«Όπως εγκλωβίζεται κανείς σε ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη την πόρτα, και δεν τού περνά από το μυαλό ότι η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα, και κανονικά πρέπει να την τραβήξει αντί να την σπρώχνει, έτσι ακριβώς σε έχω ερωτευτεί κι εγώ, μικρή μου. Με έναν τρόπο δηλαδή, εκτυφλωτικά λανθασμένο, του οποίου οι συνέπειες ούτε που μ’ αγγίζουν. Στις πιο βαθιές νυχτερινές μου σκέψεις, σε ταΐζω την ψυχή μου. Εσύ όμως δεν χορταίνεις. Στις πρωινές και φαινομενικά πιο διαυγείς, σου δίνω άφεση για τη φωτιά που μού ‘χεις ανάψει, και προτιμώ να καταδιώκω τη δόλια μου καρδιά για τον συναγερμό που τόλμησε να σημάνει. Είμαι ένας άνδρας παντρεμένος, κι είναι σαφέστατα λεπτή, σχεδόν ηλεκτροφόρα, η γραμμή ανάμεσα στο να αγαπώ την επικοινωνία μας και να είμαι εθισμένος σ’ αυτήν, αλλά αισθάνομαι ότι την έχω κιόλας περάσει. Αλήθεια, σου μυρίζει κάτι; Η σάρκα μου είναι που καψαλίζεται για μιαν επαφή με τη δική σου…».

Αν κι ενδεχομένως να μπορούσαν, όχι, τούτα τα λόγια δεν έχουν πατέρα τον ερωτευμένο Έρνεστ Χέμινγουεϊ με τη Μαρλέν Ντίτριχ, αλλά κάθε άνδρα σαν κι εκείνον, που τις νύχτες βάζει νωρίς τη γυναίκα του για ύπνο, κι έπειτα βουτά απερίσπαστος στο φλογερό του πάθος για μιαν άλλη που τον περιμένει ξύπνια. Κι αφού λοιπόν έτσι κάνουν όλοι, όπως θα συμφωνούσε κι ο Μότσαρτ σε μιαν εκσυγχρονισμένη εκδοχή της όπεράς του, και παρόλο που τέτοιου είδους ιστοριούλες σπανίως τις βρίσκει δεύτερος χειμώνας, τι διαφορετικό να έγραφε άραγε, στη Γερμανίδα ηθοποιό, ο βραβευθείς συγγραφέας με το Πούλιτζερ του 1953 και το Νόμπελ του 1954, και η περιπέτειά τους διήρκησε 30 ολόκληρα χρόνια; Με δεδομένο επίσης, πως ουδέποτε πλάγιασαν στο ίδιο κρεβάτι;

Παράνομοι πλατωνικοί εραστές

Γνωρίστηκαν σε μια κρουαζιέρα στην Καραϊβική το 1934. Εκείνος κάπνιζε την πίπα του στο κατάστρωμα και αυτή έκοβε κουρασμένες βόλτες λίγα μέτρα παραπέρα, με πέδιλα που την είχαν χτυπήσει. Και έτσι πάντως, ήταν χάρμα οφθαλμών. Άγγελο θύμιζε μες στο λευκό της φόρεμα. Εκτός αυτού, ήταν πανέξυπνη και καθόλου χθεσινή όσον αφορά στα θάρρητα που έδινε στους άνδρες. Η Μαρλέν Ντίτριχ έμελλε να γοητεύσει σφόδρα το golden boy της «Χαμένης Γενιάς» των Αμερικανών Λογοτεχνών, και όταν αυτό συνειδητοποίησε πως έπρεπε να κοπιάσει για να κερδίσει την προσοχή της, αποφάσισε να βγάλει τους κρυμμένους άσσους από το μανίκι και να τινάξει τη συναισθηματική της μπάνκα στον αέρα. Παρόλο που δεν ξαναειδώθηκαν ούτε μια φορά καθ’ όλη τη διάρκεια της κρουαζιέρας, εκείνο το έναστρο βράδυ είπαν πολλά και στη μετέπειτα αλληλογραφία τους ακόμα περισσότερα. Και παρότι κι οι δύο παντρεμένοι, μέσα από τα καθημερινά γράμματά τους αγκιστρώθηκαν γερά ο ένας στον άλλον χωρίς αυτό να σημαίνει πίεση, εμμονές κι υστερίες.

Με άλλα λόγια, αυτό που κατάφεραν να χτίσουν, αποτελεί αδιαμφισβήτητα την ιδανικότερη απόδειξη για το ότι σε ζητήματα καρδιάς πρέπει κανείς να σφάλλει τολμώντας, παρά να σφάλλει όντας μια ζωή προσεκτικός. Και αν δικαιώθηκαν σε κάτι ως παράνομοι πλατωνικοί εραστές, είναι πως τελικά αγάπη θα πει, πάνω από όλα να παίρνεις αλλεπάλληλα ρίσκα, να χάνεις εαυτό και λογική, κι απλώς να ελπίζεις πως κάποια στιγμή θα έρθει κι η δική σου σειρά να ρεφάρεις.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Εκείνος γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις κι ανατράφηκε σε αυστηρό κι έντονα  θρησκευτικό περιβάλλον. Σε νεαρή ηλικία διακρίθηκε για τις συγγραφικές και ποδοσφαιρικές του ικανότητες, στα δεκαοχτώ εγκαινίασε την δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, και παρόλο που το ήθελε πολύ, τελικώς δεν κατετάγη στον Αμερικανικό στρατό όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Αντ’ αυτού, έγινε δεκτός από τον Ερυθρό Σταυρό ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου, και το 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Εκεί έμελλε να κινδυνεύσει σοβαρά η ζωή του, να παρασημοφορηθεί από την Ιταλία για την ανδρεία του και να ερωτευτεί τρελά μια νοσοκόμα, στην οποία αφιέρωσε το έργο του «Αποχαιρετισμός στα όπλα» (1929). Αργότερα, ευφυής και γοητευτικός, θα συνδεόταν φιλικά με τους Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Τζέιμς Τζόις και Έζρα Πάουντ. Λάτρης του κινδύνου, θα γινόταν και πολεμικός ανταποκριτής, και από τις εμπειρίες του θα εμπνεόταν έργα όπως τα: «Πράσινοι λόφοι της Αφρικής» (1935), «Να έχεις και να μην έχεις» (1937), «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα;» (1940), «Ο κήπος της Εδέμ» (1946), «Ο γέρος και η θάλασσα» (1952), κ.α.

Όσον αφορά στους τέσσερις γάμους του, εδώ μπορούμε να πούμε πως τού έμαθαν πως από κάθε τέλος ξεπηδούν νέες αρχές, πως οι άνδρες που στερούν τα παράπονα από τις γυναίκες, είναι επιεικώς αποτυχημένοι, και πως δεν καθορίζουν οι ναυαγισμένες σχέσεις μας το ποιοί είμαστε, αλλά ο τρόπος με τον οποίο βγαίνουμε ζωντανοί και μουσκεμένοι από αυτές.

Μαρλέν Ντίτριχ

Η Μαρλέν Ντίτριχ κουβαλούσε πάνω κάτω τα ίδια μυαλά. Κι ίσως γι’ αυτό να ταίριαξαν με το Χέμινγουεϊ. Γεννημένη στις 27 Δεκεμβρίου 1901 στο Βερολίνο από εύπορη οικογένεια, η τσαχπίνα ηθοποιός που ξεχώρισε σε ταινίες όπως: «Γαλάζιος Άγγελος» (1930), «Μαρόκο» (1930), «Κατάσκοπος Χ-27» (1932), «Σαγκάη Εξπρές» (1932), «Desire» (1936), κ.α, κι έμεινε στην αμερικανική ιστορία για τις ανθρωπιστικές της ενέργειες κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρέχοντας φιλοξενία σε Γάλλους και Γερμανούς εξόριστους, ήταν μια γυναίκα που ήξερε πάντα τι ήθελε, πώς το ήθελε και πώς να το κατακτήσει.

Το αγαπημένο κορίτσι της Paramount Pictures που έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα το 1939, τα έβαλε με τους ναζί και συνέβαλε τα μέγιστα στην πώληση των πολεμικών ομολόγων, και τιμήθηκε το 1947 με το Μετάλιο της Ελευθερίας, μα και με το Τάγμα του Φοίνικα για το έργο της κατά τον πόλεμο από τη γαλλική κυβέρνηση, δημιουργούσε διαρκώς ντόρο γύρω από το όνομά της. Και είναι αλήθεια πως το απολάμβανε. Η Ντίτριχ που έκανε έναν σχεδόν ευτυχισμένο γάμο, θεωρούσε καθήκον της να προχωρά λες και δεν υπήρχαν όρια για τις δυνατότητές της, επέμενε πως η μοίρα του ανθρώπου δεν βρίσκεται μέσα του αλλά γύρω του, και υπήρξε ένα αριστούργημα του Θεού ακριβώς επειδή είχε κρυμμένο τον διάβολο στον κόρφο της. Αυτήν τη γυναίκα θαύμαζε ο Χέμινγουεϊ. Αυτήν και θα αγαπούσε με όλη του την ψυχή.

Τα γραπτά μένουν

Στα γράμματά τους έγραφαν πάντα με γνώμονα πως όποιος έχει αγάπη στη ζωή του, μπορεί κάλλιστα να αναπληρώσει πολλά πράγματα που πιθανώς τού λείπουν, πως η στάση μας απέναντι στον έρωτα καθορίζει τη δική του απέναντί μας, πως δεν διαλέγουμε τα πράγματα που μας συγκινούν, πως η ένωση των ψυχών είναι πολύ πιο μεγαλειώδης από την ένωση των κορμιών, και πως καλώς ή κακώς όλα όσα ξέρουμε για τους άλλους ανθρώπους, τα έχουμε διδαχθεί υποσυνείδητα από τους εραστές μας.

Παρότι ο Χέμινγουεϊ θα βυθιζόταν εντός καταθλίψεως και θα έδινε τέλος στη ζωή του στις 2 Ιουλίου 1961 και η Ντίτριχ θα έφευγε στις 6 Μαΐου 1992, όλα όσα έγραψαν, έμειναν πίσω να μας θυμίζουν πως δυο τρεις λέξεις μας τοποθετημένες στη σωστή σειρά, μπορεί να φτιάξουν τη μέρα ενός άλλου ανθρώπου ενώ ένα γλυκό μήνυμα από τον αγαπημένο μας συγκαταλέγεται σε ‘κείνες τις στιγμές της άκρατης χαράς, όπου όλοι ευχόμαστε να είχαμε μια ουρά για να κουνήσουμε.