κάποτε με τον άλλοτε αγαπημένο του συνάδελφο, Φρανκ.

Εκεί που το «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» συναντά την «Αρπαγή», γεννιέται το «Λάθος στο Λάθος». Μία δυνατή Ευρωπαϊκή περιπέτεια γεμάτη δράση που κόβει την ανάσα!

Λίγα λόγια από το σκηνοθέτη

Τι έχει μεσολαβήσει από τη προηγούμενη ταινία σας “À bout portant” ?

Σε ότι με αφορά, μια ταινία γεννιέται από μια επιθυμία που έχει δημιουργηθεί από προηγούμενη ταινία. Τελειώνοντας τη προηγούμενη ταινία μου “À bout portant”, είχα στα σκαριά ένα σενάριο που εκτυλισσόταν στον Καναδά, σε ένα περιβάλλον ξυλοκόπων, αλλά μετά από λίγο ανακάλυψα ότι εκείνη τη στιγμή δεν με ενδιέφερε αυτό το θέμα. Τότε ήταν που μου μίλησε ο Γκιγιόμ Λεμάν για το σενάριο που έγραψε βασισμένο σε μια ιδέα του Ολιβιέ Μαρσάλ. Μου άρεσε η κεντρική ιδέα γύρω από τη σχέση δύο αστυνομικών που εμπλέκονται σε ένα δυστύχημα που θέτει σε κίνδυνο τη καριέρα και τη ζωή ενός εξ’ αυτών. Είναι η ιστορία που έμελλε να γίνει το “Mea Culpa”. Πρόκειται για μια ιστορία εκδίκησης που εγώ την μετέτρεψα σε ιστορία λύτρωσης. Είναι αστείο να σκεφτεί κανείς ότι από την ίδια ιδέα μπορεί να γίνουν δυο εκ διαμέτρου αντίθετες ταινίες.

Ξεκινώντας αυτή τη ταινία δεν φοβηθήκατε ότι θα κάνατε ένα τρίτο θρίλερ καταδίωξης μέσα στη πόλη και χρησιμοποιώντας δύο από τους βασικούς ηθοποιούς των δύο προηγουμένων ταινιών σας;

Όχι γιατί από τη μεριά μου ήταν κυρίως θέμα διεκδίκησης. Η ταινία “Pour Elle” άγγιζε κυρίως το συναίσθημα. Το “À bout portant” είναι προσανατολισμένο καθαρά στη δράση. Με το “Mea Culpa”, το τελευταίο της τριλογίας, ήθελα να είναι ένα κράμα, δηλαδή μια αληθινή ταινία δράσης αλλά με μια δόση συναισθήματος. Μου φάνηκε λογικό να χρησιμοποιήσω τους δυο βασικούς ηθοποιούς των προηγουμένων ταινιών μου, από πρόθεση έβαζα αυτή τη νότα μέσα στο κάστινγκ. Η ταινία αυτή έχει την τύχη να επωφελείται των όσων έχω μάθει στις προηγούμενες ταινίες μου: συνδυάζει  έναν κινηματογράφο παιχνιδιάρικο και παράλληλα συναισθηματικό.

Αυτή η ιδέα του να τελειοποιείστε σε κάθε σας ταινία, είναι ένας τρόπος να αντιλαμβάνεστε τον κινηματογράφο σαν μια χειροτεχνία με την πιο ευγενή έννοια της λέξης;

Ναι μου αρέσει η ιδέα ότι ο κινηματογράφος μαθαίνεται. Μετράει και η έμπνευση αλλά από τη στιγμή που θέλω να κάνω ταινίες για τους θεατές μου, το καλλιτεχνικό εγώ μου δεν έχει μεγάλη σημασία. Θέλω όταν ο θεατής βγαίνει από την αίθουσα να λέει : Δυνατή ταινία, όχι δυνατός ο Καβαγιέ.

Στη Γαλλία οι ταινίες δράσης είναι μάλλον σπάνιες και όχι ιδιαίτερα αγαπητές. Ποια είναι η άποψη σας ;

Προσωπικά πάντα επένδυα στο είδος του κινηματογράφου υπό το πρίσμα της καρδιάς και του συναισθήματος. Όπως λέει και ο Ντάνυ ‘Ελσεν ο βασικός μου οπερατέρ, το “Mea Culpa” είναι μια «ταινία δράσης με καρδιά»: αυτό έψαχνα να κάνω. Δεν με ενδιαφέρουν οι σουπερ-ήρωες, θέλω πρόσωπα  που ναι μεν μάχονται αλλά που κάνουν λάθη και που αισθάνονται φόβο.  Για μένα αυτό είναι βασικό για τη σχέση μου με τον θεατή. Βέβαια οι πρωταγωνιστές παραμένουν ήρωες του κινηματογράφου δράσης που τους επιτρέπεται ωστόσο και μια ποιητική ελευθερία. Ανήκουν σε μια υπερβατική πραγματικότητα που είναι αυτή του κινηματογράφου της δράσης. Άκουσα κριτικές να λένε ότι η ταινία αυτή είναι λίγο υπερβολική, την κατέτασσαν στις αμερικάνικες ταινίες «πέρα από τη ζωή». Ο κινηματογράφος δράσης είναι ένα είδος από μόνο του με τους κώδικές του και αυτό είναι το ενδιαφέρον, δηλαδή να παίζεις με αυτούς τους κώδικες γιατί είναι φιγούρες πολύ δυνατές που υπάρχουν στον κινηματογράφο εδώ και δεκαετίες. Το να πλάθεις αυτές τις φιγούρες είναι ευχάριστο γιατί έτσι εμβαθύνεις σε μια κληρονομιά δεκαετιών και προσπαθείς να βγάλεις από εκεί κάτι καινούργιο.

Στον κινηματογράφο σας υπάρχει μια επιθυμία να αποκαλύπτετε πρόσωπα μέσα από τη δράση παρά από τους διαλόγους…

Ναι υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι στις ταινίες που κάνω. Οι διάλογοι είναι για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Στον κινηματογράφο προσπαθείς να περάσεις τα συναισθήματα μέσα από τις εικόνες. Εν ολίγοις, όταν θέλεις να «τραβήξεις» έναν λυπημένο, δεν τον βάζεις να πει ότι είναι λυπημένος. Ο διάλογος είναι εκεί όταν δεν μπορείς να περάσεις κάτι μέσα από την εικόνα η και από τη μουσική.


Τι σας προσέφεραν οι Βίνσεντ Λιντόν  και Ζιλ Λελούς ως κωμικοί ;

Ήθελα ηθοποιούς που να με εμπιστεύονται και με τους οποίους είχα ήδη δημιουργήσει μια τέτοια σχέση. Με κάποιον άλλον αυτή τη σχέση  θα έπρεπε να τη δουλέψουμε. Έχοντας ήδη δουλέψει με αυτούς τους ηθοποιούς στο παρελθόν ήταν πολύ πιο εύκολο τόσο γι αυτούς όσο και για μένα. Οι ηθοποιοί έπρεπε να είναι θαρραλέοι για αυτή τη ταινία. Ήξερα ότι η ταινία αυτή απαιτούσε σωματικά προσόντα και ότι οι ηθοποιοί θα έπρεπε να έχουν κότσια. Μετά τα γυρίσματα τα σώματά τους ήταν μέσα στις μελανιές και στα αιματώματα. Ωστόσο και οι δύο είναι Έξυπνοι ηθοποιοί: ξέρουν ότι αυτό το είδος του ρίσκου δίνει στην ταινία κάτι επιπλέον.

Η Ναντίν Λαμπάκι,  η ηθοποιός που υποδύεται την πρώην γυναίκα του Βίνσεντ Λιντόν είναι ωστόσο καινούργια στο στερέωμά σας…

Η Ναντίν έφερε μια άλλη διάσταση στο ρόλο της πρώην γυναίκας του Βίνσεντ: είναι μια πολύ ωραία γυναίκα, που έχει κάτι το ζεστό και το μητρικό. Είναι ρεαλιστική και αυτό είναι πολύ καλό για έναν παραγωγό γιατί συνεννοείσαι μαζί της.

Το “Mea Culpa” σηματοδοτεί μια πραγματική αλλαγή στο έργο σας. Άλλαξες βασικό οπερατέρ αφήνοντας την πραγματική αισθητική της γαλλικής  αστυνομικής ταινίας για μια εικόνα πολύ πιο «δουλεμένη», σχεδόν εξπρεσιονιστική κάποιες στιγμές…

Ήθελα να αλλάξω το οπτικό σύμπαν. Να κάνω μια ταινία μαύρη με χρώματα. Ο Ντάνυ Έλσεν πήρε τα λόγια μου τοις μετρητοίς κάνοντας μου προτάσεις που ξεπερνούσαν και αυτό που είχα κατά νου. Προβληματίστηκα αλλά γρήγορα επέλεξα να τον ακολουθήσω. Όταν γυρίζεις μια ταινία καταδίωξης πρέπει να δραματοποιείς τη δράση στην οθόνη με στοιχεία οπτικά αν θέλεις να κρατάς τη προσοχή του θεατή. Ήθελα να σπάσω την αισθητική του γαλλικού αστυνομικού φίλμ , αυτή την απλή εικόνα που είχα υιοθετήσει στις δύο προηγούμενες ταινίες μου, προς το αντίθετο, προς εικόνες πιο κορεσμένες, πιο πλήρεις. Αυτό δίνει ένα αποτέλεσμα γραφικό με μια οπτική σχεδόν σουρεαλιστική ορισμένες στιγμές. Βρίσκω το αποτέλεσμα πολύ ωραίο, δίνει μια διάσταση συμβολική σχεδόν καταχθόνια στα πλάνα. Όταν γυρίζεις ταινία καταδίωξης πρέπει να δραματοποιείς τη δράση στην οθόνη με οπτικά στοιχεία αν θέλεις να κρατάς τη προσοχή του θεατή. Εξ ου και η συνεχής αλλαγή διακόσμησης. Μια αλλαγή του περιβάλλοντος σε σκηνές καταδίωξης εμπλουτίζει τη σκηνική δραματουργία. Για μένα το decor είναι αυτό που προσδιορίζει τη δραματουργία.

Οι Πρωταγωνιστές

Ο Ζιλ Λελούς έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1995 με την ταινία “Ah Les Femmes”, ενώ το 2003 απέσπασε το βραβείο Gras Savoye στις Κάννες, με την ερμηνεία του στην ταινία “Pourkoi… passkeu”. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει επίσης τις ταινίες «Αγάπα Με Αν Τολμάς», “Ma vie en l’air”, “Tell No One”, «Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής Σου», «Υπ’ Αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος», «Οι Απίστευτες Περιπέτειες της Αντέλ» και «Μικρά Αθώα Ψέματα». Τον είδαμε επίσης στο “Sherlock Holmes: A Game of Shadows”, δίπλα στους Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και Τζουντ Λο.

Η ταλαντούχα, Λιβανέζικής καταγωγής, σκηνοθέτης Ναντίν Λαμπακί, ύστερα από την μεγάλη εμπορική επιτυχία της πρώτης της ταινίας «Caramel» (2007 – παρουσιάστηκε στο 15ήμερο Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ Καννών), παρουσίασε τη δεύτερη ταινία της «Όταν Θέλουν οι Γυναίκες». Μια δραματική ταινία με κωμικά και μουσικά στοιχεία, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρόγραμμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής. Επίσης έχει αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις στα διεθνή φεστιβάλ του Τορόντο και του Σαν Σεμπαστιάν.

Ο Γάλλος Βινσέντ Λιντόν γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1959 στη Γαλλία. Είναι ηθοποιός και συγγραφέας, γνωστός για τις ταινίες: “La Moustache” (2005) “Welcome” (2009), το “Dragon Hunters” (2008), “Pour Elle” (2008) και “Augustine” (2012).

Σκηνοθεσία Φρεντ Καβαγιέ

Σενάριο Φρεντ Καβαγιέ, Γκιγιόμ Λεμάν, Ολιβιέ Μαρσάλ

Παραγωγή Ζαν Μπατίστ Ντιπόν, Σιντονί Ντουμάς , Σιρίλ Κολμπό Ζουστίν

Ηθοποιοί Βίνσεντ Λίντον, Ζιλ Λελούς, Ναντίν Λαμπακί, Ζιλ Κοέν, Μεντί Σαντούν, Ζιλ Μπελομί

Μοντάζ Μπέντζαμιν Βέιλ

Φωτογραφία Ντάνυ Έλσεν

Κοστούμια Μαρί-Λορ Λασόν

Σκηνικά Φιλίπ Σιφρ

Διάρκεια 90’

Διανομή Οdeon