Πριν από χρόνια κυκλοφορούσε συχνά στον χώρο της δισκογραφίας μία έκφραση η οποία χρησιμοποιούνταν ως εξήγηση του γιατί τα ελληνικά συγκροτήματα με αγγλικό στίχο δεν μπορούν να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό και ειδικότερα στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Μερικές φορές μάλιστα η έκφραση αυτή έπαιρνε τη θέση επιχειρήματος  για να υποστηρίξει με θέρμη την άποψη ότι ποτέ ένα ελληνικό συγκρότημα με αγγλικό στίχο δεν θα κάνει μεγάλη καριέρα στην Αγγλία ή στην Αμερική.

Η έκφραση «Σουηδός που παίζει ρεμπέτικα» σήμαινε ό,τι όπως ένας Σουηδός μουσικός με ρεπερτόριο με ελληνικό στίχο και ρεμπέτικο ήχο δεν θα έκανε ποτέ καριέρα στην Ελλάδα, έτσι και ένα ελληνικό συγκρότημα με ελληνικό στίχο δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει καριέρα σε Αγγλία και Αμερική. Με τη λογική ότι οι αγγλοσάξωνες έχουν τα δικά τους σχήματα και δεν χρειάζονται τα δικά μας τα οποία επιπλέον θα τους ακούγονται  σε ένα βαθμό παράξενα ή ίσως και  αφύσικα ακόμη. Όπως ας πούμε θα μας φαινόταν αντίστοιχα κι εμάς αφύσικο το αποτέλεσμα ενός Σουηδού που θα τραγουδούσε ρεμπέτικα με ελληνικό στίχο.

Έχω καιρό να ακούσω την έκφραση και έτσι κι αλλιώς δεν είναι η πρόθεση μου εδώ να ασχοληθώ με το αν το επιχείρημα αυτό έχει βάση ή όχι. Απλά το θυμήθηκα με κάποια αφορμή αυτό το καλοκαίρι και με έναν ας πούμε ανάστροφο συνειρμό  έφτασα να σκέφτομαι την όλο και μεγαλύτερη επιτυχία που γνωρίζει εδώ και αρκετούς  μήνες στην Ελλάδα ο Γερμανός καλλιτέχνης Christian Ronig.

Ο Ronig διασκευάζει ελληνικά τραγούδια (ρεμπέτικα αλλά όχι μόνο) και μάλιστα τα τραγουδά έχοντας προσαρμόσει τον στίχο τους στα αγγλικά (με δύο εξαιρέσεις όπου τραγουδά στα γερμανικά).

Για όσους τυχόν δεν το έχουν πάρει ήδη είδηση (στην εποχή της υπερπληθώρας πληροφοριών και του συνεπαγόμενου «θορύβου» που δημιουργείται  κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου απίθανο) ο Christian Ronig έχει καλό airplay σε ραδιοφωνικούς σταθμούς με σημαντική ακροαματικότητα, έχει κάποιες δεκάδες χιλιάδες χτυπήματα στο you tube σε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ του «Greece is mine» που έχουν ανέβει εκεί και το κυριότερο έχει εμφανιστεί live στην Ελλάδα στον Σταυρό του Νότου, στο Φεστιβάλ της Μονής Λαζαριστών και στο Φεστιβάλ Λιπάσματα. Πιθανόν μάλιστα να μου διαφεύγει και κάποια ακόμη σημαντική εμφάνιση του.

Ακόμη κι αν μου διαφεύγει όμως κάποια εμφάνιση του, η «συγκομιδή» είναι εντυπωσιακή αν σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά συνέβησαν σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνω ότι στην εποχή μας (και εξαιτίας της υπεπληθώρας πληροφοριών που ήδη ανέφερα  παραπάνω) για να ξεχωρίσει η δουλειά ενός καλλιτέχνη και να κάνει επιτυχία  χρειάζεται εκτός των – πολλών – άλλων  και μια απλή και άμεσα κατανοητή ιστορία να την συνοδεύει. Μια ιστορία, ένα αφήγημα,  που να συνοψίζεται κατά προτίμηση σε ένα μότο αποτελούμενο από  7 λέξεις μάξιμουμ:

π.χ. «Γερμανός που διασκευάζει ελληνικά τραγούδια στα αγγλικά».

Φαίνεται να είναι ένα από τα προαπαιτούμενα η ύπαρξη ενός τέτοιου αφηγήματος  πλέον. Και μάλιστα προαπαιτούμενο ίσως σημαντικότερο από το να είναι η δουλειά του καλλιτέχνη  αυτό που λέμε καλή, σημαντική ή/και με κάποιο τρόπο αξιόλογη.

Βεβαίως η δουλειά του Ronig είναι καλή. Είναι μια φροντισμένη παραγωγή με πολύ καλούς – έλληνες – μουσικούς (σε όσα τραγούδια δεν παίζει μόνο με την κιθάρα του), φροντίδα στις ενορχηστρώσεις αλλά και στην προσαρμογή των στίχων, φαντασία στον τρόπο που γίνεται η διασκευή (παρόλο που κάποιες φορές ο χαρακτήρας του τραγουδιού μπαίνει στην «Προκρούστιο κλίνη» προκειμένου να «χωρέσει» σε κάποια δυτικά ή –σπανιότερα-  βαλκανικά πρότυπα)  κλπ.

Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μου.

Το θέμα μου – και το σημείο προβληματισμού μου – είναι ότι στην ελληνική μουσική σκηνή τα τελευταία (αρκετά πια) χρόνια δρουν ορισμένοι δημιουργοί (συγκροτήματα ή μεμονωμένοι καλλιτέχνες)  οι οποίοι παρακολουθώντας  στενά το διεθνές μουσικό γίγνεσθαι, εκφράζονται δημιουργώντας μουσικές και τραγούδια που διαλέγονται ουσιαστικά και με φαντασία τόσο με τις αναζητήσεις της διεθνούς μουσικής σκηνής όσο και με την ελληνική μουσική παράδοση και το ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Και το αποτέλεσμα που παράγουν είναι τέτοιο που δεν φαίνονται οι «ραφές».  (Όποιος/όποια ενδιαφέρεται κάπως παραπάνω για αυτό το θέμα μπορεί να ανατρέξει σε προηγούμενο «Άρση-Θέση» εδώ για να βρει προς το τέλος του άρθρου – που γράφτηκε με άλλη αφορμή –   μερικούς μόνο από τους πολλούς δημιουργούς αυτής της τάσης). Είναι ένα αποτέλεσμα φρέσκο, σημερινό, συνδεδεμένο με το κοινωνικό και το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής μας  που επιχειρεί (και φέρνει σε πέρας με επιτυχία θεωρώ) τον συγκερασμό φαινομενικά μόνο ετερόκλητων ειδών με ένα τρόπο λειτουργικό και οργανικό (όπως organic, όχι όπως insterumental).

Παρόλα αυτά το ελληνικό κοινό έδειξε στην πράξη – τουλάχιστον για το 2018 – ότι προτιμάει περισσότερο  να ακούσει παλιά ελληνικά τραγούδια που του είναι ήδη γνωστά, σε ενορχηστρώσεις από τις οποίες έχει αφαιρεθεί  τμήμα του παραδοσιακού ή/και λαϊκού ελληνικού στοιχείου, έχει αντικατασταθεί από στοιχεία που συναντά κανείς τακτικά στην Δυτική δισκογραφία  και έχουν διασκευαστεί οι στίχοι τους από τα ελληνικά στα αγγλικά, από ένα Ευρωπαίο (σε αυτό το σημείο το ότι είναι συγκεκριμένα Γερμανός δεν έχει ίσως κάποια ιδιαίτερη σημασία).

Το ελληνικό κοινό προτίμησε αυτό από το να προτιμήσει να  ακούσει νέα τραγούδια, από νέες καλλιτεχνικές «φωνές», με ενορχηστρώσεις που δείχνουν ότι έχουν  γνώση (πολλές φορές βαθιά γνώση) των διεθνών τεχνικών ενορχήστρωσης και παραγωγής  και που είναι ταυτόχρονα μπολιασμένα με πλήθος στοιχείων της παραδοσιακής, λαϊκής και γενικότερα των θετικών στοιχείων της ευρύτερης παράδοσης της ελληνικής τραγουδοποιίας.

Η καλλιτεχνική πρόταση των σχημάτων αυτών – για τα περισσότερα από τα οποία έχουν περάσει αρκετά χρόνια πλέον από την πρώτη μέρα που συστηματικά άρχισαν να καταθέτουν τη δουλειά τους μέσα από συναυλίες ή/και τη δισκογραφία – δεν έδειξε στην πράξη (δηλ. στην «αγορά») να συγκινεί ούτε το ελληνικό κοινό αλλά ούτε και τις διόδους εκείνες μέσα από τις οποίες μια νέα καλλιτεχνική πρόταση φτάνει στο κοινό.  Σίγουρα όχι τόσο όσο η αντίστοιχη δουλειά του Christian Ronig πάντως. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να «πρέπει» π.χ. κάποιο από αυτά τα σχήματα να χρειάζεται να επιδιώξει να ανοίξει μία από τις συναυλίες του Ronig επί ελληνικού εδάφους για να έχει μια καλύτερη ευκαιρία να γίνει κάπως πιο γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό και να τραβήξει την προσοχή του στη δουλειά του. Το λες και οξύμωρο αυτό…

Ελπίζω όλο αυτό να οφείλεται απλά στη δύναμη του αφηγήματος  «Γερμανός που διασκευάζει ελληνικά τραγούδια στα αγγλικά» και να μην οφείλεται σε κάτι άλλο με πιο βαθιές ρίζες…

Και εν τέλει, πιο άγριο.

Όπως και να έχει πάντως, δεν φταίει κανείς Christian Ronig για αυτό.

Christian Ronig – Burning With Desire