Bong Joon-Ho: Κινηματογράφος με ταξική συνείδηση

Ο Bong Joon Ho έγινε ευρέως γνωστός με την τελευταία ταινία του, τα Παράσιτα, αλλά ολόκληρη η φιλμογραφία του χαρακτηρίζεται από το ίδιο μαύρο χιούμορ, την κοινωνική κριτική και το μοναδικό ύφος ενός σκηνοθέτη με ταξική συνείδηση.

Ο Bong Joon-Ho και τα Παράσιτα υπήρξαν ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για τα δεδομένα των κινηματογραφικών βραβείων. Η ταινία του βραβεύτηκε τόσο με τον Χρυσό Φοίνικα, όσο και με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ενώ πρόκειται για την πρώτη ξένη παραγωγή που λαμβάνει την συγκεκριμένη διάκριση. Βέβαια, ο νοτιοκορεάτικος κινηματογράφος φέρει τις τελευταίες δεκαετίες μία νέα αισθητική και μία αλλόκοτη ποιότητα. Με σκηνοθέτες όπως ο Chan-wook Park (The Handmaiden, Thirst, Oldboy), και ταινίες όπως το πρόσφατο Burning, του Chang-dong Lee (2018) ή τα λίγο παλιότερα I Saw the Devil, του Jee-woon Kim (2010) και Castaway on the Moon, του Hae-jun Lee (2009), το σινεφίλ κοινό έχει μια ευρεία γκάμα επιλογών από την ποίηση της βίας μέχρι την παράδοση της Ανατολής και την σύγχρονη πραγματικότητά της.

Ο Bong Joon-Ho γεννήθηκε το 1969 στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Κορέας, το Daegu. Δημιουργούσε storyboards ήδη από την ηλικία των πέντε και γνώριζε πως θα γίνει σκηνοθέτης από όταν ήταν έφηβος. Αυτό οφείλεται μάλλον στον πατέρα του, που διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Σπούδασε κοινωνιολογία, ενώ συμμετείχε σε φοιτητικές διαδηλώσεις που πίεζαν για δημοκρατικές εκλογές την πολλών ετών δικτατορία της χώρας. Αργότερα, ήρθαν και οι σπουδές κινηματογράφου και η δημιουργία δύο ταινιών μικρού μήκους. Ο σκηνοθέτης που φέτος βραβεύτηκε από τα δύο μεγαλύτερα φεστιβάλ κινηματογράφου του κόσμου, έβγαζε οριακά τα προς το ζην προσπαθώντας να εργαστεί στον κινηματογράφο για αρκετά χρόνια.

Ξεκινά, λοιπόν, την καριέρα του στις μεγάλου μήκους ταινίες στην αλλαγή της χιλιετίας, σηματοδοτώντας με το προσωπικό του ύφος μία νέα εποχή και για τον κινηματογράφο. Τα είδη των ταινιών γίνονται θολά και αυτό δε μοιάζει να ενοχλεί, παρά να έλκει ακόμα εντονότερα την προσοχή του θεατή. Ο κοινωνικός ρεαλισμός συμβαδίζει με το μαύρο χιούμορ, την σουρεαλιστική αισθητική και την επιστημονική φαντασία και τελικά, ο κινηματογράφος αυτός προσφέρει -πέρα από ψυχαγωγία- μία κριτική που είναι απαραίτητη και πρόσφορη. Έχοντας παρουσιάσει στο διεθνές σινεφίλ κοινό μόλις εφτά ταινίες, μπορεί κανείς να εμπιστευτεί την εμπειρία που ο συγκεκριμένος δημιουργός πρόκειται να προσφέρει.

Οι ταξικές διαφορές και η αντίθεση μεταξύ της ζωής της υπαίθρου και της αστικής “κανονικότητας” είναι θέματα που φαίνεται να διατρέχουν την φιλμογραφία του. Οι αντιθέσεις δεν αποτυπώνονται μόνο μέσα από το μαύρο χιούμορ που διατρέχει την πλοκή και τις σεναριακές εφευρέσεις, αλλά και μέσα από τις εναλλαγές χρωμάτων και μοτίβων. Γήινα και πεζά χρώματα χαρακτηρίζουν τις μουντές ζωές των φτωχών ανθρώπων, ενώ αυτοί μένουν εγκλωβισμένοι σε συμβάσεις και κανόνες μιας κοινωνίας που φαίνεται να τους αγνοεί. Αντιθέτως, όταν οι ταινίες του παρουσιάζουν την αστική τάξη, αυτή φαίνεται να είναι περιτυλιγμένη σε απαστράπτουσες ενδυμασίες, ηθελημένα περιορισμένη στους χώρους της επιλογής της, ενώ έχει την ευχέρεια να θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού.

Barking Dogs Never Bite (2000)

Ένας άνεργος ακαδημαϊκός που φιλοδοξεί να γίνει καθηγητής ενοχλείται από έναν θορυβώδη σκύλο στο πυκνοκατοικημένο σύμπλεγμα κατοικιών όπου μένει. Απαγάγει, λοιπόν, και αποπειράται να σκοτώσει ένα Shih Tzu που βρίσκει τυχαία και ανήκει σε ένα μικρό κορίτσι που το αναζητά. Αργότερα, η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας προσπαθεί να λύσει την υπόθεση, θέλοντας διακαώς να γίνει διάσημη για τις ηρωϊκές της πράξεις.

Το κίτρινο είναι το χρώμα που επικρατεί και αυτό γίνεται εμφανές σε κάθε καρέ της ταινίας. Ο γρήγορος ρυθμός, η συνύπαρξη γέλιου και τρόμου, η αντιπαλότητα των τάξεων, σε μια πόλη που κανείς δεν ακολουθεί τους κανόνες, είναι στοιχεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει ήδη από την πρώτη του ταινία.

Memories of Murder (2003)

Ένας κατά συρροή βιαστής και δολοφόνος, που εμπνέεται από την βροχή, προκαλεί πανικό σε μια μικρή πόλη και στην αστυνομία της, που αδυνατεί να ελέγξει τις κακές της συνήθειες και μοιάζει καθόλα ανεπαρκής. Ένας ντετέκτιβ από την Σεούλ έρχεται ως από μηχανής θεός, ενώ τα πτώματα των γυναικών συρρέουν στα λασπώδη τοπία της υπαίθρου.

Το κόκκινο χρώμα φαίνεται να είναι άλλο ένα τρίγκερ για τον μανιακό δολοφόνο, αλλά και ένα μοτίβο που εξετάζει ο σκηνοθέτης. Η βία και τα ένοχα μυστικά μιας κλειστής κοινωνίας επικρατούν σε κάθε στάδιο της πολύ ενδιαφέρουσας πλοκής σε μία ιστορία που, δυστυχώς, βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.

The Host (2006)

Επίκαιρη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με ένα τέρας που δημιουργήθηκε λόγω της ανευθυνότητας γιατρών και κουβαλά έναν άγνωστο, θανατηφόρο ιό. Το τέρας αναδύεται από τον ποταμό Han και επιτίθεται στον κόσμο. Μια διευρυμένη οικογένεια, που διατηρεί καντίνα στις όχθες του ποταμού, προσπαθεί να ξεφύγει μαζί με τον υπόλοιπο πανικοβλημένο κόσμο, αλλά η κόρη δεν την γλιτώνει και όλη η οικογένεια -αντί να την αναζητά- τίθεται σε καραντίνα από τον αμερικανικό στρατό.

Τα έντονα, σχεδόν γυαλιστερά -αν και σκούρα- χρώματα του φιλμ ταιριάζουν απόλυτα με την ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Πλέον, γίνεται αισθητή η τάση του σκηνοθέτη να δημιουργεί σταθερές συνεργασίες με τους ηθοποιούς του, όπως με τον νοτιοκορεάτη σταρ Kang-ho Song, ο οποίος υποδύεται την κλασική -για τις ταινίες του Joon-Ho- φιγούρα του ηλιθίου.

Mother (2009)

Μία υπερπροστατευτική Μητέρα ζει με τον μοναχογιό της, ο οποίος δεν έχει ως δυνατό του σημείο την ευστροφία και φαίνεται να μπλέκει διαρκώς σε καταστάσεις πέραν των δυνατοτήτων του. Εκείνος κατηγορείται για τον φόνο μιας νεαρής κοπέλας και η μητέρα του θα κινήσει γη και ουρανό για να αποδείξει την αθωότητα του, κινδυνεύοντας και η ίδια να ξεπεράσει τα θεμιτά όρια.

Τα πολύ γενικά πλάνα της πανέμορφης υπαίθρου και η ύπαρξη κωμικών στοιχείων που οφείλονται στην ανθρώπινη ηλιθιότητα στιγματίζουν μία κατά τα άλλα τραγική ταινία. Η μητέρα, που διαπράττει ύβρη πάνω από μία φορά, δίνει με την ερμηνεία της έναν αλλόκοτο ρυθμό σε μία από τις λιγότερο προβεβλημένες ταινίες του σκηνοθέτη. Τυλιγμένη με θερμά χρώματα μπροστά από τους μπλε τοίχους της πόλης, που θα μπορούσαν να θυμίζουν Πικάσο και με ψυχρά χρώματα όταν βρίσκεται στη ζεστασιά της φύσης.

Snowpiercer (2013)

Οι μοναδικοί διασωθέντες ενός παγωμένου πλανήτη κινούνται αέναα μέσα σε ένα τρένο. Στα τελευταία βαγόνια οι φτωχοί επιβιώνουν πεισματικά σε συνθήκες καταστολής και ανέχειας. Μέχρι τη στιγμή που η επανάσταση μοιάζει η μοναδική επιλογή και οι εξεγερμένοι έρχονται αντιμέτωποι με τη βία του πλούτου.

Η ταινία είναι και αυτή νοτιοκορεάτικης παραγωγής, αλλά είναι η πρώτη που το καστ είναι διεθνές και κύρια γλώσσα είναι η αγγλική. Τα χρώματα των βαγονιών και των ρούχων των ανθρώπων δίνουν τον παλμό των αντιθέσεων. Από τα γκρι-καφέ χρώματα περνάμε στα νέον πάρτυ άεργων πλουσίων και στα χαρούμενα χρώματα σχολικών τάξεων.

Okja (2017)

Άλλη μια παραμυθιακή περιπέτεια με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, αλλά και περιβαλλοντικές-δυστοπικές προεκτάσεις. Ένα είδος σούπερ γουρουνιού δημιουργείται από μία πολυεθνική και τα πρώτα 26 πλάσματα δίνονται σε αγροτικές οικογένειες σε όλο τον κόσμο. Δέκα χρόνια μετά στην Νότια Κορέα παρακολουθούμε την τρυφερή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της Okja και της ιδιοκτήτριας της, η οποία θα την αναζητήσει παντού όταν η εταιρεία την πάρει πίσω και τελικά, θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη για να την σώσει.

Υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία με το Snowpiercer: Η δυστοπική αισθητική -που βέβαια εδώ παραπέμπει πιο πολύ στον Άλντους Χάξλεϊ- το διεθνές καστ -με την Τίλντα Σουίντον σε ρόλο πλούσιας ασυνείδητης κακιάς- η αγγλική γλώσσα και οι τεράστιες οικονομικές διαφορές των πληθυσμών -στην συγκεκριμένη περίπτωση, αγροτικών και αστικών. Τα χρώματα, βέβαια, είναι έντονα και φωτεινά. Ενίοτε, μάλιστα, με παστέλ, χαριτωμένες πινελιές.

Parasite (2019)

Μία τετραμελής οικογένεια ζει σε ένα ημιυπόγειο και προσπαθεί να επιβιώσει με προσωρινές δουλειές και πενιχρούς μισθούς. Μέχρι που η τύχη τους αλλάζει και ξεκινούν ένας προς έναν να εργάζονται για μία μεγαλοαστική οικογένεια, λέγοντας ψέματα για την πραγματική τους ταυτότητα. Η έπαυλη όπου εργάζονται αρχίζει να μοιάζει με δικό τους σπίτι, μόνο που τα υπόγεια πάντα κρύβουν εκπλήξεις και οι αλήθειες μυρίζουν ταξισμό.

Τα καφέ, κίτρινα και γκρι χρώματα των υπόγειων σπιτιών μετατρέπονται σε καθαρές, ζεστές και φωτεινές αποχρώσεις στις ηλιόλουστες επαύλεις. Αρκεί να ανέβεις μερικές χιλιάδες σκαλιά και να υποδυθείς κάποιον άλλον, κρύβοντας αυτό που είσαι πραγματικά. Σε προδίδει, ίσως, μόνο η μυρωδιά. Η ταινία έχει έναν μοναδικό ρυθμό, με την αγωνία και τον φόβο να μετριάζονται μέσω του χιούμορ και να επιστρέφουν ξανά, απότομα αλλά αιτιολογημένα. Μετά την επιτυχία της ταινίας 1.500 ένοικοι ημιυπόγειων κατοικιών (banjiha) έλαβαν οικονομική βοήθεια από την πόλη της Σεούλ για να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ