Στο εργαστήριο του συμπατριώτη, συμμαθητή στο 13ο ∆ημοτικό σχολείο και έξοχου φίλου Θρασύβουλου Αβαριτσιώτη, καθόμαστε και αναπολούμε, κουβεντιάζουμε, φιλοσοφούμε, ζωντανεύουμε κοινές αναμνήσεις. Εδώ, σ’ αυτόν τον χώρο όπου καταγίνεται με τη ζωγραφική του δημιουργία, καταθέτοντας την ψυχή του, το ταλέντο του και το καλλιτεχνικό του πνεύμα, κάθομαι και κοιτάζω τα μικρών και μεγάλων διαστάσεων έργα του την ώρα που εκείνος μου ανα- λύει τις ιδέες του, τις σκέψεις του και την έμπνευση που κρύβεται πίσω απ’ το καθένα, κι αληθινά γοητεύομαι, συγκινούμαι, και με τη σειρά μου εμπνέομαι.

Το βλέμμα μου τώρα γυρίζει στη βιβλιοθήκη του. Λευκώματα, γραπτά κείμενα από σπουδαίους τεχνίτες του χρωστήρα και της πένας τραβούν την προσοχή μου, ώσπου η προμετωπίδα σ’ ένα μεγάλο δερμάτινο τόμο, «Το Ημερολόγιο», με ωθεί να αρχίσω να το ξεφυλλίζω. Υπήρχαν αρκετές άγραφες λευκές σελίδες κι έτσι άρχισα να το αναδιφώ αντίστροφα, προς το παρελθόν. Αντίκρισα φωτογραφίες και ενθυμήματα, άνθη από πολύ καιρό ξεραμένα, σχέδια και προσχέδια αναρίθμητα, γυμνά, χαρακτικά, γλυπτά, ψηφιδωτά, βιτρό, σημειώματα και στοιχεία μιας ιστορίας που ξετυλιγόταν ανάποδα.

Τα πρόσωπα σε μια οικογενειακή φωτογραφία ζήτησαν για μια στιγμή πιο απαιτητικά την προσοχή μου: Η γυναίκα του φίλου μου, ο γιος του, κοτζάμ άντρας κι επιστήμονας, παντρεμένος και πατέρας τώρα πια, η γυναίκα του γιου του, και ο ίδιος ο ζωγράφος μαζί με τη μεγάλη του χαρά, τα εγγονάκια του. […]

Συλλογιζόμενος όλα αυτά από το παρελθόν, γύρισα τις σελίδες προς το μέλλον, προς το λευκό και άγραφο χαρτί, οραματιζόμενος τις εικόνες των νέων του έργων, εκείνων που ζωγραφίζει αυτήν την περίοδο δημιουργώντας στο ατελιέ του. Και να, ένα κράμα όλων των επιλογών και των βιωμάτων του, αρχίζει να σαρκώνεται μπρος στα μάτια μου, στα καινούργια, ώριμα έργα του, πιο βαθιά προσωπικά και ταυτόχρονα πιο οικουμενικά. Και το «Ημερολόγιο» συνεχίζει να συμπληρώνεται… Aπόσπασμα από το εισαγωγικό κείμενο του Διονύση Παπακώστα