Ανταπόκριση από το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Εντυπωσιακά ντοκιμαντέρ

Ορισμένες ταινίες είναι εμπειρίες. Παρακάτω ακολουθούν τρία ντοκιμαντέρ ξένων δημιουργών που δεν παραλείψαμε να παρακολουθήσουμε στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.

Ορισμένες ταινίες είναι εμπειρίες. Παρακάτω ακολουθούν τρία ντοκιμαντέρ ξένων δημιουργών που δεν παραλείψαμε να παρακολουθήσουμε στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.

Από την Ελένη Τσόκα

Racing Extinction (Ραγδαίος αφανισμός), του Loui Psihoyos                                                             

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να γυρίζονται πολλά ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με το θέμα της περιβαλλοντικής καταστροφής και είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά. Ακούμε ότι τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα ανεβαίνουν ασταμάτητα οδηγώντας στο λιώσιμο των πάγων και συνεπώς στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Σημαντικό όμως  ποσοστό (30-40%) του διοξειδίου του άνθρακα δεσμευεται απο τις θάλασσες, πράγμα που οδηγεί στην αλλαγή του pH του νερού και στο λεγόμενο φαινόμενο της «οξίνισης των ωκεανών». Ακολούθως, η διαδικασία αυτή επηρεάζει την θαλάσσια ζωή την οποία και μειώνει δραστικά. Είναι σαφές πως τον πρώτο ρόλο σ’αυτό το έργο τον έχει ο άνθρωπος. Ο σύγχρονος βιομηχανικός τρόπος ζωής, η αστικοποίηση, η υπεραλίευση, και όλα τα παράγωγα φαινόμενα της ανθρώπινης δραστηριότητας μειώνουν την βιοπικοιλότητα και την ποιότητα της ζωής στον πλανήτη.

Με ένα αρκετά συναρπαστικό ντοκιμαντέρ ο ελληνικής καταγωγής, βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης και φωτογράφος του National Geographic, Λούι Ψυχογιός, επιθυμεί να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο πάνω στο πολύ κρίσιμο ζήτημα του ραγδαίου αφανισμού των ειδών της γής. Συγκεκριμένα, κάποιοι επιστήμονες προβλέπουν εξαφάνιση του 50% των ειδών του πλανήτη μέχρι το τέλος του αιώνα. Πιστεύουν πως διανύουμε την έκτη μεγάλη περίοδο αφανισμού στην ιστορία της Γης, μετά την πέμπτη που οδήγησε στην εξαφάνιση των δεινοσαύρων.

Η εποχή μας ονομάζεται Ανθρωπόκαινος ή «Εποχή του Ανθρώπου», επειδή φαίνεται πως η ανθρωπότητα έχει πυροδοτήσει κατακλυσμιαίες αλλαγές για το φυσικό περιβάλλον και την πανίδα.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ παίζει η Oceanic Preservation Society (OPS), η οργάνωση πίσω απο την βραβευμένη με όσκαρ ταινία «Ό όρμος» (The Cove). Αυτή η δραστήρια ομάδα ακτιβιστών, στους κόλπους της οποίας έχουν μπεί νέα μέλη, προσπαθεί να δώσει φωνή σε χιλιάδες είδη που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.

Το φίλμ είναι μια προσπάθεια καταγραφής της υφιστάμενης κατάστασης στον πλανήτη μας, και κυρίως στις θάλασσες, όπου πολλά είδη, όπως το σαλάχι μάντα, απειλούνται με εξαφάνιση. Βλέπουμε σκηνές κατάδυσης μέσα στο βυθό όπου τα ψάρια φαίνεται να έχουν μειωθεί δραματικά. Χαρακτηριστική είναι μάλιστα η σκηνή όπου ένας νεαρός καρχαρίας πέφτει στον πάτο, αδύναμος να κολυμπήσει γιατί άνθρωποι του είχαν αφαιρέσει το πτερυγιο του. Ή μια άλλη σκηνή που ένα σαλάχι μάντα έχει πέσει και αυτό στον πάτο, καθ’οτι είναι πληγωμένο απο τα αγκίστρια των ψαράδων, τα οποία φέρει ακόμη πάνω του, ώσπου ένας δύτης του τα αφαιρεί.

Είναι φανερή η αγάπη που έχουν τα μέλη της ομάδας αυτής απέναντι στα ζώα, και ότι αγωνίζονται σκληρά για την προστασία τους. Τους βλέπουμε με κρυφές κάμερες να υποδύονται επίδοξους πωλητές εξωτικού θαλασσινού φαγητού για να να διεισδύσουν σε ένα εργοστάσιο του Hong Kong, που εμπορεύεται πτερύγια καρχαριών σε απέραντη ποσότητα. Τους βλέπουμε στην Ινδονησία να παρουσιάζουν στους ψαράδες και στα μικρά παιδιά τους βιντεάκια απο το βυθό, τονίζοντας του το πρόβλημα της μείωσης του αριθμού των σαλαχιών .Τους βλέπουμε, τέλος, στις ΗΠΑ να πραγματοποιούν τεράστιες γραφικές απεικονίσεις και προβολές ζώων πάνω σε κτίρια και ουρανοξύστες και τον κόσμο να παρακολουθεί το γεγονός.

Εν τέλει, το ντοκιμαντερ καλεί τους θεατές να αρχίζουν να αλλάζουν ο καθένας απο κάτι στον τρόπο ζωής τους, έτσι ώστε να μην γίνει πράξη το χειρότερο σενάριο. Προτείνουν την μείωση της κατανάλωσης του κρέατος, την δράση για την απαγόρευση της αλίευσης προστατευόμενων ειδών, την χρήση των μέσων μαζική μεταφοράς ή αλλων μη ρυπογόνων μέσων μεταφοράς αντί του αυτοκινήτου κ.ο.κ. Το φιλμ κινειται πολλές φορές σε  δραματικούς τόνους προσπαθώντας να αγγίξει τον θεατή, αλλά δεν ξεφεύγει σε κάτι παραπάνω. Είναι παραγωγή του Discovery Channel.

Song of Lahore (Το τραγούδι της Λαχόρης), των Sharmen ObaidChinoy και Andy Schocken

Η Λαχόρη του Πακιστάν υπήρξε κέντρο μουσικού πολιτισμού μέχρι που η μουσική θεωρήθηκε αμαρτία, όταν επιβλήθηκε ο νόμος της Σαρία το 1977. Οι μουσικοί άρχισαν να διαβάλλονται και η μουσική απαγορεύτηκε στους ιδιωτικούς χώρους. Όταν οι απαγορεύσεις χαλάρωσαν, μια εκπληκτική ηχογράφηση του «Take Five» γίνεται viral και ο θρύλος της τζαζ Wynton Marsalis προσκαλεί δάφορους Πακιστανούς μουσικούς να εμφανιστούν στο Lincoln Center.

Συγκεκριμένα, στο φίλμ παρακολουθούμε τους μουσικούς του Sachal Studios, που επανα-ιδρυθήκε το 2004 απο τον Izzat Majeed. Άνεργοι και κορυφαίοι στα όργανα που παίζουν, οι μουσικοί αυτοί εκπροσωπούν μια ξεχασμένη γενιά μουσικών του Πακιστάν,οι οποίοι, αφού επιβλήθηκε το 1977 ο νόμος της Σαρία, αναγκάστηκαν με κίνδυνο της ζωής τους να εγκαταλείψουν την τέχνη τους. Ήταν τότε που το Sachal Studios, το μοναδικό στούντιο της χώρας που έγραφε μουσική για ταινίες, έκλεισε, διακόπτοντας ουσιαστικά την εξέλιξη του πολιτισμού.

 

Με την επανίδρυση του το 2004 το Sachal Studios κυκλοφόρησε διάφορα κλασσικά, παραδοσιακά άλμπουμ χωρίς όμως ιδαίτερη εγχώρια ή διεθνή επιτυχία. Όταν όμως ηχογράφησαν ενα πειραματικό άλμπουμ που συνδυάζε τη δική τους μουσική (αυτοσχεδιασμό πάνω σε μουσικές της νότιας Ασίας) με την τζαζ-την οποία είχαν γνωρίσει τη δεκαετία του ΄50 και ΄60 από τον Duke Ellington, τον Dave Brubeck και άλλους εκπροσώπους της τζάζ- τότε «είδαν το μέλλον» τους. Η διασκευή που έκαναν στο «Take Five» του Brubeck έγινε viral και κάπως έτσι ο Wynton Marsalis τους κάλεσε να παίξουν μαζί στο Lincoln Center στη Νέα Υόρκη. Η συνέχεια αν και είχε δυσκολίες ήταν πολύ λαμπρή. Η δια-πολιτισμική ορχήστρα έδειξε οτι η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα.

Το φιλμ ξεχωρίζει για ένα σωρό πράγματα, ανάμεσα στα οποία είναι η πολύ καλή φωτογραφία, η αμεσότητα της κινηματογράφησης, και φυσικά η μουσική, που είναι το ίδιο του το θέμα. Οι σκηνοθέτες καταφέρνουν να μας παρασύρουν στις νότες μέσα σε ένα ταξίδι στον πακιστανικό πολιτισμό, και εν τέλει καταφέρνουν να μας φέρουν πολύ κοντά σ’αυτόν.

Janis: Little Girl Blue (Τζάνις: Το κορίτσι τραγουδάει τα μπλούζ), της Amy J. Berg

 

Και ποιος δεν περίμενε αυτό το ντοκιμαντέρ; Ένα ντοκιμαντέρ για την Janis Joplin, μια απο τις μεγαλύτερες και εμβληματικότερες τραγουδίστριες του ρόκ όλων των εποχών. Ήταν καιρός να γίνει ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ.

Το φίλμ αποτελεί μια βιογραφία της ζωής της ξεκινώντας απο τα παιδικά της χρόνια ώς το 1970, όταν πέθανε σε ηλικία 27 μόλις ετών από υπερβολική δόση ηρωίνης

H Joplin ουσιαστικά μεσουράνησε τη δεκαετία του ΄60, όταν στην ροκ και ποπ σκηνή προωθούνταν και κυριαρχούσαν πολύ συμβατικές εικόνες ανδρών και γυναικών καλλιτεχνών. Αυτή εμφανίζεται ώς κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ένα ταλέντο εντελώς ασυμβίβαστο. Η φωνή της ανατριχιάζει τον κόσμο και όταν τραγουδάει εκφράζει τον θυμό, τον πόνο και την ανάγκη της. Αποκαλύπτεται ότι όταν ήταν μικρή δεχόταν ύβρεις και πειράγματα απο τους συμμαθητές της στο Λύκειο της στο Τέξας. Αυτό συνέβαινε κυρίως λόγω της εμφάνισης της και του διαφορετικού τρόπου ζωής της. Μάλιστα, βλέπουμε ότι σε έναν διαγωνισμό ασχήμιας στο σχολείο της οι συμμαθητές της την είχαν ψηφίσει στην πρώτη θέση. Το γεγονός αυτό, όπως αναφέρει στην κάμερα φίλος της, την είχε τραυματίσει ψυχικά.

 

Φαίνεται πώς η Joplin, όπως το παραδέχεται και η ίδια άλλωστε, είχε ανάγκη να την αγαπήσει ο κόσμος. Ως νεαρή δεν είχε την αποδοχή των συνομίληκων της και το ταλέντο της της έδωσε τη δυνατότητα να ανέβει πάνω στην σκηνή και να πετύχει την προσοχή και την αγάπη που ζητούσε. Η Joplin πάνω απ’όλα όμως είχε την ανάγκη να εκφρασθεί. Και αυτό φαινόταν στον τρόπο που τραγουδούσε. Τραγουδούσε με όλες της τις αισθήσεις, με έναν τρόπο πέρα για πέρα αληθινό.

Ο εθισμός και η εξάρτηση της απο τα ναρκωτικα ήταν κάτι, που όπως τόσους άλλους καλλιτέχνες, έτσι και αυτήν την οδήγησε σε τραγικό τέλος. Όπως αφηγούνται δικά της πρόσωπα, όταν ήταν πάνω στην σκηνή ήταν ο εαυτός της, δίνοντας το απόλυτο των δυνάμεων της, όταν όμως κατέβαινε απ’αυτήν και βρισκόταν μόνη της τότε έπεφτε πολύ ψυχολογικά. Και τότε ήταν κυρίως που έκανε χρήση ηρωίνης.

Με σταθερό ρυθμό και καθόλου δραματικό ύφος το Janis: Little Girl Blue μας ταξιδεύει στην ζωή της μεγάλης τραγουδίστριας, μέσα από μια εποχή θρυλική, με στιγμιότυπα απο την εμφάνιση της στο Woodstock του ΄69. Επιχειρείται έτσι μια γλυκιά ανάμνηση της σύντομης αλλά τρανταχτής παρουσίας της, και ένας φόρος τιμής στην μουσική και την φωνή της, που συγκίνησε εκατομμύρια ακροατές σε όλον τον κόσμο και χάραξε νέους δημιουργικούς δρόμους.

Διαβάστε επίσης: Τα βραβεία και η τελετή λήξης του 18ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ