Στην πρώτη τους ατομική έκθεση στη γκαλερί CAN Christina Androulidaki, οι Versaweiss παρουσιάζουν μια σειρά από τυπώματα με στοιχεία ζωγραφικής.

Το έργο τους αφορμάται από τη χρυσή εποχή του Hollywood και τους αστέρες του κινηματογράφου που μεσουρανούσαν στις δεκαετίες του ’20, ’30, ’40 και 50’. Οι ευρέως διαδεδομένες φωτογραφίες – που κυκλοφορούν κατά χιλιάδες στο ίντερνετ και στον τύπο – λειτουργούν ως καμβάς για τη δημιουργία νέων εικόνων.

Εικόνες όχι νοσταλγικές ως προς την αίγλη και την επιτυχία αλλά κυρίως καυστικές και δηκτικές με μία διάθεση να αμφισβητήσουν τη κουλτούρα του life style όπως έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας.

Μέσα από τη χρήση ευτελών υλικών, όπως το κοινό φωτοτυπικό χαρτί, και την επιλογή ενός αφαιρετικού τρόπου στησίματος και επίδειξης των έργων τους οι Versaweiss υποδηλώνουν τη ματαιότητα του star system και απορρίπτουν το σύγχρονο celebrity culture που διέπεται από την υπερβολή. Τα έργα τους επιχειρούν να αντιτάξουν το προσωπικό στιλ έναντι του μαζικού και να “τσαλακώσουν” την τελειότητα των πρωταγωνιστών, όπως αυτή προβάλλεται στις ιλουστρασιόν σελίδες των περιοδικών.

Η γνωστή ρήση της Diana Vreeland “Elegance is refusal” διατυπώνει παραδειγματικά στις μέρες μας την αφηγηματοποίηση της υποκειμενικότητας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με τη νέα της ιδιότητα που, αντί να εκφράζει την επιθυμία ως δύναμη βούλησης, διέπεται από κοινωνικούς παράγοντες και διατυπώσεις. Η κοινωνική τάξη, η εμφάνιση, το στιλ και η σεξουαλικότητα αποτελούν ιδιότητες της προσωπικής μας ταυτότητας, ενώ επιδρούν καταιγιστικά στη δημιουργία της ατομικής μας δύναμης.

Αυτή η αφηγηματοποίηση είναι και ο αυτοσκοπός των νέων έργων των Versaweiss, που έχουν ως πυρήνα τους την οικειοποίηση (appropriation), μέσα από το διαδίκτυο, φωτογραφιών της χρυσής εποχής του Hollywood. Με την επέμβαση, όμως, και την εικονοκλαστική τους παρέμβαση σε αυτές τις φωτογραφίες, οι Versaweiss παρωδούν τη λειτουργική συνέχεια της κατασκευής ειδώλων, ως μία κοινωνικά αντίθετη κριτική στη λογική της βιομηχανίας του κινηματογράφου. Η ειρωνεία που σχηματικά κρύβεται στα έργα τους, επηρεάζει την ταυτόσημη χρήση της τεκμηρίωσης (documentation), ως εικαστική τους γλώσσα, προκειμένου να καυτηριάσουν τη γνωστή εκφορά λόγου “το έχω ζήσει αυτό” ή “θα ήθελα να το έχω ζήσει”. Έτσι, η οικειοποίηση γίνεται το μέσο με το οποίο οι Versaweiss εξερευνούν την έννοια του επίπλαστου, τη χρονική διάρκεια του εικονικού, καθώς και με ποιο τρόπο η πραγματική ζωή αντιμετωπίζει ή και αντιτίθεται στις “στιγμές δημόσιας έκθεσης”.

Η οικειοποίηση των Versaweiss λειτουργεί ως ένα είδος αυτοπροσδιορισμού ή αυτόκλητης διεργασίας της έκφρασης και τοποθέτησής τους απέναντι στο “τώρα”. Με όχημα εικόνες του παρελθόντος, επιχειρούν να αποδώσουν το δικό τους ορισμό στο πως το προσωπικό γίνεται πολιτικό και πως διαφοροποιείται από το camp, όπως το έχει ορίσει η Susan Sontag, τη δεκαετία του 1960.

Η μετωπική σύγκρουση του θεατή με τα έργα των Versaweiss δημαγωγεί την εκδήλωση κάθε φαντασίωσης και θαυμασμού, πιθανώς λανθάνοντος, γι’ αυτό που, στις μέρες μας, έχει επικρατήσει ως celebrity culture. Η χρήση και οικειοποίηση του ready-made επικαλούνται τη δυναμική της ίδιας της εικόνας ως αντικείμενο, όπως και τη μηχανική της αναπαραγωγή, η οποία εκδημοκρατίζει, ως αρχή, το νόημα του μοναδικού. Αυτή η νεωτεριστική, λοιπόν, έννοια της μοναδικότητας καταργεί κάθε έκφανση συμβατικότητας, αντικαθιστώντας την με την μετουσίωση της νόρμας σε παράθεση και προβολή της ίδιας της ατομικής προσωπικότητας. Η κατά Barthes άποψη περί «θανάτου του δημιουργού» μετατρέπεται, με την άρνηση της συμβατικότητας, σε ένα διάλογο μεταξύ καλλιτέχνη και αντικειμένου, καλλιτέχνη και θεατή, θεατή και προσωπικών συναισθημάτων.

Μελετώντας  την κληρονομιά του Andy Warhol και της Sherrie Levine, οι Versaweiss υιοθετούν το Hollywood, προκειμένου να αντιτάξουν, με καλαισθησία, τη δική τους καλλιτεχνική υποκειμενικότητα, ως μία heat-on άρνηση στην “κουλτούρα της φήμης”.

Στη μνήμη μου επιστρέφει η φράση της Vreeland, “Elegance is refusal”.
                                    
Σταύρος Καβαλλάρης