Kamasi Washington: Δημιουργός μιας πολυσύνθετης jazz

Η συναυλία του Kamasi Washington και της μπάντας του στην Τεχνόπολη δείχνει ότι πρόκειται για πολύ καλούς μουσικούς που όμως έχουν πολλή δουλειά ακόμα για να φτάσουν ή να ξεπεράσουν τους θρύλους της jazz.

Βρέθηκα την Τρίτη, 4/7 στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων για να παρακολουθήσω τη συναυλία του Kamasi Washington, προσκεκλημένου της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Γύρω στις 10 το βράδυ και καθότι η προσέλευση ήταν μικρότερη των προσδοκιών, το κομμάτι του χώρου που προοριζόταν για όσους είχαν εισιτήρια VIP, συμπυκνώθηκε (πολύ σωστά) από τους διοργανωτές. Δυστυχώς, αυτό δείχνει πως στην Ελλάδα του σήμερα, που η κοινωνία βιώνει την μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, ακόμα και τα λίγα ευρώ διαφορά φαίνονται περιττά έξοδα στο μουσικόφιλο κοινό. Η προσέλευση του κόσμου γινόταν με αργούς και χαλαρούς ρυθμούς κάτι που οδήγησε σε μία μικρή καθυστέρηση. Βέβαια, δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο να καθορίζεται η ώρα έναρξης μιας συναυλίας από την (αργή) προσέλευση του ελληνικού κοινού. Ωστόσο, το νεανικό, κατά κύριο λόγο, κοινό έδειχνε να μην ενοχλείται από την 20λεπτη σχεδόν καθυστέρηση και συνέχιζε να κουβεντιάζει κάτω από το δροσερό αεράκι.

Στις 10 και 20, λοιπόν, υπό  τους ήχους του χειροκροτήματος, κάποιων ουρλιαχτών και σφυριγμάτων του γεμάτου από κόσμο χώρου της Τεχνόπολης, βγήκε στη σκηνή ο Kamasi Washington (τενόρο σαξόφωνο) και η μπάντα του «Next Step» που αποτελείται από τον Ryan Porter (τρομπόνι), τον Joshua Crumbly (μπάσο), τον Brandon Coleman (πλήκτρα), τον Rickey Washington (σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο), την Patrice Quinn (φωνητικά) και δύο ντράμερ, τον Robert Miller και τον Jonathan Pinson. Ένα στοιχείο που καθιστά ξεχωριστή τη φιγούρα του Kamasi στη σκηνή είναι το signature look, όμοιο με αυτό του Sun Ra, το οποίο είναι εμπνευσμένο από θρησκευτικά ρούχα της Αφρικής, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντιστοιχία με τις σπουδές του στην εθνομουσικολογία. Έπειτα από έναν σύντομο χαιρετισμό και μια ευχαριστήρια εισαγωγή προς το ελληνικό κοινό, η συναυλία ξεκίνησε με το marching beat των drums το οποίο ακολούθησε ο Porter με ένα εξαιρετικό εναρκτήριο solo. Στην αρχή της συναυλίας υπήρξαν κάποια προβλήματα στον ήχο τα οποία στη συνέχεια διορθώθηκαν σταδιακά και αφορούσαν κυρίως στην ένταση του μικροφώνου της Patrice Quinn η οποία δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου στα πρώτα κομμάτια, ενώ έως το τέλος παρέμεινε και ένα ελαφρύ βουητό σε κάποιον ενισχυτή, το οποίο δεν ήταν εμφανές όσο έπαιζαν οι μουσικοί παρά μόνο στις παύσεις μεταξύ των τραγουδιών.

Το πρώτο κομμάτι που άνοιξε τη συναυλία ήταν το πολύ καλό «Change of the Guard» και ακολούθησε το ηλεκτρονικό και πιο ήρεμο «The Next Step». Ο ευχάριστος Kamasi, σύστησε πάνω από μια φορά κάθε μέλος της μπάντας, δείχνοντας έτσι τον σεβασμό του προς εκείνους. Στη συνέχεια, ο Αμερικανός σαξοφωνίστας κάλεσε στη σκηνή τον πατέρα του, Rickey και έπαιξαν μαζί τη διασκευή του Terence Blanchard, «Malcolm’s Theme», ένα κομμάτι αφιερωμένο στον Malcolm X, ενώ μια από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς αποτέλεσε το solo των δύο σαξοφώνων όπου πατέρας και γιός καταχειροκροτήθηκαν από τον κόσμο. Με το εκπληκτικό «Giant Feelings» και το φανταστικό solo του Coleman ο οποίος τραγουδούσε με ρομποτική φωνή, παραμορφωμένη από εφέ και παράλληλα, παρήγαγε έναν εξαιρετικό ηλεκτρονικό ήχο από τα πλήκτρα του, ανέβηκαν οι ρυθμοί στην Τεχνόπολη και ο κόσμος χόρευε και χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια. Μια όμορφη στιγμή της συναυλίας ήταν όταν σε ένα solo του Kamasi, ο τρομπονίστας Porter τραβούσε βίντεο από το κινητό του, ενώ, από το πλάι της σκηνής, ο Rickey Washington καμάρωνε τον γιο του. Τα solos του Kamasi θα χαρακτηρίζονταν επιθετικά, με πολλά ουρλιαχτά και κραυγές από το τενόρο σαξόφωνό του που φυσικά έχουν χώρο και λόγο ύπαρξης σε ένα αυτοσχεδιαστικό solo, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να αποτελούν τη κύρια μορφή έκφρασης του καλλιτέχνη. Ιδιαίτερα εμφανής ήταν η μεγάλη επιρροή και ομοιότητα του Kamasi με τον Pharoah Sanders, καθώς μοιράζονται πολλά στοιχεία free jazz και world fusion.

Εξαιρετικό ήταν και το solo του μπασίστα ο οποίος, χρησιμοποιώντας ειδικά πετάλια για εφέ και συνοδευόμενος από τον ντράμερ Pinson, προκάλεσε έντονες εκδηλώσεις θαυμασμού από το κοινό το οποίο, στη πλειοψηφία του, χόρευε. Επίσης, ακούσαμε το «Leroy and Lanisha», ενώ ακολούθησαν διαδοχικά solos των δυο ντράμερ σε ένα κομμάτι το οποίο ο Kamasi ονόμασε «Drum Talk», καθώς οι δυο ντράμερ ήταν μόνοι πάνω στη σκηνή και «συνομιλούσαν» μέσω των ντραμς τους. Πολύ θετική εντύπωση έκαναν όλοι οι μουσικοί με τα εκπληκτικά τους solos με τους Porter, Crumbly και Coleman να ξεχωρίζουν, κατά τη γνώμη μου, λίγο παραπάνω καθότι κατάφεραν πολλές φορές να ξεσηκώσουν το κοινό και να το κάνουν να χορέψει. Τελευταία τραγούδια της setlist ήταν το πολύ καλό «Re Run Home» και το soulful «The Rhythm Changes», τα οποία η Quinn ερμήνευσε σαφώς καλύτερα σε σχέση με τα προηγούμενα. Παρά την επιθυμία του κοινού για ένα encore, αυτό δεν έγινε και έτσι, η συνολικής διάρκειας 1 ώρας και 50 λεπτών συναυλία ολοκληρώθηκε 10 περίπου λεπτά μετά τα μεσάνυχτα.

Συνολικά, η εμφάνιση του Kamasi Washington και της μπάντας του ήταν πολύ καλή και το κοινό φάνηκε να πέρασε όμορφα το βράδυ, αλλά για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρη αν αυτή η βραδιά θα μείνει αξέχαστη στους λάτρεις της jazz,  παρά κάποιες πολύ καλές στιγμές. Ο αυτοσχεδιασμός του Kamasi θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολύ βασικός και κατά τη γνώμη μου, δεν δικαιολογεί τη μεγάλη δημοσιότητα που έχει λάβει έπειτα από τη κυκλοφορία του δίσκου του, «The Epic». Οι μη μυημένοι στο είδος ίσως πιστέψουν ότι ο Kamasi Washington είναι ο ορισμός της jazz. Όμως, ο 36χρονος συνθέτης και μουσικός δεν είναι τυπικό παράδειγμα καθώς είναι δημιουργός μιας περίτεχνης jazz που συνδυάζει στοιχεία acid jazz, bebop, experimental, funk/soul, hip-hop, West Coast jazz, cosmic spiritual jazz και jazz fusion. Στη προσπάθειά του να συνδυάσει πολλά πράγματα μαζί, τελικά δεν καταφέρνει να βρει τη δική του φωνή και χάνεται μέσα στην πολυπλοκότητα της μουσικής του.

Η jazz, ως είδος, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό και την αυθεντική ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, καταφέρνοντας να συνδεθεί μοναδικά με τον ακροατή μέσω των συναισθημάτων που του προκαλεί. Αυτός είναι και ο  λόγος που μερικά -κλασσικά πλέον- jazz albums, όπως το «Kind Of Blue» του Miles Davis, το «A Love Supreme» του John Coltrane, το «Moanin’» των Art Blakey & The Jazz Messengers και το «Saxophone Colossus» του Sonny Rollins ακούγονται μέχρι σήμερα και, δεκαετίες μετά την πρώτη τους κυκλοφορία, καταφέρνουν να συγκινήσουν. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο μουσικός να έχει κάτι να πει και να έχει βρει τον δικό του αυθεντικό τρόπο να το εκφράσει. Δυστυχώς, ο Kamasi και η παρέα του είναι μερικοί πολύ καλοί μουσικοί που όμως έχουν πολλή δουλειά ακόμα για να φτάσουν ή να ξεπεράσουν τους θρύλους της jazz.


Διαβάστε επίσης: 

Ο Kamasi Washington για μία μοναδική συναυλία στην Τεχνόπολη!

Kamasi Washington: Μια συναυλία “επικών” διαστάσεων στην Τεχνόπολη

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ