«Ο Αρθούρος που πληγώθηκε από τους ανθρώπους μένοντας μόνος του να σφυγμομετρά το κενό της καρδιάς που δύσκολα γεμίζει, ήξερε ότι κουβαλούν την κόλαση στην πλάτη τους, τη στήνουν ανάμεσά τους και αλληλοσφάζονται στο όνομα του συμφέροντος και της επιβολής όμοιοι με άγρια θηρία. Τους επίμονους ανθρώπους δεν άντεχε ο Αρθούρος. Την ζωτική ανάγκη τους να κατακτήσουν ουρανό και γη.»

Όλοι γνωρίζουν την Άννα Σεργκέγεβνα ή κοινώς, την «Κυρία με το σκυλάκι» του Άντον Τσέχωφ. Η ιστορία της εσωστρεφούς μοιχαλίδας που συνοδευόμενη από το συμπαθητικό της κατοικίδιο, εξερευνά μια καινούργια πόλη και μοιράζεται με τον επίσης μοιχό Γκούροφ, μία ερωτική ατασθαλία που επιβάλλεται να παραμείνει κρυφή, εφήμερη και εντός ενός οχληρού πλαισίου, δημοσιεύθηκε το 1899, και έκτοτε συγκαταλέγεται στα αθάνατα ρωσικά διηγήματα. Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι δηλώνουν παντελή άγνοια όσον αφορά στην ιδιάζουσα περίπτωση του κυρίου με το σκυλάκι που όργωνε τους δρόμους της Φραγκφούρτης περίπου 46 χρόνια νωρίτερα. Εκείνος δεν υπήρξε πρωταγωνιστής μιας κάποιας χάρτινης πραγματικότητος, μα οι ατυχίες της ζωής του αποτυπώνονταν σαν κακογραμμένο μυθιστόρημα χωρίς ειρμό στο πάνινο πρόσωπό του. Εκείνος δε σκάρωνε τρόπους για να γίνει πιο ενδιαφέρουσα η ύπαρξή του. Η αυτενεργός μοναξιά, ο παρωπιδισμός της καρδιάς και η βλογιοκομμένη παιδική του ηλικία, δεν επέτρεπαν επ’ ουδενί την ψιμυθίωση της γκρίζας ψυχής που κουβαλούσε. Δεν είχε εντός του στάλα πίστης σε Θεό κι ανθρώπους. Ολημερίς βολόδερνε με το σκυλί του, κι ούτε που σκάλιζε την επιφάνεια της οποιασδήποτε υπόστασης με το νύχι της αμφιβολίας ή έστω της κατανόησης. Τού έφτανε που ήξερε πως ακόμα και στον πιο δριμύ κατακλυσμό αυτή η τετράποδη συντροφιά θα παρέμενε σιμά του, εν αντιθέσει με την έλλογη και δίποδη που το ‘χει συνήθειο να εξαφανίζεται προτού κυλήσει στο χώμα το δάκρυ του ουρανού. Ας μη μιλήσουμε δε, για τον αοράτως ορατό Δημιουργό που καγχάζει χωρίς αιδώ και ευαισθησίες στις συμφορές που μάς πλήττουν. Ιδού μερικά στοιχεία από όσα απαρτίζουν την κοσμοθεωρία του Γερμανού φιλοσόφου, Άρθουρ Σοπενxάουερ. Ή αλλιώς, οι εμπειρίες στις οποίες θεμελίωσε τις θεωρίες του. Και είμαστε μόνο στην αρχή.

Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1788 στο Γκντανσκ από πατέρα εφοπλιστή και μητέρα συγγραφέα. Ενώ μορφώθηκε στα καλύτερα εσωτερικά σχολεία ώστε να ενισχύσει την επιχειρηματική πυγμή των οικογενειακού ονόματος, το εμπόριο και η ενασχόληση με αυτό, δεν έμοιαζαν καθόλου να τον θέλγουν. Και ενώ όπως όλοι, είχε ανάγκη από ευτυχισμένες μέρες, η ευτυχία απείχε έτη φωτός από τούτη την παιδική ψυχή. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας των γονιών του και οι ομηρικοί διαπληκτισμοί τους μπροστά του, σε συνδυασμό με την κλονισμένη κατάσταση της υγείας του πατέρα και τις απροκάλυπτες απιστίες της μητέρας του, συνέβαλαν τα μέγιστα για να χάσει από νωρίς πάσα ιδέα για την θαλερότητα των ανθρώπινων σχέσεων και της ηθικής. Όταν ο πρώτος προδόθηκε από την καρδιά του, η χήρα έφτιαξε πάραυτα τη ζωή της με τον εραστή της, αδιαφορώντας για την ψυχολογική παθογένεια που η ίδια είχε προκαλέσει στον γιο τους. Ο Σοπενxάουερ δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά ούτε και στη Βαϊμάρη, όπου εκείνη άνοιξε το δικό της βιβλιοπωλείο. Εξασφαλισμένος από τον θανόντα σε οικονομικό επίπεδο, ο δεκαεπτάχρονος παγώνει σχέσεις και δεσμούς με τη μητέρα του, χάνει για καιρό ο ένας τα ίχνη του άλλου, και το 1809 εγγράφεται στην Ιατρική που όμως δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του. Πνεύμα φιλομαθές, πολυταξιδεμένο και με μπαλωμένα τα σωθικά του από τις πίκρες, στα 23 του μετακομίζει στο Βερολίνο όπου εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη Φιλοσοφία και ειδικότερα για τους Καντ, Πλάτωνα και Χέγκελ ενώ παρακολουθεί ενθουσιωδώς μαθήματα των Σλάιερμαϊερ και Φίχτε. Σαν θα έρθει η ώρα να πάρει το πτυχίο του και να παραδώσει την αντίστοιχη εργασία, ο Γκαίτε θα τον συγχαρεί αυτοπροσώπως για την πρωτοτυπία, την αρτιότητα και την φιλόδοξη φύση της. Την ίδια περίοδο οι γυναίκες πηγαινοέρχονταν στη ζωή του σαν ψαροκάικα σε φουρτουνιασμένο λιμάνι. Ο Σοπενxάουερ μη μπορώντας να αποβάλλει την πεποίθηση πως όλες τους έχουν ως στόχο να χτυπήσουν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο κάθε άντρα, δεν κατάφερε να στεριώσει σε καμία σχέση του. Ιδιαιτέρως κυκλοθυμικός, κοντόφθαλμος στις απόψεις του, κραυγαλέος κι εριστικός, εξεβίαζε με την συμπεριφορά του τους χωρισμούς χωρίς διόλου να το αντιλαμβάνεται. Μία φορά μάλιστα, έφτασε κοντά στο γάμο όσο διέμενε στη Ρώμη, μα σαν από κώμα ξύπνησε λίγο πριν το πιο μοιραίο σφάλμα του, επιλέγοντας τη μοναχική πορεία του στον κόσμο, και τη συνεχή επισήμανση της ανθρώπινης κατάντιας.

Αυτή ήταν που αποτέλεσε το θέμα στο δημοφιλέστερο βιβλίο του «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση». Ακολούθησαν τα δοκιμιακού χαρακτήρος έργα: «η Τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο», «Μεταφυσική του έρωτα», «Δοκίμιο για τις γυναίκες», «Ο άνθρωπος και η κοινωνία», «Περί θανάτου» κ.α. Ο Σοπενxάουερ μας αντιμετωπίζει σαν όντα προκλητικώς ανικανοποίητα, των οποίων οι επιθυμίες είναι καταδικασμένες να μην εκπληρώνονται επαρκώς. Κι ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κλείστηκε στο πεσιμιστικό καβούκι του απέχοντας από τις συναισθηματικές και σεξουαλικές ανάγκες. Ο αντικοινωνικός Σοπενxάουερ που κληρονόμησε τη βαρύτατης μορφής πατρική κατάθλιψη, κι απέρριπτε κάθε ευδαιμονία προερχόμενη από τις ανθρώπινες επιθυμίες ως άλλος Βουδιστής, υποστήριζε θερμά ότι αν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, υπερεκτίμησε τις δυνατότητές Του, με αποτέλεσμα κάποιοι σαν εκείνον να καταγράφουν τα εγκλήματα, την παραφροσύνη και τις δυστυχίες στην Ιστορία αυτού του δημιουργήματος. Ο Αρθούρος που πληγώθηκε από τους ανθρώπους μένοντας μόνος του να σφυγμομετρά το κενό της καρδιάς που δύσκολα γεμίζει, ήξερε ότι κουβαλούν την κόλαση στην πλάτη τους, τη στήνουν ανάμεσά τους και αλληλοσφάζονται στο όνομα του συμφέροντος και της επιβολής όμοιοι με άγρια θηρία. Τους επίμονους ανθρώπους δεν άντεχε ο Αρθούρος. Την ζωτική ανάγκη τους να κατακτήσουν ουρανό και γη. Το σαλεμένο φονικό ένστικτο απέναντι σε ό,τι ανυπεράσπιστο, την πάλη των φύλων, την αναλγυσία του Θεού για τα βάσανά τους, την εγωπάθεια, τον πόνο και την αγωνία που μεταφέρουν οι ποταμοί των επιδιώξεών τους όταν εκβάλλουν στις θάλασσες της ψυχής. Οι ανεξέλεγκτες βουλές είναι το άνθος του κακού, και ο ίδιος ξόδεψε μια ολόκληρη ζωή προκειμένου να πατάξει με γυμνά χέρια τις δηλητηριώδεις ρίζες του.

Όταν το 1825, επιστρέφει στο Βερολίνο για να συνεχίσει την πανεπιστημιακή του καριέρα, το γεγονός ότι δεν γίνεται δεκτός, αποτελεί πλήγμα και το 1833 αποφασίζει να εγκατασταθεί στη Φραγκφούρτη. Αν κράτησε μια λυπηρή σκέψη από τη γερμανική πρωτεύουσα δεν ήταν η απόρριψη, αλλά ο θάνατος του Χέγκελ από τη χολέρα. Μπορεί να υπήρξαν ακαδημαϊκοί αντίζηλοι, μα παρέμεναν φίλοι. Τα δογματικά ξίφη έβγαιναν στα αμφιθέατρα, δεν είχαν θέση αλλού. Λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στη Φραγκφούρτη, ξημέρωσε η μέρα που το χιόνι έδερνε σαν οβίδα τα άλογα της άμαξας που τον μετέφερε στο σπίτι μετά από ολιγοήμερες διακοπές στην Κολωνία. Λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μέτρησε έναν, δύο, τρεις καλπασμούς. Στον τέταρτο διέταξε να σταματήσουν την άμαξα. Τα άλογα χλιμίντρισαν φοβισμένα. Η θέα ενός μικροσκοπικού σκύλου να τουρτουρίζει κάτω από μια βελανιδιά, τον έκανε να αφήσει τη βολή του, να γονατίσει μπρος στο πεινασμένο αδέσποτο κουτάβι, να το δελεάσει με ένα κομμάτι σταφιδόψωμου, κι έπειτα να το κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά του. Από εκείνη τη μέρα ως και το τέλος της ζωής του, δεν το αποχωρίστηκε ούτε στιγμή. Ήταν η παρηγοριά σε ό,τι άσχημο είχε παρέλθει. Ήταν η βεβαιότητα του ότι ο άντρας που όλοι περνούσαν για έναν αδέκαστο και απαισιόδοξο κριτή των πάντων, είχε καλά κρυμμένη μέσα του την αγάπη. Την αγάπη για την ανυστεροβουλία. Την αγάπη σαν ανταμοιβή της αγάπης. Την αγάπη απέναντι σε ό,τι δεσμεύεται να μη μας προδώσει, και την αγάπη σε ό,τι αντίκρισε για στερνή φορά πριν την πνευμονική εμβολή το μεσημέρι της 21 Σεπτεμβρίου 1860 λίγο αφότου τάισε το σκυλί του, και εξέλαβε για ευγνωμοσύνη το ζωηρό κούνημα της ουράς. Κάτι που πιθανότατα αποτελούσε και τη μοναδική υποψία χρώματος στην ολότητα της σταχτιάς ζωής του.