Το αριστούργημα του Μπρεχτ, «Kuhle Wampe – Σε ποιόν ανήκει ο κόσμος;» σε σκηνοθεσία Slatan Dunow, θα αρχίσει να προβάλλεται στους …
κινηματογράφους από τις 24 Φεβρουαρίου 2011.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Γερμανία, αρχές δεκαετία ’30, εποχή του Μεσοπολέμου. Σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η Γερμανία είναι από τις χώρες που βιώνουν πιο έντονα τις σκληρές συνέπειές της. Εκατομμύρια άνεργοι, άθλιες συνθήκες εργασίας, δημιουργία τεράστιων παραγκουπόλεων, φτώχεια, πείνα, απελπισία, καμιά ελπίδα για το μέλλον… Καμιά; Ίσως υπάρχει τρόπος να σωθεί ο κόσμος, μέσα από την ενωμένη δύναμη των εργατών και την αντίστασή τους στην σκληρή εκμετάλλευσή τους από τους λίγους, για τους οποίους φαίνεται να φτιάχτηκε ο κόσμος….
Στην ιστορία μας, γνωρίζουμε την Άννι, μια νεαρή εργάτρια, που πασχίζει μαζί με την οικογένειά της να επιβιώσουν στις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Ο αδελφός της, ύστερα από μήνες απελπιστικής ανεργίας, βουτά στο κενό και αυτοκτονεί. Η ίδια και η οικογένειά της αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο του μίζερου διαμερίσματός τους και βρίσκονται στο δρόμο με έξωση. Χωρίς στέγη, με τα πράγματα φορτωμένα σε ένα φορτηγάκι, αποφασίζουν να πάνε στο Kuhle Wampe, έναν καταυλισμό, μια ώρα έξω από το Βερολίνο. Εκεί, έχουν βρει καταφύγιο μεγάλες μάζες φτωχών, ανέργων, ανθρώπων χωρίς στον ήλιο μοίρα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μέσα σε αυτές τις καταστάσεις, η Άννι μένει έγκυος από τον αρραβωνιαστικό της, Φριτς, αλλά ο επικείμενος γάμος δεν πρόκειται να γίνει. Ο Φριτς πνίγεται με την προοπτική ενός γάμου αλλά και με την βαθύτερη φτώχεια που θα προξενήσει ο ερχομός ενός παιδιού. Η Άννι, ύστερα από αυτό, μετακομίζει σε μια φίλη της στο Βερολίνο και αρχίζει να συμμετέχει ενεργά στο νεανικό Εργατικό Κίνημα. Και σε μια διαδρομή με το τρένο, η Άννι μαζί με μια ομάδα του κινήματος, θα λογομαχήσουν με μερικούς ευκατάστατους συνταξιδιώτες τους…
Η ΤΑΙΝΙΑ
«Μπροστά! Χωρίς να ξεχνάμε ποιος είναι ο δρόμος μας! Μπροστά, χωρίς να ξεχνάμε: σε ποιον ανήκει ο δρόμος; Σε ποιον ανήκει ο κόσμος;».
Τα λόγια αυτά από το «τραγούδι της αλληλεγγύης» έδωσαν εν μέρει το όνομα της ταινίας. Η ταινία μιλάει για τους Βερολινέζους εργάτες και ανέργους, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που συγκλόνισε τον καπιταλιστικό κόσμο, στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Μιλάει για την εξαθλίωση που φέρνουν οι καπιταλιστές στην εργατική τάξη, για τις αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης, για τις «αξίες» του εκμεταλλευτικού συστήματος που σαπίζει αλλά και το δρόμο που έχει διαλέξει η εργατική τάξη, για την ανατροπή της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Το Kuhle Wampe ήταν μια κατασκήνωση έξω από το Βερολίνο. Όμως το Wampe στην βερολινέζικη διάλεκτο σημαίνει επίσης «στομάχι», και ο τίτλος κάνει ένα λογοπαίγνιο και υποδηλώνει «Άδειο στομάχι», δείχνοντας τη φτώχεια και την πείνα της εργατικής τάξης.
Το Kuhle Wampe είναι η πιο γνήσια Μπρεχτική ταινία που έγινε ποτέ, με το αποστασιοποιημένο παίξιμο των ηθοποιών, την ηχητική αντίστιξη, τις εσκεμμένες ανακολουθίες, όλα στοιχεία από τα θεατρικά του έργα. Είναι επίσης το πιο ριζοσπαστικό δείγμα της αποκαλούμενης Νέας Αντικειμενικότητας, δηλαδή μιας τάσης της εποχής στη Γερμανία, για τέχνη με κοινωνική συνείδηση και ντοκιμαντερίστικη απόδοση της υπόθεσης. Με γυρίσματα κυρίως σε πραγματικές τοποθεσίες, το Kuhle Wampe χρησιμοποιεί με λιτότητα το μελόδραμα, για να αναλύσει την ανεργία μέσα από μια οικογένεια Γερμανών εργατών.
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε αντίξοες συνθήκες: ήταν παραγωγή μιας Κομμουνιστικής κινηματογραφικής εταιρείας με μηδαμινούς πόρους ενώ ο χώρος των γυρισμάτων δεχόταν επιθέσεις από SA, γι’ αυτό και περιφρουρούταν από μέλη του Κόμματος! Πρόκειται για ένα συλλογικό κινηματογραφικό εγχείρημα, καθώς στην ταινία συμμετέχουν εκατοντάδες ερασιτέχνες εργάτες, 4.000 εργάτες-αθλητές του Αθλητικού Εργατικού Ομίλου Φίχτε και το πιο διάσημο εργατικό θέατρο δρόμου της εποχής. Επίσης, στην ταινία συμμετέχουν συνολικά 300 τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Ταυτόχρονα η πρώτη γερμανική ομιλούσα ταινία με θέμα την εργατική τάξη, λίγο πριν οι ναζί αλλάξουν την πορεία της ιστορίας.
Η ταινία με την κυκλοφορία της βρήκε αμέσως θυελλώδη αντίδραση από τα συντηρητικά στοιχεία. Η προβολή της απαγορεύτηκε λόγω του έντονου πολιτικού της μηνύματος, της ανοιχτής απεικόνισης θεμάτων ταμπού, όπως αυτοκτονία, έκτρωση, φτώχεια, και φυσικά, αλλά και της ξεκάθαρης κομμουνιστικής θέσης της και της αισιοδοξίας για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ταυτόχρονα, κατηγορήθηκε ότι παρουσίαζε την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και τη θρησκεία πολύ αρνητικά. Ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες όμως και από την αριστερή πλευρά, η απαγόρευση άρθηκε και προβλήθηκε μια εκδοχή της ταινίας κομμένης όμως, με νέο μοντάζ.
Στην απόδοση των μαχητικών μηνυμάτων της ταινίας βοηθάει πολύ και η δυναμική μουσική του Hanns Eisler, και ειδικά το περίφημο «Τραγούδι της αλληλεγγύης». Η μουσική του Eisler και οι στίχοι του Μπρεχτ δημιουργούν ένα σύνολο σαν γροθιά στη νοοτροπία των αστών και εμπνέουν αδελφοσύνη και δικαιοσύνη.
Όμως, δεν είναι μόνο τα θέματα με τα οποία ασχολείται ή η εξαιρετική δουλειά στη μουσική, που καθιστούν την ταινία μοναδική. Η αισθητική της ταινίας και η κινηματογραφική της γλώσσα είναι αξιοσημείωτη. Οι χαρακτηριστικές σκηνές με την οδύσσεια των ποδηλατών που ψάχνουν για δουλειά ίσως φέρνει στο νου κάτι από το μετέπειτα αριστούργημα του νεορεαλισμού «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» ενώ οι Μπρεχτικές τεχνικές της «αποστασιοποίησης», με τις οποίες είναι γεμάτη η ταινία, φέρνουν στο μυαλό έντονα τις ταινίες του Γκοντάρ, και γενικά του Νέου Κύματος, που είχαν μελετήσει τον Μπρεχτ. Με τις οπτικές τεχνικές της αποστασιοποίησης, η κοινωνική κριτική γίνεται πολύ πιο έντονη και ουσιαστική.
Οι συντελεστές της ταινίας επίσης αποτελούν εγγύηση για το εξαιρετικό αποτέλεσμα που έμεινε στην ιστορία: Ο Slatan Dudow είχε εργαστεί πλάι στον Φριτς Λανγκ, στην παραγωγή του αριστουργήματός του, «Metropolis», ενώ και ο συνθέτης Hanns Eisler είναι γνωστός για τη μουσική του σε ένα άλλο αριστούργημα του μεσοπολέμου, το «Βερολίνο, συμφωνία μιας μεγαλούπολης» του Βάλτερ Ρούτμαν. Όσο για το δεύτερο σκέλος της συγγραφικής ομάδας, πέρα από τον θρυλικό BERTOLT BRECHT, που άλλαξε τη στάση μας απέναντι στην τέχνη και επηρέασε ολόκληρο τον 20ο αιώνα, και ο Ernst Ottwald ήταν ένας διακεκριμένος συγγραφέας και σεναριογράφος. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας όλων αυτών δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια ταινία εκρηκτική!
Ο Μπρεχτ πάντα πίστευε ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με επαναστατικό τρόπο. Και με την ταινία αυτή, ο Μπρεχτ ερευνά και πάλι τους προβληματισμούς αυτούς και κυρίως ρωτάει: «Τι είναι πολιτική τέχνη;» Ταυτόχρονα, δίνει στον κινηματογράφο τα αισθητικά εργαλεία για να δημιουργηθεί πολιτική τέχνη, με τον δυναμικότερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο και με τις ιδέες του προωθεί την αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες. Ο Μπρεχτ μάλιστα, σε αυτή την ταινία συμμετέχει ενεργά στην δημιουργία της ταινίας, σκηνοθετώντας την τελική σκηνή της ταινίας: την πολιτική λογομαχία σχετικά με την οικονομική κρίση.
Η ταινία έχει εξαιρετική αντίληψη της δεινής πολιτικής κατάστασης εκείνης της εποχής και αξίζει ως παράδειγμα και για τις δικές μας σημερινές καταστάσεις παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Τα βιομηχανικά τοπία στην αρχή της ταινίας, οι τίτλοι των εφημερίδων που περιγράφουν την τραγική κατάσταση, οι μικροαστικές κατοικίες, οι μάζες των ανέργων που ψάχνουν για δουλειά και σκοτώνονται για ένα δελτίο μεροκάματου, δίνουν μια αίσθηση της μοντέρνας πόλης ως ένας τόπος που μπορεί να έχεις μόνο δύο δυνατότητες: ή απόλυτη απελπισία ή αλληλεγγύη και μάχη για ένα καλύτερο αύριο.
Η ταινία υποστηρίζει το δεύτερο. Η ζωή εργατών έχει καταντήσει ένας καθημερινός αγώνας για επιβίωση και οι επιλογές πολλές φορές φτάνουν μεταξύ ζωής και θανάτου. Μια ολόκληρη τάξη ασφυκτιά, μια κοινωνία έχει πάθει συμφόρηση, και η ταινία καταγράφει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο την κατάσταση αυτή, προκαλώντας τόση αίσθηση, που η προβολή της απαγορεύτηκε! Μια ταινία, μια ανάσα πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, αποτελεί το κύκνειο άσμα της ελπίδας για ένα διαφορετικό μέλλον από αυτό που ακολούθησε τελικά η Γερμανία εκείνης της εποχής, με τα τραγικά αποτελέσματα που γνωρίζουμε…
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Ο πατέρας του σύγχρονου θεάτρου, όπως τον έχουν αποκαλέσει, και μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης, γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας από πατέρα καθολικό και μητέρα προτεστάντισσα. Αν και διακρίθηκε στην τέχνη, οι αρχικές του σπουδές ήταν στην ιατρική. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα υπηρετήσει ως νοσοκόμος. Ωστόσο, την ίδια εποχή αρχίζει να ασχολείται με αυτό που τον γεμίζει περισσότερο: την ποίηση και το θέατρο.
Γράφει ποιήματα και θεατρικά κείμενα. Το «Εγκόλπιο Ευσέβιας» είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή και θα ακολουθήσουν και άλλες, ενώ η ανατρεπτικότητά του και η συμβολή του στο παγκόσμιο θέατρο θα τον κάνουν να ονομαστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς και δραματουργούς όλων των εποχών. Την ίδια στιγμή, ο Μπρεχτ ενδιαφέρεται και για την πολιτική και την κοινωνική κατάσταση και δίνει μια έντονη πολιτική χροιά στα κείμενά του. «Ο πόλεμος με ξεσήκωσε», γράφει ο ίδιος. Έτσι λοιπόν, το 1918 μία πολιτική αναταραχή στη Βαυαρία θα εμπνεύσει το «Βάαλ», το πρώτο του θεατρικό έργο. Παράλληλα, βρίσκει μεγάλη έλξη στην κομμουνιστική θεωρία: «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό, και από τον επόμενο χρόνο ξεκινά τη συστηματική του επαφή με τον κομμουνισμό.
Το 1922 παντρεύεται την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζοφ. Ένα χρόνο αργότερα θα αρχίσει να φοιτά στην Μαρξιστική Εργατική Σχολή, όπου μελέτησε διαλεκτικό υλισμό και έπιασε και την πρώτη του δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο του Βερολίνου.
Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ. «Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει για να εγκατασταθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του και γυναίκα της ζωής του που τόσα χρόνια τον ακολούθησε στην εξορία, Χέλενε Βάιγκελ.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης. Ο ίδιος διατύπωσε και εφάρμοσε στα έργα του τη θεωρία του «επικού θεάτρου» και εισήγαγε την τεχνική της αποστασιοποίησης, υπενθυμίζοντας διαρκώς στον θεατή την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή.
Αυτή η δραματική φόρμα σχετιζόταν με παρόμοιες μοντερνιστικές καινοτομίες της εποχής, όπως τα μυθιστορήματα του Τζέιμς Τζόις, το ιδεολογικό μοντάζ του Αϊζενστάιν, το κυβιστικό «κολλάζ» που εισήγαγε ο Πικάσο στη ζωγραφική. Όμως, αντίθετα με πολλές avant-garde καλλιτεχνικές προσεγγίσεις, ο Μπρεχτ δεν είχε σκοπό να καταρρίψει την έννοια της τέχνης αλλά ήθελε να της δώσει μια νέα λειτουργία, μια νέα διάσταση, μια νέα κοινωνική χρήση. Τα έργα του είναι επαναστατικά και αντιεξουσιαστικά.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ, θα αποτελέσει μια «γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου και προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή μιούζικαλ.
Στη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του. Η Μαρξιστική φιλοσοφία και η κομουνιστική θεωρία θα τον επηρεάσουν καθοριστικά. Θα στραφεί και θα υπηρετήσει το «διδακτικό και ανθρωπιστικό» θέατρο. «Η δουλειά του Μπρεχτ είναι η πιο σημαντική και πιο πρωτότυπη στην ευρωπαϊκή δραματουργία από την εποχή του Ίμπσεν και του Στρίνμπεργκ» θα γράψει ο Ρέιμοντ Ουίλιαμς.
Η επίδραση του έργου του ήταν μεγάλη σε πάρα πολλούς θεατρικούς συγγραφείς και σκηνοθέτες, ώστε να μιλάμε καθαρά για «μπρεχτική παράδοση» που περιλαμβάνει καλλιτέχνες όπως: Ντάριο Φο, Τζόαν Λίτλγουντ, Πίτερ Μπρουκ, Πίτερ Βάις, Πίνα Μπάους, Τόνι Κούσνερ και Κάριλ Τσώρτσιλ. Ταυτόχρονα, οι θεωρίες του και οι τεχνικές του έχουν επηρεάσει και σκηνοθέτες όπως: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Λίντσεϊ Άντερσον, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Τζόζεφ Λόουζι, Ναγκίσα Οσίμα, Λαρς Φον Τρίερ και Χαλ Χάρτλεϊ.
Ο Μπρεχτ πέθανε το 1956 αφήνοντας πίσω μια τεράστια πνευματική και καλλιτεχνική κληρονομιά και ένα ανεπανάληπτο επαναστατικό πνεύμα, που εμπνέει ακόμα.
Σκηνοθεσία: SLATAN DUDOW
Σενάριο: BERTOLT BRECHT, ERNST OTTWALD
Μουσική: HANNS EISLER
Παραγωγή: WILLI MUNZENBEG, LAZAR WECHSLER
Πρωταγωνιστούν: HERTHA THIELE, ERNST BUSCH MARTHA WOLTER, ADOLF FISCHER