Ένα ταξίδι – αφιέρωμα στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ

Από νεαρή ηλικία είχα αγάπη με τα ντοκιμαντέρ. Όποτε έβλεπα στην τηλεόραση να διαφημίζεται κάποιο καλό σημείωνα ημέρα και ώρα για να μην ξεχάσω να το δώ. Η δύναμη της αφήγησης, της εικόνας, της μουσικής, όλα μαζί μου ασκούσαν μια πολύ δυνατή έλξη που με καθήλωνε μπροστά στην οθόνη.

Από νεαρή ηλικία είχα αγάπη με τα ντοκιμαντέρ. Όποτε έβλεπα στην τηλεόραση να διαφημίζεται κάποιο καλό σημείωνα ημέρα και ώρα για να μην ξεχάσω να το δώ.  Η δύναμη της αφήγησης, της εικόνας, της μουσικής, όλα μαζί μου ασκούσαν μια πολύ δυνατή έλξη που με καθήλωνε μπροστά στην οθόνη.

Από την Ελένη Τσόκα

Ήταν μια μορφή εκπαίδευσης, πολύ πιο ενδιαφέρουσα από εκείνη του σχολείου. Και όχι μόνο αυτό, το ντοκιμαντέρ είναι τέχνη, είναι δημιουργία, θέλει έμπνευση, θέλει δουλειά. Αναδυόμενο μέσα στους κόλπους του κινηματογράφου, επιχειρεί να μας παρουσιάσει δημιουργικά την πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας. Στο εξωτερικό, και κυρίως σε Ευρώπη και Αμερική , το είδος χαίρει μεγάλης εκτίμησης και φυσικά του δίνεται ο κατάλληλος χώρος για να εξελιχθεί και να μεγαλουργήσει. Στην Ελλάδα, όμως, ποια είναι η πορεία και εξέλιξη του; Ποια η θέση του;  Οι φίλοι – και όχι μόνο – του είδους, ας ξεκινήσουμε ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ, όπου θα κάνουμε στάσεις σε σημαντικούς σταθμούς και θα συναντήσουμε πρόσωπα που επηρέασαν με τη συμβολή τους την διαμόρφωση του ως σήμερα.

Η ιστορία του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα – και τα Βαλκάνια – ξεκινάει με τους αδελφούς Μανάκια, για την καταγωγή και το έργο των οποίων ερίζουν σήμερα τέσσερις Βαλκανικοί λαοί. Οι αδελφοί Μανάκια άφησαν υλικό ανεκτίμητης λαογραφικής, εθνογραφικής, ιστορικής  και κινηματογραφικής αξίας (12.500 φωτογραφίες, 70 ντοκιμαντέρ μεγάλου και μεσαίου μήκους). Γεννημένοι στα Γρεβενά, για χρόνια περιπλανώνται στη Μακεδονία καταγράφοντας τα ήθη και τα έθιμα της. Υπολογίζεται ότι το 1905 πραγματοποίησαν την πρώτη τους φιλμική καταγραφή.

Έπειτα, απ’ το 1906 μέχρι και το 1950, σε μια περίοδο πολεμικών, πολιτικών αναταραχών και ανακατατάξεων επικρατεί η τάση να  αναδειχτούν οι ένδοξες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Στην κινηματογραφική παραγωγή κυριαρχούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερο ρεπορταζιακού τύπου επίκαιρα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι επιμορφωτικές ταινίες που γυρίστηκαν με εντολή των κρατικών φορέων, καθώς και αρκετές αναπαραστάσεις αρχαίων τελετουργιών, όπως η «Αναβίωση των Δελφικών Εορτών» του Άγγελου και της Έυας Σικιελιανού.

Κατά τη δεκαετία του ’50, μαζί με την ανάκαμψη του ελληνικού κινηματογράφου και την επιστροφή του κοινού στις αίθουσες, το ντοκιμαντέρ άρχισε να προσελκύει ξανά τους κινηματογραφιστές. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε μια ομάδα δημιουργών με κοινές πνευματικές και κινηματογραφικές αναζητήσεις: οι Ροβήρος Μανθούλης, Ρύσσος Κούνδουρος, Ηρακλής Παπαδάκης, Φώτης Μεσθεναίος, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος και Λέων Λοΐσος θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ. Ο Ροβήρος Μανθούλης θα γυρίσει ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών και με σκοπό την  τουριστική προβολή της Λευκάδας στο εξωτερικό, το «Λευκάδα, νησί των ποιητών». Ο Ρούσσος Κούνδουρος θα ιδρύσει το Ινστιτούτο Μορφωτικού και Επιστημονικού κινηματογράφου, με έμφαση, ως επι το πλείστον, στο επιστημονικό ντοκιμαντέρ. Το 1957 ο Λέων  Λοΐσος σε συνεργασία με τους Φώτη Μεσθεναίο (οπερατέρ), Ροβήρο  Μανθούλη (μοντάζ) και Γιάννη Μπακογιαννόπουλο (σενάριο) θα γυρίσουν το «Ψαράδες και Ψαρέματα», στο οποίο παρουσιάζεται η ζωή και η δουλειά των ψαράδων της Λέσβου. Το περιεχόμενο γενικά είναι θα έλεγε κανείς περισσότερο φολκλορικό, με χαρακτήρα οδοιπορικού.

Το 1960, με πρωτοβουλία  του Ροβήρου Μανθούλη, ιδρύθηκε η «Ομάδα των 5» με σκοπό τη διάδοση του ντοκιμαντέρ. Η Ομάδα ασχολήθηκε με την ενημέρωση του κοινού και των κρατικών φορέων, πραγματοποιώντας διαλέξεις, προβολές και φεστιβάλ, με αποτέλεσμα την άνθιση του ντοκιμαντέρ κατά παραγγελία, που ανατίθενται από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς και οργανισμούς στην Ομάδα και σε άλλους σκηνοθέτες. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ταινία «Η Ακρόπολη των Αθηνών» (1961) σε σκηνοθεσία Ρ. Μανθούλη, πωλήθηκε σε 3.000 πανεπιστήμια της Αμερικής, ενώ το «Άνθρωποι και Θεοί» του ίδιου προβάλλονταν επί 5 συναπτά έτη απ’ το αμερικανικό δίκτυο NBC.

Αμέσως μετά την πτώση της Χούντας, άρχισαν να εμφανίζονται ολοένα και περισσότερα πολιτικά ντοκιμαντέρ με έντονη κριτική ματιά, όπως «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1975) του Νίκου Κούνδουρου, που καταγράφουν τις πρώτες μεταδικτατορικές συναυλίες πανηγυρισμών αλλά και συμπαράστασης στην Κύπρο. Εξάλλου, δεν είναι λίγοι οι κινηματογραφιστές που καταπιάνονταν με την τραγωδία στην Μεγαλόνησο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ντοκιμαντέρ «Αττίλας» το 1974 του Μιχάλη Κακογιάννη που θεωρείται μέχρι σήμερα «μια από τις μεγαλύτερες καταγραφές εν τη γενέσει της» (Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, Φλωρεντία).

Ενώ σε πολλές περιπτώσεις η τηλεόραση θεωρείται υπεύθυνη για τα δεινά του κινηματογράφου, κατά τη δεκαετία του ’80 υπήρξε «ευεργέτης» του ντοκιμαντέρ. Αρκετοί είναι οι σκηνοθέτες που γυρίζουν κατά καιρούς ντοκιμαντέρ με θέματα που τους ενδιαφέρουν, όπως ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, ο Βρεττάκος, ακόμη και ο Αγγελόπουλος . Η ΕΡΤ χρηματοδοτεί την παραγωγή μεγάλου αριθμού ταινιών τεκμηρίωσης, με θεματολογία που ποικίλει (δεν κυριαρχούν πλέον τα πολιτικοποιημένα της προηγούμενης δεκαετίας). Έτσι, πολλοί αξιόλογοι σκηνοθέτες εξελίσσονται ή αναδεικνύονται μέσα από την τριβή τους με την τηλεόραση. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ΕΤ3, με τη χρηματοδότηση παραγωγής ντοκιμαντέρ, λειτουργούσε ως «φυτώριο»  μιας γενιάς κινηματογραφιστών, οι οποίοι αξιοποιώντας και τις νέες τεχνολογίες, δημιουργούσαν ταινίες εξαιρετικής ποιότητας. Σημαντικές υπήρξαν αρκετές  παραγωγές, όπως η σειρά «Παρασκήνιο» και το «Μονόγραμμα» του Σγουράκη. 

Ωστόσο, στη δεκαετία του ’90, το ελληνικό ντοκιμαντέρ άρχισε να περιορίζεται εξαιτίας της ιδιωτικής τηλεόρασης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (πχ. Το κανάλι της Βουλής και τον ΣΚΑΊ΄) τα ιδιωτικά κανάλια δεν παρουσιάζουν τόσα ντοκιμαντέρ, με αποτέλεσμα οι δυνατότητες προβολής τους να περιορίζονται στα φεστιβάλ και την κρατική τηλεόραση. Ωστόσο, τη δεκαετία του 2000 το τηλεοπτικό – δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ έδειξε να ανακτά κάπως τις δυνάμεις του. Παραδείγματος χάριν, μέχρι και το κλείσιμο της, η ΕΡΤ υποστήριζε την προβολή των ντοκιμαντέρ Εξάντας του Γιώργου Αυγερόπουλου, μια συλλογή πολύ καλά δουλεμένων ντοκιμαντέρ που αγγίζουν και αναλύουν θέματα πέρα και έξω από την Ελλάδα. Εκτός συνόρων, στα πεδία μάχης και συγκρούσεων μεταφερθήκαμε και με τη σειρά ντοκιμαντέρ υψηλών προδιαγραφών του mega «Εμπόλεμη ζώνη», δημιουργός της οποίας ήταν ο πολεμικός ανταποκριτής Σωτήρης Δανέζης. Το τοπίο στην τηλεόραση αρχίζει τον τελευταίο καιρό και θολώνει πάλι λόγω της οικονομικής κρίσης και της στροφής του κοινού στο διαδίκτυο.

Φτάνοντας κάπου στο τέλος δεν είναι δυνατόν να μην αφιερώσουμε και λίγες γραμμές για τα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της χώρας, και κυρίως το  Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονικής, που φέτος έκλεισε 15 χρόνια ζωής. Αν και συχνά υποβιβάζεται πέφτοντας στη σκιά του μεγάλου του αδελφού, του Διεθνούς φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχει τη δική του αύρα, τη δική του δυναμική, τη δική του μοναδική παρουσία, αυτή που το κατατάσσει στην κορυφαία πεντάδα των φεστιβάλ του είδους στην Ευρώπη. Σημαντική είναι επίσης και η συμβολή του Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας, που για έβδομη χρονιά φέτος έδωσε το παρόν προσφέροντας τιμιτικές διακρίσεις σε νέους δημιουργούς, ανάμεσα τους και τον Αντώνη Μποσκοΐτη για την ταινία του «Κατερίνα Γώγου – Για την αποκατάσταση του μαύρου». Επίσης το ντοκιμαντέρ έχει ταξιδέψει και στην Δράμα, την Μυτιλήνη, τη Σάμο, την Καλαμάτα, την Πάτρα και αλλού.

Είναι αλήθεια ότι σήμερα υπάρχει μια νέα δυναμική στο χώρο του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα. Είναι αρκετοί οι σκηνοθέτες που επιδίδονται με ζήλο στην κινηματογράφηση της «ορατής» πραγματικότητας και την ερμηνεία των αόρατων πτυχών της. Δίπλα στους παλιότερους που ασχολούνται συστηματικά και συνειδητά με το ντοκιμαντέρ, εμφανίζεται ένα ρεύμα νέων κινηματογραφιστών με  πολύ δροσερές ιδέες και απόψεις. Είναι μύθος ότι δεν υπάρχει παραγωγή. Υπάρχει! Το ζητούμενο όμως είναι τα ποιοτικά έργα να αποκτήσουν μια μεγαλύτερη διανομή στις αίθουσες και το ευρύ κοινό να πάψει να ταυτίζει το ντοκιμαντέρ με την τηλεόραση. Επίσης, μην ξεχνάμε  ότι οι οικονομικές αντιξοότητες είναι μεγάλο θέμα και ότι το ντοκιμαντέρ είναι κάτι που στοιχίζει αρκετά. Η ΕΡΤ και το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου είχαν χρηματοδοτήσει αρκετές παραγωγές, κάτι που τώρα, όμως, είναι δύσκολο να γίνει λόγω του κλεισίματος της δημόσιας τηλεόρασης και της γενικότερης μείωσης των κονδυλίων που αφορούν τον πολιτισμό.

Αυτά είναι εν συντομία τα κυριότερα σημεία της ιστορίας του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα. Τώρα βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο μετάβασης, όπου το ντοκιμαντέρ μεσαίου ή μεγάλου μήκους δίνει περισσότερο χώρο στο λεγόμενο web doc, που έχει διάρκεια το πολύ 15 λεπτά. Αν και έχουμε αρκετά τέτοια δείγματα (και πολύ αξιόλογα) στο διαδίκτυο, είναι ακόμη νωρίς να μιλήσουμε γι’ αυτό και απλά περιμένουμε τις εξελίξεις. 

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ