Η καλύτερη ορχήστρα του κόσμου (σύμφωνα με το περιοδικό Gramophon), για άλλη μια φορά προσκεκλημένη του Μεγάρου Μουσικής, έρχεται για δυο

βραδιές στην Αθήνα, με μαέστρο τον 33χρονο Άντρις Νέλσονς, μια από τις λαμπερές υποσχέσεις της διεθνούς μουσικής σκηνής και τον Ζαν-Υβ Τιμποντέ, έναν από τους πιο συναρπαστικούς πιανίστες της εποχής.

Στο πρόγραμμα των δύο συναυλιών: Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, Εισαγωγή-Φαντασία «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» (εκδοχή του 1880), Καμίγ Σαιν Σανς, Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 5, έργο 103 και Ίγκορ Στραβίνσκι, Πετρούσκα (εκδοχή του 1947).

Οι συναυλίες που θα πραγματοποιηθούν στις 22 και 23 Νοεμβρίου στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης είναι ενταγμένες στη δημοφιλή Σειρά «Μεγάλες Ορχήστρες – Μεγάλοι Μαέστροι».

Η Βασιλική Ορχήστρα Κοντσέρτχεμπάου του Άμστερνταμ είναι 123 ετών, αλλά έχει κατακτήσει μια αιώνια νεότητα  με την επίμονη παράδοσή της να εκσυγχρονίζει τον  ήχο της, να είναι φιλική σε καινούργια μουσικά ρεύματα και να εμπιστεύεται νέους μαέστρους  με φρέσκιες ιδέες για τη σχέση της μουσικής με το κοινό.

Ο Μαρίς Γιάνσονς, ο έκτος αρχιμουσικός στην ιστορία της ορχήστρας, διαδέχθηκε τον Ρικάρντο Σαγύ το 2003 και βρήκε στους 120 μουσικούς της τους ιδανικούς συνεργάτες για το όραμά του: «Θέλω κάθε μας κοντσέρτο να είναι ένα γεγονός, για μένα, για την ορχήστρα, για το κοινό». Το όραμα γίνεται πραγματικότητα σε κάθε εμφάνιση της ορχήστρας και το ελληνικό κοινό έχει γίνει αρκετές φορές μάρτυρας των συναυλιών-γεγονότων. Πριν από δυο χρόνια ο Λετονός Γιάνσονς έφερε μαζί του στην Αθήνα τον Κινέζο αστέρα-πιανίστα Λανγκ-Λανγκ και εφέτος παραχωρεί το πόντιουμ στον συμπατριώτη του Άντρις Νέλσονς, που στα 33 του χρόνια έχει κατακτήσει, όπως και ο μέντοράς του Γιάνσονς, μουσικούς, κριτικούς και κοινό. Κι ακόμα καλεί τον  Ζαν-Υβ Τιμποντέ, έναν ευαίσθητο και εκκεντρικό πιανίστα, μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα της μουσικής σκηνής

O ΜΑΕΣΤΡΟΣ Τρομπετίστας και λυρικός τραγουδιστής, πριν γίνει μαέστρος, ο Νέλσονς γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρίγα, πρωτεύουσα της Λετονίας. ‘Όταν ήταν 5 χρόνων ο πατριός του τον πήγε στην όπερα, στον Τανχόιζερ του Βάγκνερ και ο πεντάχρονος αντί να δυσφορήσει με αυτό το μεγάλης διάρκειας έργο, υπνωτίστηκε: «Με κυρίεψε η μουσική. Έκλαψα όταν πέθανε ο Τανχόιζερ. Ακόμα πιστεύω ότι αυτό ήταν το σημαντικότερο γεγονός της παιδικής μου ηλικίας».

Πριν από αυτή τη βραδιά, το οικογενειακό περιβάλλον του Νέλσονς ήταν ήδη εγγύηση ότι το μέλλον του θα ήταν η μουσική. Ο πατέρας του ήταν βιολοντσελίστας και μαέστρος και η μητέρα του είχε δημιουργήσει το πρώτο σύνολο παλιάς μουσικής στη Λετονία. Ο νεαρός Νέλσονς ασκούσε την ωραία φωνή του με αγγλικά μαδριγάλια και έπαιζε με το πιάνο. Στα 12 χρόνια του το άφησε για την τρομπέτα και ήταν τόσο καλός, που έφηβος ακόμα έγινε μέλος της ορχήστρας της Εθνικής Όπερας της Λετονίας.

«Η θητεία μου στην ορχήστρα με βοήθησε να κατανοήσω την ψυχολογία των μουσικών, συνειδητοποίησα τη σημασία της συλλογικής δουλειάς και είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πολλούς μαέστρους στο πόντιουμ. Κατάλαβα ότι αν και άλλοι είναι αυστηροί, άλλοι διπλωματικοί και άλλοι τυραννικοί, τελικά δεν έχει σημασία, γιατί η ορχήστρα ανταποκρίνεται μόνο σε μαέστρους που ξέρουν τι ακριβώς να της προσφέρουν, σε έμπνευση και κύρος».

Αν ο Τανχόιζερ ήταν η πρώτη μοιραία συνάντησή του με τη μουσική στα 5 του χρόνια, η τυχαία συνάντησή του με τον Μαρίς Γιάνσονς τον  έκανε να εγκαταλείψει την τρομπέτα και να δοκιμάσει την μπαγκέτα του μαέστρου. Ο Γιάνσονς βρέθηκε στη Ρίγα με την Φιλαρμονική του Όσλο και ο Νέλσονς στο κοινό. Ο τρομπετίστας της ορχήστρας αρρώστησε, ο Νέλσονς έτρεξε στο σπίτι του, έφερε την τρομπέτα του και τον αντικατέστησε στη Φανταστική Συμφωνία του Μπερλιόζ, χωρίς πρόβα. Αντί για αμοιβή ζήτησε να παρακολουθήσει για μια εβδομάδα τις πρόβες της ορχήστρας με τον Γιάνσονς και έγινε ο γρήγορος μαθητής ενός ήδη διάσημου μαέστρου.

Στα 21 του διηύθυνε για πρώτη φορά την ορχήστρα της Εθνικής Όπερας της Λετονίας και στα 23 του έγινε ο αρχιμουσικός της. Από εκεί και πέρα ο Νέλσονς έδειξε ότι ήξερε να αξιοποιεί τις μεγάλες ευκαιρίες ζωής, όπως στην περίπτωση με τον Γιάνσονς. Το 2009 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης με την ‘Τουραντότ’. Άρεσε τόσο, που τον κάλεσαν την επόμενη χρονιά για την  ‘Ντάμα Πίκα’ του Τσαϊκόφσκι. Το 2009 έκανε και την πρώτη του εμφάνιση στον Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου με την ‘Μποέμ’, το καλοκαίρι του 2010 η φήμη του,  του άνοιξε τις πόρτες του ναού του Μπάιρόιτ, και τον έφερε στον αγαπημένο του Βάγκνερ, εκεί από όπου άρχισε η περιπέτειά του με τη μουσική.

Μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής της Πόλης του Μπέρμιγχαμ από πέρυσι, διευθύνει με μεγάλες και εκφραστικές κινήσεις, που δείχνουν τις επιρροές του Γιάνσονς, εμπνέει στους μουσικούς βαθύ πάθος και ένταση. Ακόμα και ο ίδιος ο Άντρις Νέλσονς έχει εκπλαγεί με την ιλιγγιώδη εξέλιξή του, «Έχεις όνειρα από φοιτητής, αλλά δεν ελπίζεις ότι θα γίνουν πραγματικότητα τόσο γρήγορα».

Ο Νέλσονς δεν πιστεύει ότι ένας μαέστρος μπορεί να καλύψει όλη τη μουσική. «Και ούτε πρέπει. Είναι πιο έντιμο να αφιερώνεσαι στη μουσική που είναι πιο κοντά στην καρδιά σου».

Ο ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ  Για τον Ζαν-Υβ Τιμποντέ το πιάνο είναι μια εμπειρία των αισθήσεων και όταν η εμπειρία αυτή περιλαμβάνει και το κοινό, τότε, όπως λέει ο ίδιος, ο κύκλος της επικοινωνίας είναι πλήρης.  Δεν ξέχασε ποτέ τη συμβουλή που ο Αρθούρος Ρουμπινστάιν του έδωσε, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα: έχει σημασία να είναι πρώτα το κοινό ευχαριστημένο και μετά οι κριτικοί. Χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην άψογη μουσικότητά του, έχει αναπτύξει έναν άνετο και σαγηνευτικό τρόπο να μιλάει με το κοινό και το κοινό τον ανταμείβει με γενναιόδωρο χειροκρότημα πριν  ακόμα κατεβάσει τα χέρια του από τα πλήκτρα.

Η κομψή και εντυπωσιακή του δεξιοτεχνία, το πάθος, τα χρώματα, η καθαρή άρθρωση της κάθε νότας κάνουν τους κριτικούς να μιλάνε για «τον ήχο Τιμποντέ», που ίσως οφείλεται στον έντονο εκλεκτικισμό του, στην αγάπη του για την κλασική μουσική, αλλά και τη μουσική δωματίου, την όπερα, αλλά και τη τζαζ, τη μουσική για τον κινηματογράφο, αλλά και την ποπ και το τάνγκο. Άλλωστε η δισκογραφία του, που περιλαμβάνει 40 εκδόσεις, καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα, από κλασικά κοντσέρτα και ρεσιτάλ μέχρι τη τζαζ του Ντιούκ Έλιγκτον και του Μπιλ Έβανς.

Γεννήθηκε στην Λυών το 1961, από γονείς πανεπιστημιακούς, αλλά και ερασιτέχνες μουσικούς. Ο πατέρας του έπαιζε βιολί και η μητέρα του πιάνο. Μύησε και τον γιό της από νωρίς  στον κόσμο των πλήκτρων και στα 5 του χρόνια άρχισε μαθήματα στο Ωδείο της Λυών. Στα 7 του έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, στα 12 κέρδισε το χρυσό μετάλλιο του Ωδείου, συνέχισε αμέσως μετά στο Ωδείο του Παρισιού (με τους Άρθουρ Σνάμπελ, Λυσέτ Ντεκάβ, Άλντο Τσικολίνι), τρία χρόνια αργότερα κέρδισε το πρώτο βραβείου του παρισινού Ωδείου και στα 18 του κέρδισε, στη Νέα Υόρκη, τον διαγωνισμό Young Concert and Artists Auditions.

H δεξιοτεχνία του εντυπωσίασε τον απαιτητικό Βλάντιμιρ Χόροβιτς και η καριέρα του ακολούθησε τις διαδρομές των ξεχωριστών ερμηνευτών: Συμφωνική του Σικάγο, Συμφωνική της Ατλάντας, Φιλαρμονική του Λος Άντζελες, Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας. Εμφανίσεις στις σημαντικότερες αίθουσες συναυλιών στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. Συνεργασίες με λυρικές τραγουδίστριες:  Ρενέ Φλέμινγκ, Τσετσίλια Μπάρτολι. Αγκέλικα Κιρχσλάγκερ. Με σπουδαίους βιολονίστες: Γιούρι Μπασμέτ, Τζόσουα Μπελ, Τζούλια Φίσερ. Με διάσημους βιολοντσελίστες: Τρουλς Μερκ, Ντάνιελ Μύλερ, Γκωτιέ Καπυσόν. Συμμετοχή στις μουσικές επενδύσεις ταινιών: Το πορτρέτο μιας Κυρίας, της Τζέιν Κάμπιον, Περηφάνια και Προκατάληψη, Atonement. Διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες, ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων, που του απένειμε η Γαλλική Δημοκρατία.

Οδηγός ζωής του Τιμποντέ, η συμβουλή του πατέρα του να επιδιώξει μια ευρύτερη καλλιέργεια. Μιλάει 4 γλώσσες, έχει μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία, τις τέχνες, την ιστορία, τον κινηματογράφο, οι αγαπημένοι του συγγραφείς είναι ο Δάντης, ο Σαίξπηρ και ο ποιητής Ράινερ-Μαρία Ρίλκε ενώ το βιβλίο που του έδωσε την πυξίδα ζωής είναι ‘Ο  Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί’: περιέργεια, αθωότητα και ευρύτητα αντιλήψεων.

Ζει στο Παρίσι και στο Λος Άντζελες, τον ντύνει η καλή του φίλη Βίβιεν Γουέστγουντ  και τοποθετεί τη μόδα στο ίδιο βάθρο με τις άλλες τέχνες: «η μόδα είναι μια αυθεντική μορφή τέχνης, το ίδιο όπως η μουσική ή η ζωγραφική, οι μεγάλοι σχεδιαστές είναι πραγματικά μεγάλοι καλλιτέχνες».

Αυτή η ανοιχτή, ποικιλόμορφη ζωή που έχει επιλέξει, αποτυπώνεται και στην μεγάλη ομορφιά και την ήρεμη αισθαντικότητα των ερμηνειών του. «Κάθε πρωί ξυπνάω με ένα αίσθημα χαράς και αισιοδοξίας, γιατί κάνω αυτό που μου αρέσει και πληρώνομαι γι αυτό».