Ένας στρατιώτης του καιρού του, ένας λησμονημένος ήρωας, ένας βασανισμένος άνθρωπος, μία ιαχή ειρήνης μέσα σε έναν απρόσμενα πολεμικό κόσμο, όλα αυτά θα χαρακτηρίσουν τον πρωταγωνιστή που εκλιπαρεί για προορισμό μέσα σε μία αχανή ζωή δίχως πυξίδα.

Ο Αντρέι Νικολάγιεβ βρίσκεται την επαύριον του Κριμαϊκού πολέμου σε έναν αφιλόξενο τόπο, την πόλη του, να αναζητά τα κομμάτια του εαυτού του και να προσπαθεί το δύσκολο εγχείρημα της προσωπικής του ανασυγκρότησης. Κανένας στόχος δεν είναι τόσο δύσκολος όσο ο στόχος της επιβίωσης μέσα στην κοινοτοπία που εξασφαλίζει μία κοινωνία εχθρική και ουτοπική, παράξενα διαμορφωμένη.

Μέσα σε ένα περιβάλλον έμπνευσης από την ρωσική λογοτεχνία των αρχών του 20ου αιώνα, ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα πρόσωπο δίχως σκιά, δίχως ταυτότητα που σιγά σιγά επιχειρεί να γευτεί την χαρά της ύπαρξης αντιπαλεύοντας την απουσία της ανθρώπινης του διάστασης. Γιατί ο ήρωας του Ξυραφά ζητάει απλά πράγματα, τίποτα πολυτελές, τίποτα περιττό, μόνο μια ζωή δίχως σύγχυση και με κανονικά ψήγματα ευτυχίας. Δεν επιζητά την τέλεια ευτυχία γιατί γνωρίζει πως δεν υπάρχει, δεν αναλώνεται σε αδύνατες αναζητήσεις και πάνω από όλα επιδιώκει να ξεφύγει από τους προσωπικούς του φόβους, είναι ένας ανθρωπάκος που θέλει να τον βλέπουν ως άνθρωπο, να το στοίχημα του και η αποστολή του. Ο Νικολάγιεβ δεν απέχει καθόλου από τους Ντοστογιεφσκικούς ή Γκογκολικούς ήρωες αλλά η επένδυση του Ξυραφά αν και νοσταλγική είναι σημερινά ξεχωριστή, είναι επίκαιρη, έχει εκφάνσεις καθημερινής τρέλας. Αυτή την τρέλα που τον καταπνίγει και τον εξουθενώνει θέλει να διώξει μακριά και να απαλλαχτεί από το δαιμόνιο της ανυπαρξίας. Ο Νικολάγιεβ ντύνεται το πέπλο της σκληρής πραγματικότητας του εμπόλεμου μετώπου και μετά την επιστροφή του στην πρότερη ζωή του δημοσίου υπαλλήλου καθίσταται θύμα του συστήματος, ένα σύστημα που δεν σηκώνει διαφορετικότητα, καταδικάζει τον επίμονο και ήσυχο άνθρωπο όπως είναι εκείνος. Και αναρωτιέται εύλογα κατά τον ρου της αφήγησής του: «Τι και αν δεν μπορεί να καθρεφτιστεί πουθενά ή να ρίξει τη σκιά του πάνω σε κάτι; Τι και αν μόνο ο κόσμος καθρεφτίζεται ουδέτερα πάνω του; Τι και αν η ψυχή του δεν ανήκει πια στα πράγματα αυτού του κόσμου, που διαρκώς αλλάζουν, που είναι κι εκείνα σκιές από μόνα τους».

Ο Νικολάγιεβ δεν μπορεί να πάρει κουράγιο από τους γύρω του καθώς η ευτυχία του είναι καθαρά δική του και πρέπει να παλέψει για αυτήν μέχρι τέλους. Έτσι και αλλιώς φίλοι και γνωστοί σε μια εποχή απάνθρωπη και εχθρική βυθίζονται συνεχώς στον βούρκο ενός κόσμου δίχως προσωπείο που κλίνει προς την καταστροφή ιδανικών. Αλλά «όπως και αν το φέρει η μοίρα σε αυτή τη ζωή, είναι αναγκασμένος κανείς να ζήσει στο τέλος όσο καλύτερα του επιτρέπουν οι περιστάσεις». Και οι περιστάσεις και οι συγκυρίες δεν είναι φιλικά διακείμενες προς εκείνον, θα δει την γυναίκα του την Ντάσα να τον εγκαταλείπει γιατί πρώτα εκείνος έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του και με δυναμικότητα που άλλοτε εντείνεται και άλλοτε χάνεται σαν να μην υπάρξει ποτέ επιχειρεί να ορθώσει ανάστημα, να βγει από το καβούκι του πληγωμένου ζώου και να ξαναζήσει. Ο πόλεμος είναι μία κακή ανάμνηση, αποτελεί όμως δίχως άλλο και μία εμπειρία που μέσα στο σκοτάδι της λάμπει το φως της αντίστασης σε έναν μάταιο θάνατο αν και πολλές φορές θα ευχόταν να είχε σβήσει τότε. Πάντως «την ευτυχία μπορεί να την φέρει μόνο η επίγνωση των πραγμάτων, ευχάριστη ή οδυνηρή». Και εκείνος έχει προ καιρού συνειδητοποιήσει πως η ζωή του είναι άνευ ουσίας, έχει απωλέσει κάθε έννοιά της και χρειάζεται να επαναφέρει τον εαυτού του σε κατάσταση ελέγχου για να νιώσει ισορροπία και αγαλλίαση. «Κάποτε έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται ότι ανύπαρκτος ήταν πριν γεννηθεί, κι ότι ανύπαρκτος θα γίνει, όπως όλοι οι άλλοι, αφότου θα έχει πεθάνει».

Μέσα σε όλο αυτό το δυσμενές για τον ίδιο πλαίσιο ενυπάρχει και αναδύεται ένας τόνος αισιοδοξίας που αντιμάχεται σθεναρά την μελαγχολία του ταξιδιού προς την δυστυχία που αυτή τη στιγμή κυριαρχεί. Έχει αποφασίσει μέσα του πως δεν θα αφεθεί να εξολοθρευτεί αφού ο πόλεμος που άφησε πίσω του δεν στάθηκε ικανός να του στερήσει την ύπαρξή του, θα συνεχίσει να ζει σε πείσμα των καιρών. Άρα μόνος κίνδυνος αυτή η σκιά, αυτό το φάντασμα που κατοικεί μέσα του και πρέπει να εξαφανίσει από προσώπου γης, οφείλει να αλλάξει την υπόστασή του για να αλλάξει και την μοίρα του. Ο φίλος του Σεργκέι με τον οποίο θα αναπτυχθεί μία ιδιάζουσα φιλία και ένας πολύ ενεργός διάλογος και συζητήσεις επί συζητήσεων δηλώνει χαρακτηριστικά: «Τις συνήθειές μας, τον τρόπο που φερόμαστε στους άλλους, τη ζωή που ζούμε κάθε μέρα, τον εαυτό μας τον ίδιο, τα έχουμε επινοήσει όλα εμείς, Αντρέι. Όλα όσα είμαστε, εμείς τα έχουμε φτιάξει. Έτσι, κάποια μέρα μπορούμε να τα αλλάξουμε, έστω και αν απαιτείται γι’αυτό μεγάλη προσπάθεια». Την αλλαγή αυτή την έχει υποσχεθεί στον εαυτό του και το όνειρο αυτό της επανένταξής του είναι τόσο κοντά του και τόσο μακριά του. Η ζωή κρύβει εκπλήξεις και συγκινήσεις για αυτούς που υπομένουν και διαλέγουν τον δύσκολο δρόμο. Έτσι αξίζει τον κόπο να αναμετρηθεί κανείς με την μοναξιά του γιατί η νίκη αυτή είναι μεγαλειώδης.

«Φτάνει μόνο μέσα σ’ ένα όνειρο σας να αντικρίσετε τον εαυτό σας. Γιατί το όνειρο είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας».

«Με την αληθινή, την ανθρώπινη μοναξιά, γίνεται κανείς για λίγο αναχωρητής, αρνητής των εγκοσμίων, για να ζήσει βαθύτερα τον εαυτό του, να αφεθεί στον κόσμο γύρω του, μακριά από τον χρόνο, τις δεσμεύσεις, τις καθημερινές επιδιώξεις».

Το βιβλίο του Αντώνη Ξυραφά, Η σκιά του στρατιώτη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.