Η μετάφραση είναι της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, η σκηνοθεσία του Κων/νου Μαρκουλάκη ενώ πρωταγωνιστούν οι Δημήτρης Καταλειφός και Λουκία Μιχαλοπούλου. Μαζί τους ο Μιχάλης Πανάδης συμπληρώνει μία εξαιρετική διανομή.

Το έργο “Skylight”, ανέβηκε πρώτη φορά στο Λονδίνο από το Εθνικό Θέατρο το 1995 και αργότερα στο West End και στο Broadway. Έχει κερδίσει το βραβείο Tony «Καλύτερης παράστασης» το 2015 και Olivier «Καλύτερου έργου» το 1996.

Ο Βρετανός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης ασχολείται με το κατά πόσο δύο άνθρωποι διαφορετικής αντίληψης για τη ζωή, μπορούν να αγαπηθούν. Πραγματεύεται με καίριο τρόπο και χιούμορ πως μπορεί μια ερωτική σχέση να ευδοκιμήσει με ανόμοιες κουλτούρες κοινωνικά και πολιτικά.

Ο πυρήνας του κειμένου αναφέρεται στο δεσμό ενός ζευγαριού που είχαν ερωτική σχέση, του Τομ Σάρτζεντ και της Κίρα Χόλις. Ξανασυναντώνται μετά από τρία χρόνια με πρωτοβουλία του Τομ και προσπαθούν να ανακαλύψουν τι υπάρχει ακόμη ζωντανό.

Ακούγεται στερεότυπο, η νεαρή κοπέλα να ερωτεύεται άντρα μεγαλύτερό της κατά είκοσι χρόνια, αλλά το παρακάμπτουμε καθώς η ουσία του κειμένου υπερβαίνει οποιαδήποτε ένσταση επ’ αυτού.

Το σημαντικό που κινεί και τα νήματα της δράσης είναι η αλλαγή στα μέχρι τώρα standards της Κίρα. Η μεταποίηση του υλικού της πρώην ιδεολογίας της, την έχει ενηλικιώσει με τον ανάλογο βαθμό ωριμότητας. Πολεμώντας εφιάλτες και φαντάσματα του παρελθόντος, ζει μια πρωτόγνωρη «αγιοποίηση» με έναν ενθουσιασμό που τη γεμίζει πληρότητα. Εργάζεται ως δασκάλα στην πιο υποβαθμισμένη συνοικία ανατολικά του Λονδίνου, αποποιούμενη ό,τι τη συνδέει με την προηγούμενη ζωή. Αναπτύσσει έναν ακραιφνή ιδεαλισμό για τους δικούς της λόγους , κάτι που ο κεφαλαιοκράτης Τομ αδυνατεί να κατανοήσει.

Η σύγκρουση είναι σφοδρή με ποικιλία στα επίπεδα συμπεριφοράς των δύο χαρακτήρων, που αγαπιούνται μεν, αλλά δε συγχρωτίζονται με κανένα τρόπο. Η μεγάλη κοσμοθεωρητική απόσταση γίνεται ο εφαλτήρας για τη «συμφωνημένη» μεταξύ τους αυτοψία της σχέσης.

Ο Τομ, άνθρωπος της αγοράς, εξουσιαστικός και αριβίστας, δείχνει στην Κίρα τον αυτοεγκλεισμό της σε χώρο που δεν της αξίζει. «Το να αγαπάς τους ανθρώπους είναι εύκολο. Το να αγαπάς έναν άνθρωπο αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα σε φέρει ακριβώς στην κόψη». Αυτή η ατάκα του συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία του σε μια στιγμή βαθιάς ειλικρίνειας.

Αποκαλύπτει σθεναρά κάτι σημαντικό που η αγωνίστρια Κίρα δεν τόλμησε να σκεφτεί ποτέ. Η λαγνεία της «προσφοράς» στους αδύναμους την εμπόδιζε να δει καθαρά, πώς τιμωρούσε τον εαυτό της ζώντας σε άθλιο περιβάλλον.

Σαν να ξόρκιζε τις ενοχές της για την παράνομη σχέση που είχε για έξη χρόνια ζώντας με την οικογένεια του Τομ. Εξάλλου η απότομη φυγή της αυτό σημαίνει, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη γυναίκα του εραστή της. Μια γυναίκα που της έδειξε εμπιστοσύνη και τη δέχτηκε στο σπίτι της.

Και βέβαια εδώ δεν μιλάμε για ζήτημα ηθικής, αλλά για σοβαρό υπαρξιακό θέμα. Κάτι που δε σημαίνει πως υποβαθμίζεται το σύστημα αξιών της ηρωίδας.

Η ανάγκη της σε νεαρή ηλικία να ξεφύγει από την επιρροή του πατέρα την οδήγησε στην αναζήτηση εργασίας. Άπειρη και μπερδεμένη σχετίζεται με τον σχεδόν μεσήλικα Τομ που πνιγόταν σε ένα γάμο τελειωμένο συναισθηματικά κατά τη γνώμη του. Σανίδα σωτηρίας η Κίρα, που ενέδωσε για τους δικούς της λόγους. Από ψυχαναλυτική άποψη εξηγείται το φαινόμενο, καθώς βρήκε μία οικογένεια στρωμένη κι έναν «μπαμπά» να την αγαπά με μπόλικες δόσεις έρωτα.

Αυτή η εμπειρία που έγινε τραυματική μας αποκαλύπτει η καταπληκτική στο ρόλο Λουκία Μιχαλοπούλου. Ερμηνεία βαθιά, εσωτερική, δραματική χωρίς ίχνος υπερβολής, μετρημένη και ψύχραιμη. Ξεδιπλώνει όλη τη γκάμα των «οδυνηρών» συναισθημάτων και απωθημένων αναμνήσεων. Πάθος, ένταση, νοσταλγία την αναγκάζουν να ξαναδεί το πριν και να αποφασίσει για την πορεία της με τη δική της πυξίδα. Είναι πια αποδεσμευμένη από το παρελθόν και αυτό το χρωστά στον Τομ. Γιατί ο ξαφνικός ερχομός και η πίεσή του να ξανασμίξουν την μετακινεί νοητικά και αδράττει την ευκαιρία να απελευθερωθεί. Έτσι αναλαμβάνοντας το κομμάτι της ευθύνης που της αναλογεί απωθεί τις όποιες ψυχολογικές αγκυλώσεις την εμπόδιζαν έως τώρα.

Συνειδητοποιεί πως ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπά, αλλά δεν μπορεί να ζήσει μαζί του. Γιατί δεν τους δένουν ούτε οι ίδιες ιδέες ούτε τα ίδια όνειρα για το μέλλον. Η Μιχαλοπούλου κινείται με όλο το «βάρος» της σκηνικής της ικανότητας, μέσα στο πετσί του ρόλου. Είναι σαν ο Sir David Hare να το έγραψε για εκείνη. Μία από τις πλούσιες ερμηνείες που έχει συνηθίσει να μας χαρίζει.

Ο Τομ του Δημήτρη Καταλειφού αδυνατεί να κατανοήσει, εστιασμένος μόνο στις παγιωμένες πεποιθήσεις του, πως ο κόσμος δεν ανήκει στους επιχειρηματίες. Σε μια καμπή της ζωής του γνωρίζοντας τη μικρή Κίρα πιστεύει σε μια δεύτερη ευκαιρία στον έρωτα. Η ανάγκη και ο περιστασιακός φόβος εκατέρωθεν τους ένωσε σε μια παράνομη σχέση με το ανάλογο πάθος που αυτή εξασφαλίζει. Αν λάβουμε υπόψη ότι το «παράνομο» είναι αφροδισιακό μπορούμε άνετα να εξηγήσουμε πλευρές αυτού του δεσμού.

Έχουμε ένα χαρακτήρα νάρκισσο που δεν ωρίμασε ποτέ, απαιτητικό, με στοιχεία αλαζονείας. Διαπραγματεύεται την επανένωση παίζοντας το χαρτί της αλλαγής. Οδοστρωτήρας συναισθημάτων περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή η ετοιμοθάνατη γυναίκα του να τον συγχωρήσει. Και βέβαια το θεωρούσε δίκαιο να το κάνει αφού αυτός της είχε εξασφαλίσει δωμάτιο με θέα στη φύση και έναν ωραίο φωτεινό φεγγίτη, λίγο πριν πεθάνει.

Αυτό το κάδρο καλείται ο αξιόλογος ηθοποιός μας να σκιαγραφήσει και να αποτυπώσει τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις της προσωπικότητας του επιχειρηματία.

Ο Δημήτρης Καταλειφός στέκεται επάξια ενσαρκώνοντας αυτή την «αιρετική» περσόνα, ακροβατώντας ανάμεσα στον πραγματισμό του και την αγάπη για την Κίρα. Πρακτικότητα ενάντια στον ιδεαλισμό, το άκρον άωτον της διαφορετικότητας. Και ενώ τον έχουμε συνηθίσει σε πιο χαμηλού προφίλ ρόλους, η ερμηνεία αυτή έχει τόλμη, υποκριτική συνέπεια και διεκδικητικό ρεαλισμό. Έτσι αποδεικνύει την εμβέλεια του αδιαπραγμάτευτου ταλέντου του και φυσικά το σεβασμό στο πολυεδρικό κείμενο.

Ο Μιχάλης Πανάδης παίζει εύστοχα το γιο του Τομ, με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό. Ως Έντουαρντ εισβάλλει στο σπίτι της Κίρα απρόσκλητος για να την πείσει να γυρίσει στον πατέρα του. Στα λόγια και στη συμπεριφορά του διακρίνονται κάποια κοινά πράγματα με εκείνον. Η τελική σκηνή όμως το ανατρέπει όλο αυτό αφήνοντας την ελπίδα της χαρακτηριολογικής αλλαγής του.

Ο Κων/νος Μαρκουλάκης οργανώνει μία στέρεη και «ανοιχτή» γεωμετρία του έργου με τη συμβολή των λιτών σκηνικών της Αθανασίας Σμαραγδή. Δόθηκε μεγάλη σημασία στο λόγο, την έκφραση, το ύφος και την κίνηση του σώματος. Επίσης αισθητό είναι και το εύστοχο χιούμορ που ο σκηνοθέτης το αξιοποίησε επαρκέστατα.

Με απλά υλικά σκηνοθετεί με λειτουργικό τρόπο κάνοντας το θεατή να ψάχνει το δικό του φεγγίτη. Μια αχτίδα φωτός, στα δικά του αδιέξοδα, μία διαφυγή από τα σκοτεινά του κομμάτια, μία αντίσταση στην αυτοπαγίδευσή του.

Τα κοστούμια επιμελήθηκε η Μαρία Κοντοδήμα, τη μουσική σύνθεση ο Μίνως Μάτσας και τους φωτισμούς ο Αλέκος Γιάνναρος. Όλοι τους ικανοί, βοήθησαν στην αισθητική αυτής της θεατρικής δουλειάς.

Μια πληθωρική παράσταση που δείχνει πως δεν αρκεί μόνο η αγάπη αλλά χρειάζεται να συγκλίνουν και οι ποιότητες των ανθρώπων.

Συστήνεται.


Διαβάστε επίσης:

Φεγγίτης, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο Εμπορικόν