Όσο περνά ο καιρός και το θεατρικό τοπίο μεγαλώνει αδιάκοπα, τόσο απαραίτητη γίνεται η ύπαρξη ανθρώπων με ξεκάθαρη άποψη, καθώς και διάθεση να υπηρετήσουν καθετί ειλικρινές και αυθεντικό συνιστά την καλλιτεχνική τους ταυτότητα. Ένας τέτοιος δημιουργός είναι και ο Γιάννος Περλέγκας. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να δουλεύει με επιμονή πάνω σε ό,τι τον εκφράζει ουσιαστικά, αποκλείοντας έτσι διάφορες «ευκολίες» στις οποίες θα μπορούσε να είχε αφεθεί. Είναι άλλωστε από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη και την προτίμηση των θεατών.

Μετά τις τελευταίες επιτυχημένες παραγωγές που συμμετείχε ή σκηνοθέτησε όπως «Ο Αδαής και ο Παράφρων», «Αγριόπαπια»,  «Βάκχαι» στην Λυρική, αλλά και το «Relax Mynotis» με τον «δάσκαλό» του, Βασίλη Παπαβασιλείου, καταπιάνεται αυτό το διάστημα με το «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλλο, που παρουσιάζει στο Θέατρο Τέχνης με μια ομάδα εκλεκτών συνεργατών, μα και προσωπικών του αγαπημένων φίλων.

Λίγο πριν ξεκινήσει η συγκεκριμένη παράσταση, βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του για όσα τον αφορούν προσωπικά και όσα τον απωθούν, καθώς και το τι επιδιώκει από την παρουσία του στο σανίδι. Έτσι γίνονται αντιληπτά αυτά που καθιστούν την καλλιτεχνική του προσωπικότητα ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα. Όπως άλλωστε τονίζει και ο ίδιος, «είμαι ένας προβληματικός ηθοποιός που έχει υποφέρει στην επαγγελματική του ζωή κατά κύριο λόγο από την έλλειψη ανάσας. Προσπαθώ να ενθαρρύνω την ανάσα μου και την ομαδική ανάσα των συναδέλφων μου που θαυμάζω ως μονάδες και ξέρω την ανάγκη όλων μας να μιλάμε μια κοινή σκηνική γλώσσα».


– Σε μια περίοδο που η θεατρική Αθήνα φαίνεται να «αγαπά» τον Πιραντέλλο, παρουσιάζετε στο Τέχνης το «Να ντύσουμε τους γυμνούς». Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στο συγκεκριμένο κείμενο και πώς θελήσατε να το φωτίσετε σκηνοθετικά;

Η Μαριάννα Κάλμπαρη είδε τον «Αδαή και τον Παράφρονα» στην τρίτη επανάληψη της παράστασης στο Θέατρο Πορεία, μόλις πέρυσι. Αμέσως μετά, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω ένα ιταλικό έργο δικής μου επιλογής στο Θέατρο Τέχνης. Χωρίς να έχω ιδέα για την φετινή πιραντελλική θεατρική χρονιά, ενστικτωδώς και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, και χωρίς, το κυριότερο, σαφή επίγνωση του μεγέθους που είχα να αντιμετωπίσω, είπα «Πιραντέλλο». Πάλι τυχαία, χωρίς να ξέρω το γιατί, επέλεξα τους «Γυμνούς».

Ήξερα ότι ήθελα να ξανασυναντηθώ με την Μαρία Πρωτόπαππα, έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο στη ζωή μου, που νιώθω αδερφική μου φίλη και συνοδοιπόρο. Με αντίστοιχα κριτήρια δικής μου αγάπης και επαγγελματικού θαυμασμού προς αυτούς, ήρθαν κι οι υπόλοιποι: η Εύη Σαουλίδου, ο Θανάσης Δήμου, ο Θάνος Τοκάκης, η Μάγδα Καυκούλα κι ο Στέργιος Κοντακιώτης. Έπειτα ήρθε η μεταφραστική δουλειά με την Ελένη Γεωργίου, η μελέτη για τον Πιραντέλλο και το έργο. Από τα πρώτα στάδια της μεταφραστικής δουλειάς, μέχρι και τώρα, λίγο πριν την πρεμιέρα, αιχμαλωτίστηκα και ελπίζω ότι σιγά-σιγά παραδίδομαι σε μία πρωτόγνωρη σαγήνη που μου ασκείται από το έργο και τον συγγραφέα.

Τα ξαφνιάσματα που προκαλεί η ιδιοφυΐα του Πιραντέλλο είναι καθημερινά. Ως προς τη σκηνοθετική ανάγνωση της παράστασης δεν έχω να πω πολλά: προσπαθούμε να φωτίσουμε αυτήν την πιραντελλική παραβολή με τον μανδύα του ρομαντικού μελοδράματος που φοράει το έργο, υπό το πρίσμα της Commedia italiana, του Καθαρτηρίου του Δάντη και του Ιερώνυμου Μπος. Δηλαδή, μη ρεαλιστικά. Είναι ούτως ή άλλως κάτι παράτολμο, που θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα προδώσει τον Πιραντέλλο.

– Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται στην εποχή του θεατρικού πλουραλισμού, κλασικά έργα που εκ πρώτης όψεως ίσως για κάποιους να φαντάζουν κάπως… «ρυτιδιασμένα»;

Ο θεατρικός πλουραλισμός, κατ’ αρχάς, δεν χρειάζεται τα κλασικά έργα για να αναπτυχθεί. Ο θεατρικός πλουραλισμός βαφτίζει «τον πάσα ένα» συγγραφέα, σκηνοθέτη, ηθοποιό, μεταφραστή κ.ο.κ. Η παγκόσμια εκφραστική δημοκρατία, όπως την αποκαλεί ο Βασίλης Παπαβασιλείου, μπορεί, γιατί όχι, να ονομάζει τον Σαίξπηρ ρυτιδιασμένο, τον Πιραντέλλο γερασμένο, τον Ίψεν παρωχημένο και πάει λέγοντας. Υπάρχει ταυτοχρόνως και η μόδα της υπονόμευσης των κλασικών έργων καθώς και η μόδα ενός έξυπνου, αισθητικού ευτελισμού τους. Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Το παρόν χρησιμοποιεί το παρελθόν κατά πώς το βολεύει, δεν σκύβει από πάνω του για να το μυρίσει μπας και του απελευθερώσει τα κλειστά αρώματα του, σκύβει πάνω του για να το στραμπουλήξει ή και να το κοροϊδέψει. Όμως υπάρχουν δυνάμεις στο ελληνικό θέατρο που πολεμούν ενάντια σε αυτό.

– Τι σας αρέσει ιδιαίτερα στο κομμάτι της σκηνοθεσίας; Από όταν ξεκινήσατε να σκηνοθετείτε, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζετε τον εαυτό σας ως ηθοποιό, αλλά και το πώς βλέπετε σκηνοθεσίες άλλων, στις οποίες καλείστε να συμμετέχετε;

Είμαι εμψυχωτής συνάδελφων μου ηθοποιών. Θέλω να ελπίζω ότι δεν μεταβάλλομαι σε σκηνοθέτη με την νεκρή, εμπορική και κίβδηλη αξία που έχει αρχίσει πλέον να αποκτά αυτός ο όρος. Είμαι ένας προβληματικός ηθοποιός που έχει υποφέρει στην επαγγελματική του ζωή κατά κύριο λόγο από την έλλειψη ανάσας. Προσπαθώ να ενθαρρύνω την ανάσα μου και την ομαδική ανάσα των συναδέλφων μου που θαυμάζω ως μονάδες και ξέρω την ανάγκη όλων μας να μιλάμε μια κοινή σκηνική γλώσσα. Όταν συμμετέχω ως ηθοποιός σε σκηνοθεσίες άλλων, προσπαθώ, στο μέτρο του δυνατού, να εξασφαλίζω αυτές τις δύο παραμέτρους: την αναπνοή μου και μια στοιχειωδώς συνεπή σκηνική γλώσσα.

– Η παράσταση έχει επιχορηγηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού. Πόσο σημαντική θεωρείτε την χρηματοδότηση ενός καλλιτεχνικού έργου; Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να επηρεάσει το γενικό αποτέλεσμα, λόγω των κριτηρίων που μια παραγωγή πρέπει να πληροί ώστε να λάβει τα χρήματα;

Η επιχορήγηση από το Υπουργείο Πολιτισμού, η αποφασιστική συνεισφορά και βοήθεια του μηχανικού Αλέξη Βαζούρα για την κατασκευή του απαιτητικού σκηνικού, η δική μας, οικογενειακή οικονομική συνεισφορά, ήρθαν να ενισχύσουν και να επηρεάσουν το τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα, που ξεκίνησε ως μια παραγωγή του Αντώνη Περιστεράκου, ο οποίος αρχικά μας εμπιστεύτηκε. Η χρηματοδότηση που πήραμε, έτσι όπως αποφασίσαμε να την αξιοποιήσουμε ως ομάδα, εξασφάλισε μία αξιοπρέπεια στην πληρωμή των συντελεστών της παράστασης και την πλήρη μισθοδοσία των ηθοποιών από την πρώτη μέρα της πρόβας. Αυτή ακριβώς η πολιτική μας επιλογή για την αξιοποίηση των χρημάτων απευθείας στους ανθρώπους που στελεχώνουν τη δουλειά, πιστεύω πως ναι, θα επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.

– Όσο περνά ο καιρός, τι έργα ή ποιοι συγγραφείς νιώθετε να σας αφορούν περισσότερο και τι αναζητάτε πλέον στις συνεργασίες σας;

Έχω την ευτυχία να είμαι μέλος μιας δημιουργικής ομάδας, η οποία, από τον «Αδαή» και μετά, θεωρώ πως έχει σχηματιστεί με γνώμονα τον σεβασμό και την αγάπη για τη δουλειά μας αφενός, και αφετέρου με την πάγια θέση μας ότι διεκδικούμε να πληρωνόμαστε γι’ αυτό που κάνουμε. Επιτρέψτε μου να αναφέρω τα ονόματά τους: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου, Λουκία Χουλιάρα, Γεωργία Μπούρα, Μάγδα Καυκούλα, Νίκος Βλασσόπουλος, Κορνήλιος Σελαμσής, Γιώργης Βασιλόπουλος.

Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, έργα και συγγραφείς διαλέγουμε για να ακονίζουμε τα ανθρώπινα ερωτήματά μας. Μοιραία και στις συνεργασίες μας αναζητούμε να ακονίσουμε μαζί με άλλους τα ίδια ερωτήματα.

– Θυμάστε τι ήταν αυτό που σας οδήγησε ουσιαστικά – έφηβο ακόμα – στο θεατρικό σανίδι; Ύστερα από τόσες επιτυχίες στην υποκριτική, ποια πράγματα θα λέγατε πως σήμερα σας κρατούν σε εγρήγορση ως καλλιτέχνη;

Η θεατρική οικογένειά μου, ασυζητητί. Με τόσο θέατρο γύρω μου δεν γινόταν μάλλον να γλιτώσω. Αυτές τις επιτυχίες που αναφέρετε, ειλικρινά δεν μπορώ να τις δω. Συμμετοχές, πολλές αποτυχημένες προσεγγίσεις, λίγες μεθοδικές συναντήσεις που κάτι απέδωσαν, ναι μπορώ να τις δω. Επιτυχίες, όπως τις αναφέρετε, όχι. Αν κοιτούσα να εξασφαλίζω και να μετράω επιτυχίες, δεν θα μπορούσα να έχω την απαραίτητη καλλιτεχνική εγρήγορση για την οποία μιλάτε.

– Το γεγονός πως ξεκινήσατε την διαδρομή σας σε μια παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, πόσο καθοριστικό ήταν για τη συνέχεια; Λειτούργησε αυτό –τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια – ως βάρος και επηρέασε τις μετέπειτα επιλογές σας;

Πολύ συχνά έχω δώσει απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα και η αλήθεια είναι αυτή. Η επίδραση του Λευτέρη Βογιατζή επάνω μου ήταν και είναι ακόμα καταλυτική με τις πολλές αρνητικές επιπτώσεις που έφερε μοιραία στην αυτοπεποίθησή μου, μα κυρίως τις ανυπολόγιστα πολλές θετικές συνέπειες. Φυσικά και έκρινε τις επιλογές μου. Μέχρι που επιτέλους συνεργάστηκα με τον Βασίλη Παπαβασιλείου και επηρεάστηκα στη θεατρική μου χειραφέτηση από εκείνον. Ο Λευτέρης υπήρξε η πρώτη ιδεολογική θωράκιση της πορείας μου. Ο Βασίλης, η ιδεολογική θωράκιση του επαγγελματικού μου θάρρους και της πολιτικής υπόστασής μου μέσα στη δουλειά.

– Ένας δημιουργός σαν εσάς, που «γεννήθηκε» και μεγάλωσε μέσα στο θέατρο και το γνώρισε από κάθε οπτική, πώς κρίνει σήμερα τον χώρο, έτσι όπως διαμορφώνεται;

Ζοφερό, ιδρυματικό και ανθυγιεινό.

– Πώς θα σας βρει καλλιτεχνικά το 2019; Υπάρχουν ανακοινώσιμα σχέδια;

Θα ντύνουμε τους Γυμνούς. Παράλληλα, με ηθοποιούς τον Θάνο Τοκάκη και τον Θανάση Δήμου, ετοιμάζουμε μια ισπανική κωμωδία στο Μικρό Γκλόρια που θα παρουσιαστεί τον Φεβρουάριο.

– Κλείνοντας, θα θέλατε να μας αποκαλύψετε πώς ονειρεύεστε ιδανικά το μέλλον;

Να μπορώ να είμαι υγιής, ζωντανός και ικανός να προσφέρω ό,τι μπορώ στην οικογένειά μου.


Διαβάστε επίσης:

Να ντύσουμε τους γυμνούς, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στο Θέατρο Τέχνης