Ο πολυγραφότατος συγγραφέας Αργύρης Παυλιώτης, με το καυστικό χιούμορ του, μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα όπου ξεδιπλώνεται η «οδύσσεια» του μέσου Έλληνα πολίτη που έρχεται αντιμέτωπος με τη γραφειοκρατία και την «παραφροσύνη» της δημόσιας διοίκησης στη δεκαετία του ’80, παλεύοντας για την απαλλοτρίωση ενός διατηρητέου μνημείου και καταλήγοντας σε κάποιο κέντρο ψυχικής υγείας, γαλήνιος και συμφιλιωμένος με το μάταιο της περιπέτειάς του…

Επιμέλεια: Νάντια Φαμέλου

Απόσπασμα από το βιβλίο

Έφυγα στις τρεις από το υπουργείο. Ακολούθησα τη διαδρομή για τον σιδηροδρομικό «Σταθμό Λαρίσης». Στον δρόμο, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω αν αυτά που έζησα, συνέβησαν πραγματικά και δεν τα φαντάστηκα. Όχι, δεν τα φαντάστηκα· συνέβησαν πραγματικά! Δηλαδή σήμερα άνοιξε ο δρόμος για την απαλλοτρίωση; Και άρχισαν πάλι οι ενοχές… Αν δεν είχα δει αυτό το φάντασμα καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια, αν δεν είχα καθίσει για να ονειροπολήσω, αν έφευγα αμέσως και δεν συναντούσα τον Οδυσσέα, όλα θα τέλειωναν όπως ήθελα. Τέρμα. Απαλλοτρίωση δεν γίνεται. Αλλά, σκέφτηκα, ο θείος Ανέστης κάτι θα σκαρφιζόταν πάλι για να με ταλαιπωρήσει. Τουλάχιστον, μ’ αυτή την εξέλιξη, θα μ’ αφήσουν ήσυχο για κάποιο διάστημα. Από την άλλη, τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Μπορεί να μην περνούσε από το Συμβούλιο, αφού τα οικονομικά του υπουργείου δεν αντέχουν τέτοια έξοδα. Μου το επεσήμανε και ο Οδυσσέας. Οι πιθανότητες ήταν πενήντα πενήντα. Οπότε, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, θα είχαμε «ΟΧΙ με βούλα»! Στις πέντε έφευγε το πρώτο τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Τηλεφώνησα στην Ιουλία και, αφού ρώτησα για τον γιόκα μου, την ενημέρωσα ότι θα έφτανα στις έντεκα εκεί. Με ρώτησε τι έγινε και της είπα μόνο ένα ξερό «Καλά νέα». Σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού κοιμόμουν βαθιά, αφού την προηγούμενη νύχτα δεν είχα κλείσει μάτι. Στο σπίτι με περίμεναν με αγωνία αλλά και μ’ ένα καλοστρωμένο τραπέζι. Χάιδεψα τον γιο μου που κοιμόταν σαν αγγελούδι, και μετά καθίσαμε στο τραπέζι. Εκεί, τους εξιστόρησα τα γεγονότα της ημέρας και προσπάθησα να απαντήσω στις πολλές και όχι πάντα εύστοχες ερωτήσεις τους. «Μπρε ανιψιέ», είπε στο τέλος ο θείος Ανέστης, «πέτυχες κάτι πολύ σπουδαίο σήμερα. Αλλά δεν σε βλέπω ενθουσιασμένο. Θα έπρεπε να πετάς από τη χαρά σου…» Δεν μίλησα. Αυτός συνέχισε: «Δηλαδή, σε τρεις μήνες πέφτει το παραδάκι;» «Σε καμιά περίπτωση!» του αποκρίθηκα, κόβοντάς του την αισιοδοξία. «Σε τρεις, περίπου, μήνες έρχεται η απόφαση, η οποία μπορεί να είναι και αρνητική. Είμαστε στο πενήντα πενήντα. Αν είναι όμως θετική, θα πρέπει να ετοιμάσουμε ένα σωρό δικαιολογητικά που θα μας ζητήσουν, κάτι που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο και στοιχίζει» […] Παρ’ όλο που είχαν περάσει προ πολλού τα μεσάνυχτα, σηκώθηκα και τους είπα ότι θα κάνω μια μικρή βόλτα. Το δικαιολόγησα πως δεν είχα ύπνο αφού κοιμήθηκα στο τρένο, και πως θέλω να χωνέψω γιατί έφαγα πολύ. Με γρήγορο βηματισμό, κίνησα για το μνημείο. Έφτασα στον Άγιο Δημήτριο, έκανα τον σταυρό μου και μετά ήρθα εδώ. Άναψα το φως του διαδρόμου, κάθισα σ’ αυτήν τη θέση στο σκοτάδι, έκανα μία αναδρομή στα γεγονότα της ημέρας κι έβαλα τα κλάματα. Κάπου εκεί, ένιωσα την ανάλαφρη αρωματική αύρα και στύλωσα τα μάτια μου στο βάθος. Και να το φωτάκι, που άρχισε να μεγαλώνει, να μετουσιώνεται στο φάντασμα της Χανούμ, εκείνη να εμφανίζεται μπροστά μου και να με ρωτά: «Γιατί κλαις, Αλέξανδρε;» «Γιατί θέλουν να μας πάρουν το μνημείο και θα σε χάσω…» «Μη σκας, Αλέξανδρε. Αυτό δεν θα επιτρέψω να γίνει ποτέ!»

Αργύρης Παυλιώτης

Ο Αργύρης Παυλιώτης γεννήθηκε στο Ακραίφνιο Βοιωτίας, ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση. Όλα τα βιβλία του –εκτός από ένα– αλλά και τα διάσπαρτα διηγήματά του έχουν ως τόπο δράσης τη Θεσσαλονίκη και τα πέριξ της (Χαλκιδική), ενώ τα περισσότερα έργα του είναι αστυνομικά, γι’ αυτό και κάποιοι σχολιαστές τον χαρακτηρίζουν ως τον «συγγραφέα της νουάρ Θεσσαλονίκης».