Το Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου συνεχίζεται με δυο ολονυκτίες ποίησης με 7+2 ποιητές στο Κάστρο Καβάλας, που φέρουν τον τίτλο «Έως όρθρου βαθέως»…
 

… στις 30-31 Ιουλίου 2012.

Εισαγωγή- παρουσίαση: Κώστας Καναβούρης

Συμμετέχουν ο Βασίλης Παπαβασιλείου, η Όλια Λαζαρίδου, ο Γιάννης Ρήγας και η Δραματική σχολήτου ΚΘΒΕ,  ο Μισέλ Φάις, η Αλεξία Καλτσίκη, ο Θανάσης Δόβρης,  η Δήμητρα Κονδυλάκη και η Δέσποινα Παπάζογλου, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, η Γεωργία Τριανταφυλίδου και ο Αργύρης Μπακιρτζής, o Κοσμάς Χαρπαντίδης.

ΕφΤΑ
γιατί η ποίηση είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου
+ΔυΟ
γιατί είναι η παντοτινή μας συντροφιά-παρηγοριά

«Είμαστε μονάχοι στο χάλυβα»
                                            Ν.Κ.

Το φετινό μας ραντεβού, η φετινή μας δίψα είναι η ποίηση.
Από κει θα κλέψουμε θάρρος, αναπνοή, βηματισμό, θάλασσα, βουνό, πίστη, νερό.
Θα ξαναβρεθούμε στα εφτά σημεία του φεστιβάλ με εφτά+δύο ποιητές.
Στους Φιλίππους, στην Καβάλα, στη Θάσο.

Θα φτιάξουμε 7+2 προσωπογραφίες. 7+2 πορτρέτα ποιητών.
Θέλουμε να ακουστούν τα ονόματά τους σαν πυροβολισμός.
Σαν ξόρκι.

1. Νίκος Καρούζος
2. Μανόλης Αναγνωστάκης 
3. Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
4. Μίλτος Σαχτούρης
5. Μάτση Χατζηλαζάρου
6. Γιάννης Βαρβέρης
7. Αργύρης Χιόνης
7+2. Ιωάννης Κωνσταντινίδης – Γ. Ξ. Στογιαννίδης.
 

Δώσαμε το θέμα μας  σε συγγραφείς, ποιητές, ηθοποιούς, συνθέτες, σκηνοθέτες, κινηματογραφιστές. Ο καθένας, έχει αναλάβει και μια προσωπογραφία. Οι παραγωγές μας αυτές είναι πολύ «φτωχές» – δεν έχουν καν τα μέσα να
ψευτίσουν – όχι μόνο λόγω εποχής, αλλά και λόγω του θέματος, της φύσης του, της «απαίτησης» των ιδίων των ποιητών.
                                                                                                                
Θοδωρής Γκόνης

«Έως όρθρου βαθέoς»
Δύο ολονυχτίες με 7+2 ποιητές

Παραγωγή: Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου
Δυο νύχτες γεμάτες ποίηση στο κάστρο της Καβάλας.
Δυο νύχτες στους προμαχώνες της ωραιότητας,
της πάντοτε πολιορκημένης ωραιότητας
και μηδέποτε κατακτημένης.
Δυο νύχτες που δεν είναι σαν τις άλλες,
επειδή είναι όλες οι άλλες.
Εκείνες οι μέσα νύχτες
που συναντούν τις έξω και τότε κυματίζει ο εαυτός
ολόκληρος και ο κόσμος ολόκληρος
μέσα στο σκοτεινό κι απέραντο ριπίδισμα της ύπαρξης.
Δυο νύχτες που μας περιέχουν
όλους για πάντα και δεν τελειώνουν πουθενά.
Γιατί και αύριο θα γράφονται ποιήματα.
Γιατί και αύριο θα υπάρχουν κάστρα,
καμωμένα από νύχτα και από λέξεις.
                                                    Κώστας Καναβούρης

Η ποίηση ως έρημος
Με την ποίηση λοιπόν. Με την ποίηση για μια ακόμα φορά. Με την ποίηση για πάντα. Ίσως κι ακόμα μακρύτερα, αφού αυτό το «για πάντα» δεν ξέρεις που τελειώνει. Όπως δεν ξέρεις που τελειώνει η ποίηση, αν τελειώνει κάπου. Γιατί η ποίηση, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, είναι σαν την έρημο: ένα συντεταγμένο χάος που φτιάχτηκε μόνο και μόνο για να είναι απέραντο. Ίσως και να φτιάχτηκε για τον λόγο που αναφέρει ο Σαίντ Εξπερύ στον «Μικρό Πρίγκιπα», ότι δηλαδή η έρημος αξίζει επειδή κάπου υπάρχει ένα πηγάδι. Η έρημος δηλαδή φτιάχτηκε γι’ αυτό το ένα πηγάδι. Όπως και να έχει χρειάζεται θάρρος και ελεύθερη απόφαση και αληθινή δίψα, ώστε να ταξιδέψεις ώσπου να βρεις το ωραίο νερό της δικής σου δίψας, το ποίημα που είναι δικό σου ποίημα. Έτσι κι αλλιώς η έρημος όπως και η ποίηση είναι πάντα εκεί: μια αυταξία κινδύνου, έτοιμη να σου δώσει «τ΄ ωραίο ταξείδι». Γιατί η έρημος είναι το αντίθετο της ζούγκλας. Στη ζούγκλα χάνεσαι • στην έρημο βρίσκεις. Και βρίσκεις διαρκώς. Βρίσκεις το ποίημα που δεν είχες δει, το ποίημα που είχες προσπεράσει, το ποίημα που κάποτε είχε θυμώσει μαζί σου και κρύφτηκε.

Τώρα όμως είναι αλλιώς, «μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους» όπως λέει ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Τώρα το ποίημα ανθίζει αλλιώς μέσα στους ανθρώπους και γίνεται ύλη χειραψίας καμωμένη από αίμα και δέντρα αν πιστέψουμε – και είναι ανάγκη πάσα να τον πιστέψουμε στις μέρες που ζούμε – τον Μίλτο Σαχτούρη: «κάθε μου λέξη μια σταγόνα αίμα/ όλο μου το τραγούδι ένα δέντρο». Αυτό ακριβώς είναι το ποίημα. Ένα σκαιό δέντρο γεμάτο πουλιά όπως τα κυπαρίσσια στα νεκροταφεία, ένα «γαλάζιο αντικλείδι». Κι ο ποιητής; Ποιος είναι ο ποιητής; Άκου τον Νίκο Καρούζο: «Εκείνος που γράφει ποιήματα/ είναι ακριβώς εκείνος/ που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα». Κι αν πλησιάσεις προσεκτικά και μεγεθύνεις μέσα σου αυτό το «άφοβος» θα δεις την έρημο να πλημμυρίζει ανθρώπους και θα δεις ότι η ποίηση είναι μια αέναη δημιουργία γιατί οι άνθρωποι είναι για πάντα και θα δεις ότι το θάρρος είναι εκείνο που σε οδηγεί στην ποίηση, το θάρρος της δημιουργίας, δηλαδή της απέραντης χειρονομίας όπως το γράφει η Μάτση Χατζηλαζάρου: «Να φκιάσω χίλια μάτια πάντα διαφορετικά/ να εφεύρω ένα βράχο με κατσίκια όλο σκιρτήματα/ ν’ ανεβάσω στον ορίζοντα έναν τεράστιο ήλιο/ λουλακί σε σχήμα χεριού’’.

Ιδού λοιπόν. Το θαύμα γίνεται. Το θαύμα υπάρχει: ένας λουλακί ήλιος σε σχήμα χεριού. Κι αμέσως ο κόσμος γίνεται κατανοητός ως πάμφωτη ελευθερία συνύπαρξης. Κανείς δεν γίνεται να μείνει έξω από το ποίημα της ανθρώπινης κατάστασης. Κι από την άλλη βέβαια – αφού ο ήλιος είναι ταυτόχρονα και το σκοτάδι του – ο κόσμος γίνεται κατανοητός ως σκοτεινή ελευθερία της συνύπαρξης. Ως φρέαρ τρόμου που πιδακίζει από τις λέξεις φτιάχνοντας και τις αγάπες, αν «αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» (Μ. Αναγνωστάκης) και τις μυριάδες ανέγγιχτες ερημώσεις που λάμπουν (και λάμνουν) σαν δίκοπο σκοτάδι, όπως το περιγράφει ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: «Είμαι η έρημη ασφαλτωμένη δημοσιά που αφήνεται/ σα μεθυσμένη, ανηφορίζοντας με τις μοτοσυκλέτες/ αισθαντικό, ολονύχτιο φως που αγρυπνά/ σ’ ερημικό πρατήριο βενζίνης».

Ποίηση λοιπόν είναι και αυτεπίστροφη σιωπή, το τίμημα που πληρώνει η συνείδηση στην φρίκη. Όχι όμως στην φρίκη των θυμάτων, όχι στην πρώτη ανάγνωση της ύπαρξης. Αν ήταν έτσι, τότε η ποίηση θα καταντούσε γλυκασμός. Όμως όχι. Η ποίηση πάει πολύ πιο μέσα στην πληγή. Και φτάνει ακριβώς στην ώρα της. «Την ώρα που κοιμάται ο ήλιος», όχι της Μάτσης Χατζηλαζάρου, αλλά του Αργύρη Χιόνη. Άλλος ήλιος που ο ύπνος του ξυπνάει τους φονιάδες με το μαχαίρι του καιρού στα χέρια, δηλαδή μεταξύ «ούπω» (όχι ακόμα) και «μηκέτι» (ποτέ πια). Τότε που με «με φρίκη διαπιστώνει ο φονιάς ότι, σε λίγο,/ θα σκοτώσει μόνο πεθαμένους». Θα σκοτώνει δηλαδή αυτά τα θύματα της εθελούσιας άγνοιας τα θύματα της υποταγμένης αθωότητας.

Γιατί αν η ποίηση είναι δικαίωμα, ένα δικαίωμα ακόμα και στην ερημιά, τότε η υποταγμένη αθωότητα είναι στέρηση δικαιώματος. Στέρηση δικαιώματος στο αχανές ταξίδι της ύπαρξης, ακόμα κι όταν το κάνεις χωρίς να κουνηθείς από την θέση σου όντας εξαρχής «αδιάφορος για κάθε μετακίνηση/ εραστής/ των εξαρχής χαμένων στοιχημάτων», καθώς ο υπέροχος «Κύριος Φογκ» του Γιάννη Βαρβέρη που σε άλλο ποίημα σε άλλη συλλογή του ίδιου ποιητή θα μπορούσε «να βάλει τα κλάματα και να μας πνίξει όλους».

Γι’ αυτό εν τέλει η ποίηση είναι επιλογή. Γιατί η έρημος είναι πάντα εκεί. Ή εδώ. Μέσα μας. Δεν είναι επίνευση, είναι πραγματικότητα. Και είμαστε εμείς που έχουμε την ευθύνη της ερήμου, την ευθύνη της ποίησης. Δική μας η ευθύνη να μην αφήσουμε πίσω μας χρέη. «Θα πρέπει ν’ αποσυντεθώ/», γράφει ο Γ.Ξ. Στογιαννίδης «να δώσω ό,τι ξένο τη λάμψη ή τη μαυρίλα/ να πάρει ο λύκος, να πάρει ο άγγελος/ να μη χρεωστώ». Διαφορετικά, υπάρχει και ο μακρινός εκείνος Ιωάννης Κωνσταντινίδης, που υπογραμμίζει το λυγρόν του πράγματος: «Θέλεις βλέπει το μαύρον το φάσμα, όπου στέκεις, εμπρός σου να βγει, την φωνήν σου θ’ ακούεις, να τρέμεις, θα στενάζει, να καίει η γη».
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ

30 Ιουλίου

Mίλτος Σαχτούρης:
«To Bαπόρι»
Περφόρμανς βασισμένη σε ποιήματα του Μ. Σαχτούρη
Mουσική-Εικόνα:  Lost Bodies (Θάνος Κόης, Αντώνης Παπασπύρου)
Ερμηνεία: Όλια Λαζαρίδου, Θάνος Κόης, Αντώνης Παπασπύρου

Νίκος-Aλέξης Ασλάνογλου:
«Δεν μου ανήκει τίποτα»

Δραματική Σχολή Κ.Θ.Β.Ε.
 Mια παράσταση με αφορμή τον ποιητή Νίκο – Αλέξη Ασλάνογλου

Σκηνοθετική επιμέλεια:
Γιάννης Ρήγα

Συμμετέχουν οι σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος: Καλομοίρη Στεφανία, Κατσίκη Αγλαΐα, Κολόι Γιάννης, Μιχαλακίδης Μιχαήλ,
Νεράντζης Άγγελος – Προκόπης, Παπαδόπουλος Τιμολέων, Ρέστας Αθανάσιος, Ζώρα Στεφανία, Συκιώτη Αθηνά, Μιχαλόπουλος Αντώνης

Νίκος Καρούζος:
«Η έλαφος των άστρων­»
Σκηνοθεσία και Ερμηνεία: Βασίλης Παπαβασιλείου

Μανόλης Αναγνωστάκης:  
«Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά­»
Παράσταση βασισμένη σε ποιήματα του Μ. Αναγνωστάκη.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπήρξε ένας σατιρικός λυρικός της διάψευσης (όχι της «ήττας»), ένας  σωματικός ποιητής της πολιτικής πράξης• γι’ αυτό σιώπησε όταν γύρω του όλα προέβαλλαν αβάσταχτα νικηφόρα, αβάσταχτα αυτοεπιβεβαιωμένα, αβάσταχτα λαλίστατα – αβάσταχτα ξένα της σαρκός που λαχταρά και θυμάται.  Έχοντας ως βάση έναν μαγνητοφωνημένο, παλαιότερο μονόλογο του ποιητή, θρυμματίσαμε την αφηγημένη ζωή του και πνευματική διαδρομή του, με ποίηματα (δικά του ή ποιητών που τον διαμόρφωσαν), με σκέψεις του αλλά και ήχους, σκηνικές χειρονομίες και δράσεις,  στην ανάγκη μας να «ακούσουμε» τη σιωπή του και να «αγγίξουμε» τη γυμνότητα της γραφής του.

Νιότη, αμφισβήτηση, συλλογική μνήμη, ερωτισμός, σαρκασμός εμπλέκονται σ’ αυτόν τον  λοξό διάλογο που ανοίγει ο ερμηνευτής με τον κόσμο του Αναγνωστάκη.

Σκηνοθετική επιμέλεια:  Αλεξία Καλτσίκη
Δραματουργική επεξεργασία:  Μισέλ Φάις
Ερμηνεία:   Θανάσης Δόβρης
Σκηνογραφική επιμέλεια:  Εύα Γουλάκου
Ηχητικός σχεδιασμός:   Κωστής Κουσουλός.

31 Ιουλίου

Μάτση Χατζηλαζάρου:  
«Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε»
«Ίσως να είμαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε /
Κι όλα τ’ άρμπουρα να λύσω, κι όλες τις μέδουσες να σκοτώσω, πάλι ο εαυτός μου θα ’ναι μια εξορία» 
ΜΧ Μάης Ιούνης και Νοέμβρης

Πρέπει να έχεις συναίσθηση αυτής της αποξένωσης για να ριχτείς στην αναζήτηση του οικείου,  σωτερικού τόπου. Να υποπτεύεσαι τις συσσωρευμένες συμβάσεις, παγορεύσεις, αποκρύψεις  που σε κρατούν δέσμιο, για να επιδιώξεις την αγνότητα.

Ο εαυτός ως εξορία είναι που κινητοποιεί την αναζήτηση του Άλλου ως πατρίδας, καθρέφτη, οικείας θάλασσας και ό,τι άλλο. Η συναίσθηση της τραγικότητας είναι που απελευθερώνει την επιθυμία για ζωή, τις αισθήσεις. «Το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό, μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα».

Τίποτα δεν είναι αβίαστο. Αυτό κάνει την Μάτση ενδιαφέρουσα ως δραματικό πρόσωπο κι εδώ  εντοπίζεται η σχέση της με το θέατρο: στην πάλη με τον εαυτό της. Η ποίηση της ΜΧ είναι ένα διαρκές παιχνίδι με τα αντίθετα, «εκεί πέρα εδώ», φως σκοτάδι, νεότητα γήρας, σώμα και σκέψη, εγγύτητα και απόσταση, Παρίσι Ελλάδα / Ελλάδα Παρίσι, χαρά και μελαγχολία. Εκρηκτική χαρά και εκρηκτική μελαγχολία.

Έτσι και ο «έρωτας»: δεν είναι ούτε μόνο συναίσθημα, ούτε μόνο σώμα, και κυρίως όχι μόνο «σχέση» (δέσμευση, ευθύνη, διάρκεια…). Είναι ένα κλειδί – κλειδί ψυχαναλυτικό και κλειδί ποιητικό –, μια βουτιά με κρατημένη την αναπνοή που της επιτρέπει να διασχίσει τα παραπλανητικά στρώματα της πραγματικότητας για να φτάσει σ’ αυτό που πραγματικά είναι, στην υπερπραγματικότητα, μ’ όλη την υγρασία της κι όλους τους συνειρμούς της, μ’ όλες τις ικανοποιήσεις της κι όλες της τις ματαιώσεις, όλες της τις σιωπές κι όλους τους ήχους, τα ζώα, τα πουλιά, τα αντικείμενα και τον τρόπο που συνδέουν και φωτίζουν τις πιο μύχιες, δικές της και δικές μας, σκέψεις, παρασύροντάς μας στο μυστικό τοπίο που κρύβεται κάτω απ’ αυτό που ζούμε.
Δήμητρα Κονδυλάκη

Δραματουργία – Σκηνοθεσία: Δήμητρα Κονδυλάκη
Σκηνικό, κοστούμια: Φωτεινή Γεωργίου
Ερμηνεία: Δέσποινα Παπάζογλου

Αργύρης Χιόνης:
«Ακίνητος στου ποταμού την κοίτη»

Παράσταση βασισμένη σε ποιήματα του Α. Χιόνη.
Μονόλογος, ένα μοναχικό πλάνο 180 μοιρών, ανατολή – δύση, η μηχανή στερεωμένη πάνω σ’ ένα τρίποδο, σχεδόν ακίνητη, κινείται με το χέρι αργά, να χωρέσει σε μια ώρα τις λέξεις μιας ολόκληρης ζωής, λέξεις σπαρμένες στ’ ασπροχώματα της Κορινθίας, το θέρος βλάσταιναν ποιήματα, κρέμονταν στα καλάμια σαν τις ώριμες ντομάτες, ποιήματα ρόγες κίτρινες κεχριμπαρένιες, ποιήματα αποξηραμένα στον ήλιο σαν τα σύκα, ποιήματα μαρμελάδα τζάνερο, ποιήματα κόκκινο κρασί, η μηχανή προχωρά αργά, ξεχωρίζει ένα σπίτι, δυο τρεις ελιές, ο λαχανόκηπος, σε ποιον κουνά ο σκύλος την ουρά του, ένα καμένο κυπαρίσσι να θυμίζει την καταστροφή, Σταύρο, η μηχανή να προχωράει αργά, μη βιάζεσαι να φτάσεις, η θάλασσα με τα απέναντι βουνά κρυμμένα μες στα σύννεφα,  ένας κότσυφας ήρθε και κάθισε μες στα κλαδιά, o σκύλος μυρίζει τώρα τον αέρα, μας κοιτάζει, αριστερά ο δρόμος στρίβει ανηφορικός, τ’ αμπέλια, κι άλλα αμπέλια… στην κορφή του λόφου απέναντι, το κοιμητήρι. Όπως πάντα. Η παράσταση «Ακίνητος στου ποταμού την κοίτη» είναι μια παρουσίαση της ποίησης του Αργύρη Χιόνη, όμως πάνω απ’ όλα είναι μια απόδοση χρέους σ’ έναν φίλο που έφυγε. 
                                                                                  Μιχάλης Βιρβιδάκης
                                                                                                                    

Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: Μιχάλης Βιρβιδάκης
Παραγωγή βίντεο παράστασης: Σταύρος Ψυλλάκη

Γιάννης Βαρβέρης:
«…και μέχρι εκεί που πια δεν τον έβλεπε ούτε αυτή – η πολυθρόνα του»
(από τη συλλογή Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ)
H παρουσία του απόντος Γιάννη Βαρβέρη.
Ποιήματα, κείμενα σαν ποιήματα και ένα τραγούδι των “Χειμερινών Κολυμβητών” από την Γεωργία Τριανταφυλλίδου

Συμμετέχει νεανικό μουσικό σχήμα με την Τότα Ευλαβή και την σύμπραξη του Αργύρη Μπακιρτζή.

Γιάννης Κωνσταντινίδης – Γ.Ξ. Στογιαννίδης:
«Από τις επαναστατικές προπόσεις στις εξεγέρσεις της καρδιάς»
Ένα πανόραμα ποιητών της Καβάλας στον 20ο αιώνα. Επιμέλεια – Παρουσίαση: Κοσμάς Χαρπαντίδης