Αλέξανδρος Ψυχούλης: Το πλυντήριο της γλώσσας

Η γκαλερί a.antonopoulou.art παρουσιάζει την ατομική έκθεση του Αλέξανδρου Ψυχούλη, με τίτλο Γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά (Το Παρθεναγωγείο του Βόλου), και με αφορμή την έκθεση ο καλλιτέχνης μιλάει στο Culturenow.gr για την πρόσφατη δουλειά του.

Η γκαλερί a.antonopoulou.art παρουσιάζει την ατομική έκθεση του Αλέξανδρου Ψυχούλη, με τίτλο Γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά (Το Παρθεναγωγείο του Βόλου), και με αφορμή την έκθεση ο καλλιτέχνης μιλάει στο Culturenow.gr για την πρόσφατη δουλειά του.

Συνέντευξη: Χάρης Γιάννουρας

CultureNow: Ρίχνοντας μια ματιά στο βιογραφικό σας παρατηρεί κανείς μια εντυπωσιακή ποικιλομορφία καθώς ασχολείστε με πολλούς διαφορετικούς τομείς. Κινείστε τόσο στο χώρο των εικαστικών, όσο και του κόμικς, της μουσικής, του animation ή του θεάτρου· πείτε μας λίγα λόγια για το πως προέκυψε αυτή η ενδιαφέρουσα συνθήκη;

Αλέξανδρος Ψυχούλης: Χαίρομαι που την βρίσκετε ενδιαφέρουσα. Οι γονείς μου δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξοι όταν έβλεπαν το βλαστάρι τους να τσαλαβουτάει σε πολλά. Για μένα όμως όλα αυτά ήταν πάντα ένα και θα πρόσθετα σε όσα αναφέρατε την μαγειρική, την κηπουρική και τη διδασκαλία.  Ενστικτωδώς στην αρχή, πιο δόκιμα τώρα πια βρήκα τις υποδόριες συνδέσεις μεταξύ διαφόρων δημιουργικών μέσων και κατάφερα να απενοχοποίησω εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου που συγκρουόταν με το στερεότυπο «Κάνε ένα μόνο πράγμα αν θέλεις να το κάνεις καλά». Κατάλαβα ότι οι διαφορετικές εκφάνσεις πραγμάτων που εντάσσουμε στην σφαίρα των Τεχνών έχουν διαφορετικό συντακτικό αλλά ίδιο σύνταγμα. Ο θεμελιώδης νόμος δηλαδή πάνω στον οποίο συγκροτούνται είναι κοινός. Έτσι από νωρίς άρχισα να χρησιμοποιώ διαφορετικά μέσα ανάλογα την ιδέα που είχα να υπηρετήσω. Ομολογουμένως δεν το έκανα το ίδιο επιτυχώς με όλα αλλά εγώ το έχω κατάδιασκεδάσει.

C. N.: Μπορώ να καταλάβω γιατί εντάσσετε την μαγειρική και την κηπουρική στον χώρο των Τεχνών· την διδασκαλία όμως;

Α. Ψ.: Η διδασκαλία ανήκει στο χώρο της Performance.

C. N.: Έχετε κάνει σπουδές στον χώρο της γραφιστικής αλλά και στην καλών τεχνών, ποία θεωρείτε εσείς όμως τα ουσιαστικότερα πρώτα εναύσματα που σας ώθησαν να ασχοληθείτε με την καλλιτεχνική δημιουργία και την τέχνη γενικότερα;



Α. Ψ.: Είχα μεγαλώσει σε μια οικογένεια που πάντα μπλεκόταν με τα εικαστικά. Ο πατέρας μου ήταν οινολόγος αλλά ζωγράφιζε και μαζί με την μητέρα μου είχαν γκαλερί στο Βόλο.  Ως αδιάγνωστα δυσλεκτικό παιδί ζωγράφιζα πυρετωδώς. Με τις πανελλήνιες είχα περάσει στα ΤΕΙ Γραφιστικής τα οποία εγκατέλειψα ύστερα από δύο χρόνια για να πάω στην Καλών Τεχνών. Επειδή η ζωγραφική είχε πια γίνει για μένα μια εντελώς απαραίτητη και φυσιολογική ενέργεια, κάτι σαν το περπάτημα, η αλλαγή σχολής δεν έγινε από λόγους επαγγελματικού προσανατολισμού – δεν μπορούσα να αντιληφθώ την ζωγραφική ως επάγγελμα, ούτε και το περπάτημα- αλλά γιατί προτιμούσα να σπουδάζω σ’ ένα ιστορικό κτίριο όπως αυτό του Πολυτεχνείου παρά να παίρνω λεωφορεία από την Ζήνωνος για να πάω στα καταθλιπτικά κτήρια του ΤΕΙ.

C. N.: Βασική ιδέα γύρω απο την οποία περιστρέφεται η έκθεσή σας στην γκαλερί a.antonopoulou.art είναι ένα πραγματικό γεγονός των αρχών του 20ου αιώνα, που έλαβε χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα σας τον Βόλο. Τί ακριβώς συνέβη; τι ήταν το Παρθεναγωγείο του Βόλου;

Α. Ψ.: Το «Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου» όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, ιδρύθηκε το 1908 με πρωτοβουλία φωτισμένων ανθρώπων που θέλησαν να δώσουν την δυνατότητα ανώτερης μόρφωσης στα κορίτσια που τότε δεν είχαν αυτή την επιλογή τελειώνοντας το δημοτικό. Ως ημιδημόσιο σχολείο είχε την ελευθερία να φτιάξει ένα δικό του εκπαιδευτικό πρόγραμμα το οποίο ήταν πρωτοποριακό όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για σήμερα, εκατό χρόνια μετά δηλαδή. Τα κορίτσια δεν χρησιμοποιούσαν βιβλία αλλά κρατούσαν σημειώσεις από τις παραδόσεις. Δεν υπήρχαν βαθμοί ούτε προαγωγικές εξετάσεις. Οι περίπατοι ήταν ενταγμένοι στο πρόγραμμα δύο φορές την εβδομάδα και ήταν οργανικό μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Γενικά ήταν ένα αντιαυταρχικό σχολείο που εκτός των άλλων πρόσφερε γνώσεις απαραίτητες στην καθημερινή ζωή όπως η καλλιέργεια ενός μπαξέ, η υγιεινή και οι πρώτες βοήθειες. Διευθυντής ήταν ο νεαρός τότε Αλέξανδρος Δελμούζος. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι δίδασκαν στην Δημοτική ενώ επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η Καθαρεύουσα. Για πρώτη φορά δηλαδή τα κορίτσια μπορούσαν να γράφουν στην γλώσσα που σκέφτονταν, σ’ αυτήν που μιλούσαν στο σπίτι τους.

Όπως συχνά συμβαίνει με τέτοιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην Ελλάδα τα πράγματα δεν πήγαν και πολύ καλά. Μια λαϊκίστικη εφημερίδα με την υποστήριξη της εκκλησίας φανάτισε ένα μέρος της κοινωνίας του Βόλου εναντίον του σχολείου όταν αυτό βρισκόταν στον τρίτο χρόνο λειτουργίας του.

Με βίαιο τρόπο το μεταρρυθμιστικό πείραμα αναστέλλεται και οι συντελεστές του Παρθεναγωγείου σύρονται στα δικαστήρια, κατηγορούμενοι πως δίδασκαν την αθεΐα, τον Μαλλιαρισμό (Δημοτική) και τον σοσιαλισμό. Η δίκη, που είναι η πρώτη για το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλαδα, κλείνει μια ταραγμένη περίοδο του Βόλου γνωστή ως «Αθεΐκά» και πραγματοποιείται το 1914 στο Ναύπλιο για την αποφυγή επεισοδίων.

C. N.: Ο τίτλος της έκθεσής σας είναι «Γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά». Πώς καταλήξατε άραγε σε αυτόν και ποία η σχέση του με το θέμα των έργων;

Α. Ψ.: Μετά από πολλά χρόνια ψαξίματος κατάφερα να ανακαλύψω σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Αθήνας τα πρακτικά της Δίκης του Ναυπλίου. Εκεί οι μάρτυρες κατηγορίας που προέρχονται σχεδόν δειγματοληπτικά από όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης, προσπαθούν να κατηγορήσουν τον Δελμούζο για δημοτικιστή μιλώντας την καθαρεύουσα στην οποία και οι ίδιοι δυσκολεύονται. Το αποτέλεσμα είναι τραγελαφικό, ιδίως στα σημεία που ελλείψη άλλων στοιχείων προσπαθούν να αφήσουν υπόνοιες για σεξουαλικού τύπου απρέπειες, για «ελευθεριασμό» στις σχέσεις διδασκόντων και μαθητριών ή να ηθικολογήσουν περί της κοριτσίστικης εφηβείας.

Την φράση «γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά», χωρίς κάποια στίξη στο τέλος μπορούμε ανάλογα με την εκφορά της να την αντιληφθούμε ως απάντηση, ερώτηση, καημό ή ως διαπίστωση και λυτρωτική παραδοχή.

Ο λόγος που έχει καταγραφεί στα πρακτικά της Δίκης του Ναυπλίου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της πάντα γελοίας συνθήκης του «αλλιώς σκέφτομαι κι αλλιώς μιλάω».

Η γλώσσα αποτελεί την πρώτη ύλη αυτών των έργων.

C. N.: Ίσως λοιπόν η ίδια η κοινωνικοπολιτική διάσταση της γλώσσας, η εξουσία και η ευθύνη που αυτή παράλληλα φέρει είναι μια σκέψη που απορρέει από τα έργα σας. Βρίσκετε και σήμερα εξίσου επίκαιρη αυτή την οπτική για την γλώσσα;

Α. Ψ.: Η γλώσσα δεν καθρεφτίζει μόνο τις κοινωνίες που τη μιλούν αλλά τις διαμορφώνει κιόλας. Αυτό πίστευε και ο Δελμούζος. Αλλάζοντας τον τρόπο που μιλάμε αλλάζουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και εν τέλει αλλάζουμε τα ίδια τα πράγματα. Αν και επισήμως το γλωσσικό ζήτημα τελειώνει στην Ελλάδα το 1974 με την καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους, η διγλωσσία πήρε άλλες μορφές. Ο πολιτικός λόγος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Πάντως και σε καθαρά γλωσσικό επίπεδο υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα ανοιχτές πληγές. Ο απαρχαιωμένος τρόπος αναπαράστασης της Ελληνικής γλώσσας ταλανίζει ακόμα τους μαθητές και τους κλέβει άπειρες ώρες από πιο δημιουργικές ενασχολήσεις.

C. N.: Δεν πιστεύετε ότι τα greeklish αποτελούν ένα σύγχρονο ελληνικό γλωσσικό πρόβλημα;

Α. Ψ.: Δεν συμμερίζομαι την διακήρυξη της Ακαδημίας Αθηνών περί της «μάστιγας» των greeklish. Οι γλώσσες δεν παθαίνουν τίποτα από τον τρόπο που αναπαριστούνται. Και φυσικά το φαινόμενο δεν πρόκειται να εξαλειφθεί με κατάρες αλλά με έναν τολμηρό εξορθολογισμό της Ελληνικής ορθογραφίας.  

C. N.: Η εγκατάσταση που δημιουργήσατε στην a.antonopoulou.art αποτελείται απο ένα τρίπτυχο κατασκευασμένο με την ιδιοσυγκρασιακή τεχνική του πλεξίματος η οποία επανέρχεται συχνά στο έργο σας αλλά και από ένα βίντεο που σχετίζεται με την υπόθεση Δελμούζου, του διευθυντή του Παρθεναγωγείου. Πώς θεωρείτε ότι συνδιαλέγονται αυτά τα δύο στοιχεία; Αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο, η ίσως συγκρούονται;

Α. Ψ.: Η φράση «Η πατρίς είναι πόρνη», δανεισμένη από το κατηγορητήριο, είναι μια φράση προσεκτικά κατασκευασμένη από τους κατηγόρους ώστε να αγγίζει ευαίσθητες χορδές της Ελληνικής κοινωνίας. Η φράση αυτή στην έκθεση σχηματίζεται από μια μεγάλη μαύρη δαντέλα που έχει επάνω της πολλές ώρες εξαντλητικής χειροναξίας. Υπάρχει ακόμα με την ίδια τεχνική ένα τρισδιάστατο μνημείο για τη γλώσσα και την γλωσσική μεταβολή. Αυτά τα δύο έργα συνδιαλέγονται με τα αποσπάσματα λόγου από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας σ’ ένα ερμηνευτικό βίντεο, φτιαγμένο σε συνεργασία με φοιτήτριες και φοιτητές του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Βόλου.

Η έκθεση του Αλέξανδρου Ψυχούλη θα εγκαινιαστεί στην γκαλερί a.antonopoulou.art την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου. Περισσότερες πληροφορίες.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ