Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ είναι μία απόδειξη πως ζωή και θάνατος πορεύονται χέρι με χέρι σαν ένα ζευγάρι που περπατάει στον δρόμο. Ο Ξένος, αυτό το αριστουργηματικής σύλληψης παράλογο έργο έδωσε αφορμή για πλείστες συζητήσεις σχετικά με τις προθέσεις και τις αιτίες κάτω από τις οποίες ο πρωταγωνιστής Μερσώ οδηγήθηκε στο έγκλημα.

Ένα έγκλημα εγωισμού, αλλοφροσύνης, παραφοράς, μίσους ή απλά μία σατανική σύμπτωση που ο καυτός μεσημεριανός ήλιος φρόντισε να λάβει χώρα? Πόσα έχουν γραφτεί για αυτό το μυθιστόρημα που σαφέστατα είναι πολύπλευρο και πολυσχιδές, ενέχει φιλοσοφικές αναζητήσεις και ανησυχίες για την ανθρώπινη φύση, εκφράζει ανοιχτά ψυχολογικές ανατροπές και καίρια ερωτήματα, έχει κοινωνικές αποχρώσεις. Ο Καμέλ Νταούντ δεν επιχειρεί να συγκριθεί με τα παραπάνω, το εγχείρημά του είναι να παρουσιάσει την άλλη όχθη, τον άλλο Ξένο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον τίτλο. Με εξορύξεις και ανασκαφή στα πεπραγμένα του τότε και του σήμερα, τοποθετεί τον αδερφό του αδικοχαμένου Άραβα σε ρόλο αφηγητή, ένας ρόλος άκομψος και απολογητικός πολλές φορές. Ποια η ανάμνηση του ανθρώπου που σκοτώθηκε εκείνο το μεσημέρι και ποιο το τίμημα της εκδίκησης από τον αδερφό του που θέλει να ξαναβγάλει στο φως την ξεχασμένη ιστορία του αδερφού του από το χρονοντούλαπο της ιστορίας; Αναπάντητες απορίες και αχανείς διάδρομοι του μυαλού που τίποτα δεν προδιαγράφει πως θα βρουν ανταπόκριση στο κάλεσμα για διαπίστωση και συμπεράσματα.

Στην Αλγερία του ’62, τίποτα δεν θυμίζει τα γεγονότα του ’42, τότε που ένα θλιβερό και αλλόκοτο μεσημέρι το μαχαίρι του Γάλλου αφαίρεσε τη ζωή του Άραβα για λόγους που εκείνος μόνο ήξερε και κανείς δεν έμαθε. Τότε, οι Γάλλοι είναι οι άρχοντες και κατακτητές, μισητοί κάτοικοι μίας χώρας που δεν τους ανήκει και ο ήλιος των Αλγερινών αν και λάμπει, έχει μπροστά του ένα συνεχές σύννεφο που καλύπτει τις ζωές τους, μία λαθραία και παράνομη παρέμβαση που περιμένουν να εξουδετερώσουν. Είκοσι χρόνια μετά όμως όλα δείχνουν να αλλάζουν, οι Αλγερινοί έχουν πάρει το πάνω χέρι, ανακτούν την ανεξαρτησία τους και γίνονται κύριοι των περιουσιών τους, της πατρίδας τους, της ίδιας τους της τύχης. Οι Γάλλοι έχουν απωλέσει την πάλαι ποτέ κραταιά κυριαρχία τους αλλά κανείς γηγενής κάτοικος δεν έχει ξεχάσει τις βιαιοπραγίες και την κακομεταχείριση, εξάλλου κανένας κατακτητής δεν αφήνει γλυκιά γεύση και δεν γλιτώνει τις συνέπειες της ιστορίας. Ο Χαρούν είναι ένα θύμα αυτής της κατάστασης, ένας ξένος στον ίδιο του τον τόπο και αυτό που επιχειρεί ο Νταούντ είναι να καταγράψει την δική του εκδοχή, την σκληρή αφήγηση ενός ανθρώπου που νιώθει μισός, αισθάνεται αδικημένος και εξ’ ονόματος και του αδικοχαμένου αδερφού του εναντιώνεται, παθιάζεται και τελικά συνεπαίρνεται από την επανάληψη ενός προαναγγελθέντος φονικού στο όνομα της μνήμης του αδερφού του. Ο Χαρούν γίνεται ο Μερσώ, σκοτώνει τον Γάλλο και κάθεται στην θέση του φονιά που αναζητά εντός και εκτός συνείδησης τους λόγους της πράξης του. Μία πράξη επανάστασης και αντίδρασης, ένα μήνυμα προς τον αδερφό του ίσως πως όλα επανατοποθετούνται στην θέση τους; Τι πλήγμα για τον ίδιο να κουβαλάει στις πλάτες του την λαχτάρα για αναμέτρηση με ένα οδυνηρό παρελθόν και μία μητέρα που τον λησμονά γιατί για εκείνη όλα έσβησαν εκείνο το μεσημέρι του ’42! Τότε εκείνος επανέρχεται στο προσκήνιο και γίνεται ξανά ορατός βγαίνοντας από την σκιά με έναν τρόπο παράδοξο ή απλά για δεύτερη φορά οι συμπτώσεις λαμβάνουν χώρα από την ανάποδη αυτή φορά? Ο ίδιος σε μία αποφορά του λόγου του δηλώνει απερίφραστα: “Όταν σκοτώνεις, υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού σου που αμέσως αρχίζει και καταστρώνει μία εξήγηση, κατασκευάζει ένα άλλοθι, δημιουργεί μία εκδοχή των γεγονότων η οποία σου ξεπλένει τα χέρια, ενώ αυτά ακόμη μυρίζουν μπαρούτι και ιδρώτα”.

Βρίσκω εξαιρετική πρόκληση την αναμέτρηση του Νταούντ με το αξεπέραστο όσο και καθηλωτικό βιβλίο του νομπελίστα Καμύ και αυτή η ασχολία εμπεριέχει και μία δυναμική όσο και απαραίτητη επαναπροβολή ενός εκ των κορυφαίων βιβλίων που μας χάρισε ο 20ος αιώνας, αν και δύσκολα μπορεί να λησμονηθεί. Ο Νταούντ επιθυμεί να παρουσιάσει την δική του τάξη πραγμάτων και όχι να ερμηνεύσει τον Καμύ γιατί αυτός παραμένει ανεξήγητος και μη προσεγγίσιμος όσα χρόνια και αν πέρασαν και όσες αναλύσεις και αν πραγματοποιήθηκαν στο διάβα των χρόνων, ίσως αυτή να είναι και η μαγεία του. Ο ήρωας του Νταούντ δεν κινείται μακριά από τον Μερσώ, είναι μία μορφή alter ego του, ένα πρόσωπο προβληματισμένο που τελεί υπό σύγχυση ενώ βρίσκεται σε αναζήτηση εννοιών, πραγμάτων και προσωπικών αγωνιών. Η πράξη του τον βαραίνει αλλά παράλληλα τον λυτρώνει και σαν ένας Σωκράτης που αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δεν τις αποποιείται, καθίσταται ενώπιον των ανθρώπων έτοιμος να δικαστεί ή να αθωωθεί. Και δηλώνει με ωμότητα και ειλικρίνεια: “Ο θάνατος, τις πρώτες μέρες της Ανεξαρτησίας, ήταν εξίσου αναίτιος, παράλογος και απρόσμενος όσο και τότε, σ’ εκείνη την ηλιόλουστη παραλία το 1942”. Ενώ σε κάποιο άλλο σημείο της κατάθεσής του θα μας πει με αιχμηρό τρόπο, γιατί ο ίδιος αδυνατεί να οδηγηθεί σε λύσεις και σκοντάφτει σε αδιέξοδα υπαρξιακής διάστασης, το εξής: “Η τελευταία μέρα της ζωής ενός ανθρώπου δεν υπάρχει {…} Κανείς δεν έχει δικαίωμα σε μία τελευταία μέρα, αλλά μονάχα σε μια συμπτωματική διακοπή της ζωής”.

“Την πλάτη του Θεού κοιτάς όταν δεν υπάρχει πια ήλιος να σε τυφλώνει. Σιωπή. Απεχθάνομαι αυτή τη λέξη, μέσα της ακούει κανείς τον σαματά των πολλαπλών της ορισμών”.

“Για μένα, η θρησκεία είναι ένα μέσο μαζικής μεταφοράς που δεν χρησιμοποιώ”.

“Και μόνο μια ψυχή να σκοτώσετε, είναι σαν να ‘χετε σκοτώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα”.

Το βιβλίο του Καμέλ Νταούντ, Μερσώ, ο άλλος ξένος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.