Το Anájikon, το δεύτερο άλμπουμ της Κωνσταντίας Γουρζή από την ECM, παρουσιάζει ένα ντούο για βιόλα και πιάνο, ένα κουαρτέτο εγχόρδων και μία ορχηστρική σύνθεση, όλα έργα της τελευταίας δεκαετίας.

Πέρα από τη σύνθεση, η ίδια εμφανίζεται υπό την ιδιότητα της μαέστρου στη σύνθεση Ny-él, καθώς για εκείνη οι δύο δραστηριότητες είναι αδιαίρετες: «Θεωρώ τη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας ενιαίο σύνολο, μια σχέση αδιάσπαστη», όπως λέει η γεννημένη στην Αθήνα μουσικός που σήμερα ζει στο Μόναχο.

Ιδιαίτερο μέλημά της είναι να συζεύξει διαφορετικές τέχνες, κάτι που σχετίζεται επίσης με το ζήτημα της καλλιτεχνικής της ταυτότητας και των επιρροών που της έχει ασκήσει η καταγωγή της. Στο μουσικό της σύμπαν συγχωνεύονται συχνά στοιχεία από διάφορες μουσικές παραδόσεις και η Ανατολή συνδιαλέγεται με τη Δύση.

Έτσι, στα δύο από τα έργα που παρουσιάζονται στον ανά χείρας δίσκο υπάρχουν συζεύξεις με τις εικαστικές τέχνες: το τρίτο της κουαρτέτο εγχόρδων Anájikon και το ορχηστρικό της κομμάτι Ny-él ανήκουν σε μια σειρά από έργα που ασχολούνται με εικαστικές αναπαραστάσεις αγγέλων.

Έλκοντας την έμπνευσή της από έργα τέχνης που δημιούργησαν φίλοι της καλλιτέχνες, η Γουρζή δεν επιχειρεί μέσα από τις συνθέσεις της να τα ερμηνεύσει μουσικά, αλλά να τα προσεγγίσει ηχητικά, να τους δώσει μουσική πνοή. Στις περισσότερες συνθέσεις της με θέμα τους αγγέλους τα ονόματα έχουν επινοηθεί συνδυάζοντας αριθμούς και γράμματα, ενώ σε κάθε έργο έχει αποδοθεί και ένα χρώμα που αντικατοπτρίζει για την ίδια τη μουσική του ενέργεια.

Το Anájikon, ο Άγγελος στον Μπλε Κήπο συντέθηκε το 2015 για το Minguet Quartett και αποτελεί την πρώτη σύνθεση αυτής της σειράς έργων. Πηγή έμπνευσής του υπήρξε το χάλκινο γλυπτό Άγγελος 1 του Βερολινέζου καλλιτέχνη Alexander Polzin.

Τα τρία μέρη, που όλα φέρουν στον τίτλο τους το μπλε χρώμα (Το μπλε τριαντάφυλλο, Το μπλε πουλί, Το μπλε φεγγάρι), παρά τη σχετικά μικρή τους διάρκεια, τα αισθάνεται κανείς σε έναν ευρύ χωροχρόνο. Η εντύπωση αυτή δημιουργείται από μια μουσική που έχει επίγνωση του εαυτού της, που διαχωρίζει συνειδητά τη θέση της από τις «συνήθεις σύγχρονες τάσεις και σχήματα» (Γουρζή) και αντ’ αυτού στηρίζεται στην ιδιαιτερότητα του συνδυασμού των ήχων, στη μουσική δραματουργία της συνθέτριας και τις μεστές μελωδίες, αναπτύσσοντας έτσι
μιαν έλξη σχεδόν υπνωτική.

Στο πρώτο μέρος του Anájikon, που φέρνει ενίοτε στο νου τη χορωδιακή μουσική, τα τέσσερα όργανα κινούνται σολιστικά σε έναν σταθερό
παλμό ογδόου εν είδει αναπνοής. Το δεύτερο μέρος χαρακτηρίζεται από τα σόλο της βιόλας και του βιολοντσέλου, έως ότου τελικά τα θραύσματα μεμονωμένων μοτίβων υφανθούν στη ρυθμικά ελεύθερη μελωδία ολόκληρου του κουαρτέτου.

Στο καταληκτήριο τρίτο μέρος Το μπλε φεγγάρι οι μελωδίες προκαλούν ενίοτε με το άκουσμά τους την εντύπωση ότι πρόκειται για τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά του δορυφόρου της γης (Η φωτεινή πλευρά – Η περιστροφή – Η σκοτεινή πλευρά).

Το ορχηστρικό κομμάτι Ny-él, δύο άγγελοι στον λευκό κήπο υπήρξε έργο επί παραγγελία για το Φεστιβάλ Λουκέρνης. Η πρώτη του εκτέλεση, υπό τη μουσική διεύθυνση της συνθέτριας, έγινε σε σύμπραξη με την Ορχήστρα της Ακαδημίας του Φεστιβάλ Λουκέρνης τον Αύγουστο του 2016, ορχήστρα που συγκροτήθηκε από τον Πιερ Μπουλέζ.

Η παρτιτούρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη δύο σημαντικών μουσικών προσωπικοτήτων για τη Γουρζή, του Μπουλέζ και του Κλαούντιο
Αμπάντο. Σημείο κομβικό των τεσσάρων σύντομων μερών, τα οποία σχηματίζουν μιαν αφηγηματική ενότητα και είναι εμπνευσμένα επίσης από γλυπτό του Alexander Polzin (Διπλός άγγελος, 2014), είναι ο καταληκτήριος Λευκός κήπος με τις εκστατικές του τελικές συγχορδίες, που φαντάζουν βυθισμένες σε μιαν απαστράπτουσα λευκότητα (η παρτιτούρα δίνει την οδηγία «κατανυκτικά, πολύ ζεστά»).

Οι ενδιάμεσοι σταθμοί που οδηγούν εκεί είναι τα Διωγμός, Έξοδος και Νοσταλγία. Στο Ny-él, σε αντίθεση με το Anájikon, ένα πληθωρικό σύνολο κρουστών δίνει μια ιδιαίτερη ρυθμική πνοή, ιδίως στο πρώτο μέρος όπου αντιπαρατίθενται αφενός τα κρουστά που έχουν αρχαϊκό ηχητικό ύφος και αφετέρου τα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά με καντιλένες που ακούγονται σαν μοιρολόγια.

Τα λαμπυρίζοντα χρώματα της ορχήστρας με την ατμοσφαιρική τους πυκνότητα δημιουργούνται από την ενορχήστρωση, από ασυνήθιστες τεχνικές παιξίματος (όπως διαφορετικά είδη φυσήματος στα πνευστά ή με μικρές λαστιχένιες μπάλες που παίζονται στο σώμα των εγχόρδων), καθώς και από στοιχεία αλεατορικής μουσικής, μέσω των οποίων οι μουσικοί δημιουργούν κάθε φορά έναν ιδιαίτερο, δικό τους προσωπικό ηχητικό
ύφος.

Μια εντελώς διαφορετική σύνδεση ανάμεσα «στο παρόν και το μέλλον» παρουσιάζει το έργο Hommage à Mozart, three dialogues, έργο επί παραγγελία που γράφτηκε το 2014 για τον Nils Mönkemeyer και τον William Youn. Η σύνθεση φαντάζει ραμμένη στα μουσικά μέτρα του Mönkemeyer και του επιβλητικού του παιξίματος, κινούμενη μεταξύ σκοτεινών και φωτεινών τόνων, παραμένοντας πάντα σαν ένα
ονειρικό τραγούδι.

Οι τρεις στοχαστικοί «διάλογοι» φανερώνουν τη σχέση της Γουρζή με τον Μότσαρτ, χωρίς η συνθέτρια να παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στη μουσική του. Το βασικό μοτίβο του θέματος παίζεται αρχικά από τη βιόλα και αναπτύσσεται μέσω παραλλαγών· οι ήχοι ενίοτε ακούγονται σαν να αιωρούνται και άλλοτε ως αυτοσχεδιασμοί. Το πιάνο συνοδεύει πότε με όγδοα που μοιάζουν σαν βήματα που χορεύουν και πότε με ελαφριές πινελιές ήχων που παίζονται απευθείας στις χορδές του πιάνου.

Η συνθέτρια ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και ηχητική ενέργεια που βυθομετρά ο διάλογος των δύο οργάνων, για «μιαν αίσθηση, μιαν ορισμένη αύρα ‒ αυτό που μουσικά ο Μότσαρτ πυροδοτεί μέσα μου τη περίοδο της σύνθεσης του έργου», όπως λέει η ίδια. «[…] Αντιλαμβάνομαι τον Μότσαρτ και τη μουσική του ως ενέργεια, την οποία αφήνω να με συνεπάρει και να με εμπνεύσει». Ο Μότσαρτ
αναδεικνύεται έτσι τρόπον τινά σε άγγελο αυτής της αφιερωματικής σύνθεσης, σημειώνει ο Paul Griffiths στο συνοδευτικό κείμενο του άλμπουμ.

Η Κωνσταντία Γουρζή ανεβαίνει συχνά στη σκηνή και με τις δύο ιδιότητές της, αυτή της μαέστρου και της συνθέτριας. Σπούδασε πιάνο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στη γενέθλιά της πόλη, την Αθήνα, και το Βερολίνο. Αναζητώντας διαρκώς νέες ιδέες για την παρουσίαση της σύγχρονης μουσικής, ξεκίνησε νέες σειρές συναυλιών και δημιούργησε διάφορα μουσικά σύνολα όπως τα attacca berlin, ensemble echo, ensemble oktopus και opus21musikplus.

Η Γουρζή συνθέτει έργα για φημισμένους σολίστες, σύνολα και φεστιβάλ, όπως για παράδειγμα το Φεστιβάλ Λουκέρνης, το Φεστιβάλ Γκράφενεγκ, τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης, τη Συμφωνική Ορχήστρα Βαμβέργης, την Κρατική Όπερα Βαυαρίας, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κ.ά. Ζει στο Μόναχο, όπου από το 2002 διδάσκει στην Ανωτάτη Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου.

Το Anájikon είναι το δεύτερο έργο της συνθέτριας από την ECM. Προηγήθηκε το άλμπουμ Μusic for piano and string quartet (ECM 2309), που παρουσίασε στο κοινό συνθέσεις της για πιάνο, τα δύο της πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων και έργα για πιάνο και κουαρτέτο. «Μια συναρπαστική εισαγωγή σε μια εξαιρετικά αξιόλογη συνθέτρια», Gramophone UK

Το ένθετο του CD περιλαμβάνει συνοδευτικό κείμενο του Paul Griffiths.