Αυτός, ο αιώνια 20 χρόνος ποιητής, πρωτοστάτησε σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα μοντέρνα ποίηση και συμβολισμό.

Μια ιστορία…

Το ημερολόγιο δείχνει 20 Οκτωβρίου του 1854. Στην αγροτική περιοχή Σάρλβιλ, ένα μωρό γεννιέται. Η νοσοκόμα το ακουμπάει για μια τόση δα στιγμή, σε ένα θεόρατο, σε σχέση με το σώμα του, μαξιλάρι ώστε να φέρει τις φασκιές. Όταν επιστρέφει δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει. Το νεογέννητο μωρό, μπουσουλάει προς την πόρτα αναζητώντας το άγνωστο, έτοιμο από τα γεννοφάσκια του για περιπλανήσεις. Είναι ο Αρθούρος Ρεμπώ.

Μια ζωή, διόλου ήρεμη

Σε ηλικία 20 χρόνων, ο ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ «ο ποιητής της εξέγερσης, και μάλιστα ο σημαντικότερος απ’ όλους» όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ, αφήνει πίσω του την ποίηση, και η ποίηση «βωμολοχεί» με τα λόγια που της χάρισε ο ίδιος. Μέχρι τότε, ο ποιητής, δεν έχει αφήσει πιθαμή Γης που να μην επισκέφτηκε – ιστορικό 13 χωρών- , επάγγελμα που να μην έκανε- από παιδαγωγός και ναυτεργάτης μέχρι έμπορος όπλων-, και όμορφα αντικοινωνικές λέξεις που να μην έγραψε και να άφησε ως «χάρτινη» παρακαταθήκη στους αβάν-γκαρντ όλου του κόσμου –‘Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει, Ω! ας έσπαζε η καρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!’

Ο Ρεμπώ υπήρξε ένας από τους πρώτους ανοιχτά ομοφυλόφιλους ποιητές της εποχής του, κάνοντας γνωστή την σχέση του με τον ομότεχνο του Πωλ Βερλαίν. Ο Πωλ Βερλαίν τον προσκάλεσε ο ίδιος να μείνει σπίτι του, καθώς γοητεύτηκε βαθιά από την ποιητική του γλώσσα, την οποία και ανακάλυψε μέσα από τα γράμματα που του έστελνε ο έφηβος ακόμα Ρεμπώ με σκοπό την εύρεση στέγης.

Η σχέση τους χαρακτηρίζονταν από πάθος, έρωτα, θαυμασμό, δημιουργία αλλά και από μελανά σημεία, όπως τον πυροβολισμό που δέχτηκε ο Ρεμπώ από τον Πωλ Βερλαίν, σε κατάσταση μέθης, όταν πρώτος ο ίδιος ο Ρεμπώ με ένα σουγιά χάραξε τα χέρια του συντρόφου του στο βωμό του «πειραματισμού».

Μετά θάνατον, ύβρις

Το έργο του Ρεμπώ, όταν ακόμα βρίσκονταν εν ζωή, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές σε έναν πιο «αντικοινωνικό» ποιητικό κύκλο του Παρισιού. Όσοι γνώριζαν τον ποιητή, τον θεωρούσαν έναν αθυρόστομο και δύσκολο άνθρωπο, αλλά και έναν «απαγορευτικό» χαρακτήρα για να συνάψεις φιλικές σχέσεις. Στην εποχή του αποτέλεσε έναν ζωντανό θρύλο, τον οποίο κάποιοι θεωρούσαν πεθαμένο, κυριολεκτικά.

Η κυνικότητα του αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην απάντηση που έδωσε όταν ερωτήθηκε, ενώ ήταν βαριά άρρωστος και λίγο πριν πεθάνει: “τι θα γίνει με την ποίηση;“. Ο ίδιος απάντησε «Τι σημασία έχουν όλα αυτά τώρα; Χέσ’ την την ποίηση»…

Όταν αυτός ο ποιητής -προφήτης –όπως θεωρούσε ο ίδιος πως πρέπει να είναι όλοι οι ποιητές, καθώς γεννούν μια νέα αλήθεια πάνω από την κοινωνική αλήθεια-, πέθανε από καρκίνο, στήθηκε συλλήβδην από τις εφημερίδες και τον τύπο ένα «υβριστικό πανηγύρι» πάνω από το νεκρό του σώμα και την νεκρή του ψυχή. Άρθρα γράφτηκαν για το πόσο «βρωμιάρης» ήταν, για τα τρύπια ρούχα που φόραγε, για τον ομόφυλο έρωτα του με τον Βερλαίν, περιγράφοντας τον με πικρόχολα και ακραία ομοφοβικά σχόλια και βάζοντας του υποτιμητικά τον ιδεολογικό τίτλο του «αναρχικού».

Ούτε ένα άρθρο δεν γράφτηκε για το έργο του, τις ιστορίες του και τα πολύτιμα συναισθήματα που ξεχείλιζαν από τα ποιήματα του. Η αδερφή του, απελπισμένη από τα «μεταθανάτια» απάνθρωπα σχόλια που γράφτηκαν για τον αδερφό της, είπε χαρακτηριστικά «Πόσο πιθανό είναι ένα αγόρι μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι ετών να υπήρξε ο κακός δαίμονας του Βερλαίν, που ήταν κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερός του;»

Η «μοντέρνα» ποίηση του Ρεμπώ

ΤΑ ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ

Μαύρα μεσ’ στην ομίχλη και το χιόνι,
μπροστά στην τρύπα που η φωτιά φουντώνει,
με τα κολιά τους ένα γύρω και σκυφτά,

πέντε φτωχά, ‒τι λυπημός σε πιάνει!‒
κοιτάζουνε το φούρναρη να κάνει
τα ξανθωπά βαριά ψωμιά.

Γερά τα μπράτσα του μεταγυρίζουν
τη ζύμη τη σταχτιά και τη φουρνίζουν
μες στο φουρνόστομα το φωτεινό.

Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι ακούνε,
κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε,
ένα τραγούδι τραγουδάει παλιό.

Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν
κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν,
κίτρινα με την κόρα τη σκαστή,

όταν κάτω απ’ τα ολόμαυρα καδρόνια,
οι κρούστες που ευωδούν και τα τριζόνια
τρίζουν και σιγοτραγουδούν,

πώς μέσα τους ξανά η ζωή χαράζει,
πόσο η ψυχούλα τους αναγαλλιάζει,
κάτω απ’ τα κουρέλια που φορούν!

Νιώθουν πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!
τα φτωχαδάκια τα κρουσταλλωμένα
‒που μένουνε μπρός στη θυρίδα εκεί,

τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας
στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας,
όμως πολύ σιγά ‒ σαν προσευχή!…

Στο φως αυτό τα μάτια έτσι καρφώνουν,
και τόσο τα κορμάκια τους τεντώνουν
προς τον ξανανοιγμένον ουρανό,

που τα βρακάκια τους ξοπίσω σκίζουν,
και τα πουκαμισάκια τους τρεμίζουν,
στ’ αγέρι το χειμερινό…

ΕΡΓΑΤΕΣ

Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φεβρουαρίου! Ο άκαιρος Νότος έρχεται να ξυπνήσει τις αναμνήσεις μας, παράλογων φτωχών, τη νεανική μας αθλιότητα.

Η Henrika είχε μια φούστα μπαμπακερή με άσπρα και καφετιά καρρώ, που έπρεπε να φοριέται τον τελευταίο αιώνα, μια σκούφια με κορδέλες, και ένα μεταξωτό μαντήλι. Ήταν πολύ πιο θλιβερό από ένα πένθος. Κάναμε μια βόλτα στα προάστια. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, και αυτός ο άνεμος του Νότου ζωντάνευε όλες τις άσχημες μυρωδιές των ρημαγμένων περιβολιών και των ξεραμένων λιβαδιών.
Αυτό, δεν έπρεπε να κουράζει τη γυναίκα μου όσο έμενα. Μέσα σε μια λακ­κούβα που είχε μείνει από την πλημμύρα του περασμένου μήνα σ’ ένα αρκετά ψηλό μονοπάτι, μου έδειξε πολύ μικρά ψάρια.

Η πόλη, με την καπνιά της και με τους θορύβους της δουλειάς, μας ακολουθούσε πολύ μακριά μέσα στους δρόμους. Ω ο άλλος κόσμος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και τις σκιές! Ο νότος μού θύμιζε τα θλιβερά γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας, τις καλοκαιρινές μου απελπισίες, τη φο­βερή ποσότητα δύναμης και γνώσης που η τύχη απομάκρυνε πάντα από μένα. Όχι! δε θα περάσουμε το καλοκαίρι σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα όπου δε θα ’μαστε ποτέ παρά αρραβωνιασμένα ορφανά. Θέλω αυτό το σκληραγωγημένο μπράτσο να μη σέρνει πια μια αγαπημένη εικόνα.

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.
Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.
Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.
Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.
Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.
Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.
Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια