Η Δανάη Σπηλιώτη δίνει σκηνοθετικά δείγματα γραφής περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Παραστάσεις της έχουν φιλοξενηθεί σε ποικίλους χώρους και σκηνές, ενώ έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με τη μετάφραση και τη διασκευή θεατρικών κειμένων. Πώς αλλιώς, αφού εκτός από τις θεατρολογικές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια υποκριτικής, αυτοσχεδιασμού, σκηνοθεσίας, σεναρίου και μετάφρασης.

Ο Σεπτέμβριος του 2018 τη βρίσκει σε δημιουργικό πυρετό, μιας και παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά την «Κυρά της θάλασσας» του Ίψεν, στο Θέατρο Tempus VerumΕν Αθήναις. Με αφορμή το ανέβασμα του έργου, η Δανάη Σπηλιώτη μιλά για τις επιδιώξεις των ιψενικών ηρώων, τα σημεία προσωπικής ταύτισης μαζί τους, ενώ σχολιάζει και την υπερπροσφορά που εντοπίζεται στο ελληνικό θέατρο.


– Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε την «Κυρά της Θάλασσας»; Ποιες πτυχές του έργου τονίζετε ιδιαίτερα μέσω της οπτικής σας;

Η Κυρά της θάλασσας ήταν ένα έργο που γνώριζα για καιρό πριν ασχοληθώ μαζί του. Το διάβασα πριν δύο περίπου χρόνια σε μετάφραση- απόδοση Σπύρου Ευαγγελάτου και παρ’ ότι οι εικόνες των φιόρδ ήταν ξένες, τα ονόματα των ηρώων ανοίκεια, αισθανόμουν ότι μιλάει γα κάτι που γνωρίζω καλά. Για κάτι που έχω δει ως παιδί και ως ενήλικη. Μια γυναίκα που θέλει να αποδράσει από τον κοινωνικό της ρόλο και να ζήσει μια άλλη δική της εκδοχή ζωής. Μια ζωή που θα την ακολουθήσει από όρεξη να αναπτύξει τον εαυτό της ελεύθερα. Έπειτα, ήταν ο μύθος της γοργόνας και οι δικές μας λαϊκές παραδόσεις για τις νεράιδες. Αυτές τις γυναικείες μορφές που έχουν αποδράσει από το κοινωνικό στερεότυπο, που φέρουν κάτι που τρομάζει και ελκύει μαζί.

Στην σκηνή επιβίωσαν οι συμπεριφορές που αναπτύσσουν οι άνθρωποι για να αισθανθούν ασφάλεια, να αισθανθούν ότι η ζωή πάει καλά. Όλα όσα οικοδομούν μια σταθερή εικόνα της οικίας, τα στερεότυπα που οδηγούν με ασφάλεια σε συμβατικές κοινωνικές συμπεριφορές. Τα στερεότυπα που εκδηλώνονται στις σωματικές εκφράσεις, στις λέξεις και την εκφορά τους, στον τρόπο που τρώμε, στις ιδέες, στην εικόνα για τον εαυτό. Στερεοτυπικές συμπεριφορές που κληροδοτούνται στις επόμενες γενιές, τόσο υπόγεια και ενσωματωμένα από τα άτομα και οδηγούν τελικά ολόκληρη την κοινωνία. Αυτό είναι το πλαίσιο και το ερώτημα, αν μπορεί κανείς να αποδράσει. Μπορεί να ζήσει κανείς αλλιώς μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα; Ή θα είναι ο άρρωστος, ο τρελός, η νεράιδα; Και τι είναι αυτό που μας κρατάει από το να φύγουμε, τι μας οδηγεί στην ενσωμάτωση, στο συμβιβασμό;

– Θα θέλατε να μας μιλήσετε περισσότερο για τα στοιχεία με τα οποία θεωρείτε πως το συγκεκριμένο κείμενο μπορεί να σταθεί σε ένα σύγχρονο ανέβασμα;

Φυσικά και υπάρχουν πολλές ματιές. Εγώ θα μιλήσω για την δική μας. Όσον αφορά το θέμα του σύγχρονου, αυτό πιστεύω ότι για μένα είναι προς το παρόν λυμένο. Θεωρώ σύγχρονο τον τρόπο παράστασης και την εκφώνηση του κειμένου που θα καταφέρει να κάνει τον θεατή να καταλάβει, να αισθανθεί και να αναγνωρίσει τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις. Και αυτός ήταν ο τρόπος που εμείς κινηθήκαμε στις πρόβες. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε. Το κείμενο μαζί με τις συμπεριφορές. Ψάχνοντας στους ίδιους μας τους εαυτούς, φέρνοντας παραδείγματα συμπεριφορών από την οικογένεια, ιστορίες δικές μας, φίλων, συγγενών. Θέλαμε να φέρουμε τους ήρωες κοντά μας. Χωρίς φυσικά να τους διαλύσουμε. Έτσι κάναμε μια δοκιμή και αφαιρέσαμε τα ονόματα των ρόλων. Δεν ακούγονται παρά μόνον της Ελίντα, η οποία είναι και η διαφορετική, η ανένταχτη στο σύστημα της οικογένειας.

Έπειτα φτιάξαμε έναν χώρο, κάπου ανάμεσα σε εμάς και την Νορβηγία. Δεν είμαστε ούτε στη Λούτσα, ούτε στη Νορβηγία. Δεν αναφέρεται το φιόρδ ως λέξη. Έχει μείνει όμως η αίσθησή του. Ένας κόλπος ασφυχτικά κλεισμένος από βουνά, μακριά από την ανοιχτή θάλασσα. Τονίσαμε το στοιχείο της ζέστης που υπάρχει στο έργο και που εμείς στην Ελλάδα τα καλοκαίρια ξέρουμε καλά. Φτιάξαμε ένα στενό όμορφο σκηνικό χώρο δράσης των χαρακτήρων. Ένα λουλουδένιο κιόσκι κήπου, όπου οι ήρωες της ιστορίας ζουν μια γνωστή καθημερινότητα στην ζέστη του καλοκαιριού.

– Οι ήρωες που έπλασε ο Ίψεν στην «Κυρά», κυνηγούν το άγνωστο και προσπαθούν να «συνηθίσουν ότι πάντα κάτι θα λείπει». Εσείς ως προσωπικότητα βρίσκετε μαζί τους κάποια κοινά χαρακτηριστικά;

Από παιδί είχα την αίσθηση ότι αυτό που συμβαίνει γύρω μου, η ζωή μου, το σπίτι μου, όλα αυτά είναι προσωρινά, μέχρι να έρθει η ώρα που θα φύγω, που θα πάω εκεί που θέλω, σε μια διαφορική ζωή που θα’ ναι πιο καλή, πιο ταιριαστή σε μένα. Η αλήθεια είναι ότι μου δημιουργεί κλειστοφοβία να σκέφτομαι ότι αυτή είναι η ζωή, και έτσι θα είναι. Αυτό είναι ο λόγος που μου αρέσει το θέατρο, η λογοτεχνία, η τέχνη. Ανοίγει και άλλους χώρους. Επίσης, το ανικανοποίητο νομίζω ότι είναι ένα αντανακλαστικό που οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν και που μας μαθαίνουν να το ηρεμούμε και να το συρρικνώνουμε.

Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που θα ήθελαν να είναι αλλού. Που έχουν την αίσθηση ότι εγκλωβίστηκαν, παγιδεύτηκαν σε συνθήκες και καταστάσεις που δεν επιθυμούσαν. Είτε αυτό είναι μία δουλειά, ένα σπίτι, μία χώρα, μία γειτονιά, ένας γάμος. Κι ότι θα φέρει η ζωή την ευκαιρία για να ελευθερωθούν. Κι έπειτα μια μέρα συνηθίζουν. Άντρες και γυναίκες. Το έργο από γραφής του εστιάζει στη γυναίκα. Γυναίκες που θα μπορούσαν πολλά, μα συρρικνώνονται για να χωρέσουν στους συμβατικούς ρόλους που περιμένουν έτοιμοι από πριν. Προκαθορισμένες πορείες. Υπάρχουν γυναίκες που συνηθίζουν και γυναίκες που δεν συνηθίζουν. Που δεν μπορούν να συνηθίζουν ότι η ζωή τους έτσι θα είναι ανολοκλήρωτη. Δεν θα δοκιμάσουν ποτέ το μέγεθος του εαυτού. Κι αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος. Ότι η πραγματικότητα θα με ισοπεδώσει και θα συνηθίσω, θα ξεχάσω. Αυτό που τώρα αναρωτιέμαι είναι πως γίνεται να αισθάνεσαι ελεύθερος, να κινείσαι προς περιοχές του εαυτού που σε ελκύουν και ταυτόχρονα να είσαι λειτουργικός κοινωνικά. Πώς γίνεται να κινείσαι με καλλιτεχνική διάθεση στην πραγματικότητα.

– Ως δημιουργό ποια έργα νιώθετε να σας αφορούν περισσότερο στην συγκεκριμένη φάση;

Νομίζω ότι με ενδιαφέρουν πολύ καταρχήν τα θεατρικά έργα. Οι προηγούμενες δουλειές μου ήταν devised και διασκευές λογοτεχνικών κειμένων. Είδα ότι είναι μία εντελώς διαφορετική διαδικασία η σκηνοθεσία ενός λογοτεχνικού κειμένου, ή μίας devised παράστασης από τη σκηνοθεσία ενός έργου γραμμένου. Μου αρέσει πολύ η ανάγνωση του θεατρικού έργου, η δουλειά με τους ηθοποιούς πάνω σε γραμμένο κείμενο, σε λόγια χαρακτήρων. Αγαπώ πολύ τα έργα του Τσέχωφ, μου αρέσει η ελαφρότητα με την οποία μιλά για πολύ βαθιά θέματα, μου αρέσει η διεσταλμένη καθημερινότητα μέσα στην οποία κινούνται οι τόσο αληθινοί του χαρακτήρες. Μου αρέσει που μένει στον αφρό για να μιλήσει για το βάθος.

– Τι σκέφτεται μια νέα καλλιτέχνιδα σαν εσάς, όταν διαπιστώνει πως καλείται να δουλέψει μέσα σε μια πληθώρα παραστάσεων και πολιτιστικών επιλογών, όπως αυτή που προμηνύεται για ακόμα μια χρονιά στην Αθήνα; Υπάρχει πρόκληση ή κάποιος «φόβος»;

Το ερώτημα αυτό είναι πολύ καίριο και το θέμα χωράει πολλή συζήτηση. Γιατί είναι οικονομικό, πολιτικό, προσωπικό, υπαρξιακό. Καταρχήν είναι υπέροχο που ζούμε σε μία πόλη που συμβαίνουν τόσα πολλά καλλιτεχνικά. Μου φαίνεται πολύ χρήσιμο γιατί μπορείς να θαυμάσεις και να απορρίψεις, να συγκριθείς.

Όταν πριν από επτά χρόνια είχα κάνει μαζί με τον Θοδωρή Σκυφτούλη μία παράσταση με κείμενο devised σε underground χώρους, υπήρχε κινητοποίηση από τον Τύπο και τα διαδικτυακά Μέσα για την παράσταση και η πληροφορία την παράστασης κινήθηκε ικανοποιητικά, χωρίς καμία κίνηση από μέρους της ομάδας μας. Σήμερα επτά χρόνια μετά αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν αρκεί να κάνει κανείς μια καλή παράσταση. Πρέπει να είναι κανείς καλλιτέχνης, παραγωγός, λογιστής και να ξέρει να προωθεί τουλάχιστον διαδικτυακά την πληροφορία. Χρειάζεται πολύς κόπος και δεξιότητα σε θέματα που δεν αφορούν την τέχνη, αλλά την διαχείριση του καλλιτεχνικού προϊόντος.

Το άλλο πολύ σοβαρό πρόβλημα είναι τα χρήματα. Είναι δύσκολο, εάν δεν έχει κανείς συνεργασία με μετρημένους στα δάχτυλα φορείς, να αισθανθεί ότι οικονομικά δικαιώνεται, ότι θα αμειφτεί αξιοπρεπώς. Θα ήθελα να μπορώ να γυρίσω πίσω στους συνεργάτες μου την πίστη και την αφοσίωση που έδειξαν στη δουλειά με μία σωστή αμοιβή. Το θεωρώ δικαιοσύνη, ηθικό μου χρέος. Με ενοχλεί που δεν μπορώ ακόμα να τα καταφέρω. Αυτοί είναι οι φόβοι μου. Από την άλλη μεριά όμως, η όρεξη για το θέατρο, για την συνάντηση με τους ηθοποιούς, αυτό είναι μαγεία. Χωρίς αυτό η ζωή είναι βαρετή.

Για μένα η διαδικασία της δουλειάς με τους ηθοποιούς, είναι ο καιρός που νιώθω ωραίο τον εαυτό μου. Νιώθω ελεύθερη και σε επικοινωνία. Και αυτό είναι τόσο δυνατό που δεν κάμπτεται εύκολα από τους φόβους. Φυσικά και λυγίζω κάποιες φορές όταν πρέπει να δουλεύω σε άλλες δουλειές, πανικοβάλλομαι με τους λογαριασμούς, όπως, όμως, πολύς κόσμος. Θέλω, όμως, να μάθει το παιδί μου, ότι κανείς πρέπει να ακολουθεί αυτό που αγαπά, αυτό που επιθυμεί, σε πείσμα των καιρών να μένουμε ρομαντικοί, να κινούμαστε από όρεξη. Να πιστεύουμε ότι κάτι όμορφο μπορεί να βγει.

Με αυτήν την διάθεση αντίστασης στο φόβο ξεκίνησα την παράσταση και οι ηθοποιοί, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, ο Μπάμπης Γαλιατσάτος, η Στέλλα Βογιατζάκη, ο Θανάσης Ζερίτης, η Μυρτώ Πανάγου και η Πένυ Παπαγεωργίου ήρθαν ανοιχτοί και θετικοί και έκαναν την παράσταση δική τους. Ακόμα με συγκινεί η κατάθεσή τους, από τον καιρό των προβών και σε κάθε παράσταση. Οι άνθρωποι που κινητοποιούν τον ποιητικό εαυτό, ενώνονται και μένουν δημιουργικοί, χωρίς φόβο, μπορούν να καταλάβουν, μπορούν να οραματιστούν μαζί, να κάνουν θαύματα σε πείσμα των καιρών. Και αυτό είναι τόσο παρήγορο και τόσο δυνατό. Είναι δώρο και ελπίδα γενικά για την ζωή. Κι αυτό καταλύει τον φόβο.

– Πού αλλού θα σας συναντήσουμε προσεχώς; Υπάρχουν ανακοινώσιμα σχέδια;

Θα κάνω μια συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου, όπου θα σκηνοθετήσω το Τάβλι που θα παιχτεί προσαρμοσμένο σε καφενεία της περιοχής.


Διαβάστε επίσης:

Η Κυρά της Θάλασσας, για δεύτερο χρόνο στο Tempus Verum – Εν Αθήναις