Η έκθεση είναι μια γνωριμία με το ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Φατούρου, ένα έργο που αρχίζει να διαμορφώνεται στο τέλος της δεκαετίας του ’40, αναπτύσσεται δυναμικά και με διάφορες μορφές τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, για να διακοπεί συνειδητά το 1966. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο γνωστός αρχιτέκτονας δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με το «εικαστικό φαινόμενο». Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το σχέδιο εμφανίζεται ξανά, αν και σποραδικά, αυτή τη φορά ως μέρος της προβληματικής του για το μορφολογικό χάος του αστικού τοπίου, ενώ, στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, το συνεχές ενδιαφέρον του για τη σχισμή και το κενό, τον οδηγεί στην κατασκευή μιας ενότητας έργων με ξύλο και καθρέφτη.

Η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερα από 120 ζωγραφικά έργα καθώς και συμπληρωματικό υλικό σε προθήκες, που αποτελείται από 95 σχέδια, λάδια και σκίτσα. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του έργου –περίπου τα δύο τρίτα– εκτίθεται για πρώτη φορά, έχοντας παραμείνει έως σήμερα άγνωστο, ακόμα και σε συνεργάτες του καλλιτέχνη. Ένα αρχείο επιφυλάσσει εκπλήξεις και, πράγματι, τα έργα που ανασύρονται από το αρχείο του Φατούρου, κυρίως τέμπερες και σχέδια σε χαρτί, ξαφνιάζουν με τη ζωντάνια του χρώματος, την ευαισθησία και τη φρεσκάδα της σκέψης που περιέχουν. Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, οι συχνές αναφορές στον ποιητικό μοντερνισμό, η επεξεργασία διαχρονικών φιλοσοφικών εννοιών και προπαντός το «πάθος για τη σωματικότητα» και η ερωτική αντιμετώπιση του τοπίου, είναι δομικά στοιχεία της δουλειάς του Φατούρου και η βασική αιτία που το έργο του διατηρήθηκε αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.

Ο πλουραλισμός που διακρίνει τα έργα της έκθεσης αντικατοπτρίζει την πολύπλευρη προσωπικότητα του δημιουργού τους και πιστοποιεί μια παραγνωρισμένη αλήθεια: εκτός από αρχιτέκτων και πανεπιστημιακός που ασχολήθηκε με την τεχνοκριτική, την επιμέλεια εκθέσεων και την ποίηση, ο Δημήτρης Φατούρος υπήρξε ένας από τους σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του, στην οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, ο Βαλέριος Καλούτσης, ο Νίκος Κεσσανλής, ο Βλάσης Κανιάρης, ο Δημήτρης Κοντός. Αντιπαραβάλλοντας σήμερα την εικαστική παραγωγή αυτών των καλλιτεχνών και ανιχνεύοντας κοινά χαρακτηριστικά, μπορεί να εξάγει κανείς χρήσιμα συμπεράσματα για την εξέλιξη της αφαιρετικής ζωγραφικής στην Ελλάδα, αλλά και για την απόφασή τους να εγκαταλείψουν τη ζωγραφική για χάρη μιας πιο εννοιολογικής προσέγγισης του χώρου.

Χριστόφορος Μαρίνος, Επιμελητής της έκθεσης

Βιογραφικό

O Δημήτρης Α. Φατούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), απ’ όπου αποφοίτησε το 1952. Από το 1945 έως το 1947 μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο Παναγιώτη Μάρθα. Από το 1953 έως το 1959 ήταν επιμελητής στο ΕΜΠ, στον Δημήτρη Πικιώνη και στον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Την περίοδο 1959-1996 ήταν καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και από το 1983 έως το 1988 διατέλεσε Πρύτανης του πανεπιστημίου. Από το 1996 είναι ομότιμος καθηγητής στο ΑΠΘ. Το 2014 αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών. Τo 1966-67 ήταν Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο Yale. Έχει διδάξει και έχει δώσει διαλέξεις σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης, των ΗΠΑ και αλλού.

Το ζωγραφικό του έργο, έως το 1966 που διακόπτεται, έχει παρουσιαστεί στην Ελλάδα σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις (Αθήνα 1957, Ύδρα 1962) καθώς και σε ομαδικές στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία και αλλού. Έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία του για την τέχνη και την αρχιτεκτονική και έχει πολλές δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και λεξικά. Το αρχιτεκτονικό του έργο έχει δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και άλλες εκδόσεις, κι έχει παρουσιαστεί σε ντοκιμαντέρ και μονογραφίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έκθεση με το αρχιτεκτονικό του έργο πραγματοποιήθηκε το 2009 στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς και το 2010 στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ.