Ο Τάσος Κανάτσης στη συλλογή του Απόκρημνες Μέρες μαρτυρά απόκρημνα στιγμιότυπα διαφορετικών ημερών που εκφέρονται με μια πρωτόγνωρη εμπειρία και ποικιλία ικανοτήτων και ποιητικού στυλ.

Ο Κανάτσης γράφει μια ποίηση «σωστή» και δουλεμένη, μια ποίηση που θα μπορούσες να την ακούς να απαγγέλλεται από καθηγητή λογοτεχνίας ως υποδειγματική- και να ακολουθεί μια παύση γοητείας μετά στην τάξη. Μια γοητεία που εν μέρει πηγάζει από την αβίαστη πλοκή του ρυθμού και εν μέρει από το δυσπροσέγγιστο κάποιων στίχων- εκτός κι αν διαβάζονται με πολλή προσοχή στη λέξη. Από αναγνωστικής άποψης λοιπόν, η ποίηση του Κανάτση απαιτεί συγκέντρωση. Περίπλοκες συμπλοκές λέξεων και οι συνεχείς υπαλλαγές και μεταφορές μπορούν να απορυθμίσουν τον αναγνώστη που πρέπει να συμμετέχει στο ποίημα με όλες του τις αισθήσεις, για να μην χαθεί στο παιχνίδι των λέξεων. Κάποιες φορές η μακρά αναμονή για έναν συντακτικό όρο –όταν μάλιστα οι ενδιάμεσοι όροι είναι πολύ ευρείς σημασιολογικά- αγκυλώνουν τον αναγνώστη («Της ματαιότητας οι χρόνιες παθήσεις/ακυρώνουν το μέλλον/και στη δόξα του ανερμήνευτου/των στιγμών το αβέβαιο/αγλαΐζει την αλληλουχία της απόκρημνης σκέψης»), που όμως συνήθως μετά επιβραβεύεται με πιο συρτούς συντακτικά στίχους.

Ωστόσο αυτό που θα έπρεπε περισσότερο να τονιστεί είναι όχι η ποσότητα αλλά η υψηλή ποιότητα των ποιητικών σχημάτων που χρησιμοποιεί ο ποιητής, όλα εύστοχα και αποκαλυπτικά, όπως οι εξής μεταφορές: «κορίτσια του έρωτα/χάνονταν στις δίπλες του χορού», «πλανόδιοι μικροπωλητές/ εξαργύρωναν ζαχαρωτά με κέρματα χαράς», «παλιννοστούντες καημοί/κερνούσαν τα κλαρίνα/χαιρετίσματα απ’ την ξενιτιά». Καίριες και οι αντιθέσεις στην ποίηση του Κανάτση, για παράδειγμα τα δίπολα κρύο-ζέστη, ήχος-σιωπή, μόνος-πολλοί. Αυτοί οι αντιτιθέμενοι όροι, όμως, μπορούν έντεχνα να συνυπάρχουν σκηνοθετώντας ακόμη καλύτερα το στοχευόμενο σκηνικό (1. «κάτω από βλέμματα ξυράφια/στην παγωμένη μέρα/κορίτσια πένθιμα στου έαρος θλίψη», 2. «θρηνολογούν την ερημιά/θρηνολογούν την άνοιξη/…./και η σιωπή βαρύ πέπλο», «Κι ύστερα μένεις μόνος/ μες στη βουή της αγοράς/…/μόνο βαδίζεις στανικώς μαζί με άλλους»).

Ανά τα ποιήματα παραδίδονται πολλαπλά και παράταιρα κολλάζ εικόνων που προσιδιάζουν σε σουρεάλ, με εικόνες όμως που καθαυτές έχουν παραδοσιακό περιεχόμενο, κάνοντας τα ποιήματα να σχοινοβατούν μεταξύ παλαιού και νέου («το παλιό λεωφορείο/μαντατοφόρος του έξω κόσμου/κι η νύφη πολύφερνη/με κιλίμια και μπακίρια»). Αντίστοιχα παρατηρούνται καθαρά δημοτικά εγχειρήματα, στα πρότυπα των παραλογών, με σαφή δραματική δομή, αλλά χωρίς ομοιοκαταληξία και τονική σταθερότητα, δίνοντας ένα πιο μοντέρνο άκουσμα.

Αντίστοιχη εναλλαγή παρατηρείται και στο επίπεδο των φωνών που ακούγονται στα ποιήματα. Πολλές φορές δίνεται η αίσθηση ότι ακούγεται μια φωνή απομακρυσμένη και σοφή που δεν μπορεί παρά να μεταφέρει μια γενική αλήθεια: «Η μέρα ν’ αρμέγει τη λύπη της/στην επανάληψη του πρόσκαιρου», «Δίβουλος ο καιρός/κι οι θώκοι της ματαιοδοξίας απόρθητοι». Όταν αυτή η φωνή εκφέρεται δημοτικότροπα θυμίζει μεν ακόμη αλήθειες και μάλιστα ξαναειπωμένες με τον «παλιό καλό τρόπο», όμως η φωνή γίνεται πιο συλλογική -όχι απόμακρη («Όμως ο ήλιος ακριβώς/στο ίδιο δρομολόι/ από’ ξαρχής μες στον τροχό/ από’ ξαρχής στη δίνη//με χίλια τάματα φωνές/πάλι σου κραίν’ η μέρα»).

Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η ποιητική φωνή συμμετέχει και προσβάλλεται από συναισθήματα, παρασύρει και τον τόνο, ο οποίος χαμηλώνει («Καιρούς μετά/ μετράς τι έχασες τι έχεις/Πληγές κι απώλειες μετράς/πράξεις και διαθέσεις») ή εγείρεται («την ομορφιά σου να κοιτώ/να μη χορταίνω/στου πάθους την ορμή να σ’ ανασταίνω»).

Η κυριαρχούσα απουσία στίξης είναι ένα ακόμη στοιχείο που συν-άδει με την ποικιλία φωνών και τόνων και τη διάθεση του ποιητή να δώσει έναν ρυθμό με πλοκή χωρίς όμως απότομα ποτέ να σταματάει. Ένα καλό παράδειγμα είναι το ακόλουθο, αυτό που θα μπορούσε να κληθεί «σημαίνων διασκελισμός». Ο Κανάτσης δίνει πολλούς διασκελισμούς που δεν διασκελίζουν συμπαγή συντακτικά σχήματα, όπως έχουμε συνηθίσει, αλλά περισσότερο σημασιακά επίπεδα. Σαφέστερα, ο ποιητής κατορθώνει να προκαλεί «αίσθηση διασκελισμού», όχι αφήνοντας ανολοκλήρωτη μια συντακτική ή νοηματική ενότητα, συνεχίζοντάς την στον επόμενο στίχο, αλλά διαχωρίζοντας λίστες λέξεων ομοιότροπες συντακτικά, αλλά διαφορετικές ως προς την σημασιακή στόχευση. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι αφήνει έναν κενό στίχο μεταξύ των δύο νοηματικών επιπέδων. Για παράδειγμα, στον στίχο «στη μαθητεία του μάταιου/ποιμαίνοντας κοπάδια/ /έγνοιες πάθη» η μετάβαση στον τελευταίο στίχο γίνεται «νόμιμα», προκαλώντας όμως εν μέρει την ανοίκεια αίσθηση του διασκελισμού. Βέβαια ο ποιητής χρησιμοποιεί εξίσου έμπειρα και ανεπαίσθητα πιο γνωστά σε εμάς ρυθμικά τεχνάσματα όπως οι παρηχήσεις («Φρύγανο ο τόπος κι ερημιά/ με φλόγα θανάτου πυρώνει ο ήλιος»).

Εν γένει όπως προειπώθηκε η ποίηση του Κανάτση είναι μια ποίηση «σωστή» και έμπειρη, με πολλούς συμπαγείς στίχους διασκορπισμένους σε πολλά ποιήματα, για παράδειγμα, «κατάσαρκα φορώντας του καιρού τα πάθη/σαν το πουκάμισο του Κένταυρου/ρούχο αβόλευτο/με της ψυχής τη φόδρα ξηλωμένη». Αυτό που μένει είναι να δούμε τελικά τι θα κάνει κάποιον από αυτούς τους στίχους και ποιήματα να μείνει στο αναγνωστικό μυαλό. Ίσως μια επίτευξη της ποικιλίας που βλέπουμε ανά τη συλλογή στον πυρήνα ενός ποιήματος, ίσως η άσκηση των χαμηλών και συλλογικών φωνών -στις οποίες ο αναγνώστης νιώθει πως συμμετέχει- με μια ταυτόχρονη έκφραση γενικής αλήθειας.