Όσον αφορά την μεγάλη επιτυχία αυτής της δουλειάς, αναφέρει χαρακτηριστικά: «τρία χρόνια μετά, η Δεσποινίς Τζούλια, πέρα από την όποια επιτυχία, έχει λόγο να (ξανά) ανέβει, όχι πια αφυπνιστικό μα δυστυχώς κατοπτρικό.»

Ο ίδιος, μας μίλησε λίγο πριν την φετινή πρεμιέρα για τις αντιστοιχίες έργου και παράστασης με το σήμερα, τον κοινό παρανομαστή ανάμεσα στα έργα που επιλέγει, την σχέση του με το θέατρο, την αρχιτεκτονική και τον χορό, δίνοντας παράλληλα και μερικές οδηγίες προς …«ναυτιλομένους» χορευτές flamenco!


Culturenow.gr: Το 2013 ανεβάσατε για πρώτη φορά παγκοσμίως σε flamenco το σπουδαίο έργο του Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια». Ποια στοιχεία του σαν γοήτευσαν και πήρατε την απόφαση να “συνομιλήσετε” μαζί του και να το μεταφέρετε επί σκηνής σε χορό flamenco;

Σταύρος Λιτίνας: Το βασικό στοιχείο που με γοήτευσε στο έργο είναι ο φόβος, ο παραλυτικός, που καταλαμβάνει τα πρόσωπα, ο φόβος που συντρίβει κάθε ίχνος περηφάνιας, που αγγίζει ενίοτε τα όρια της αλαζονείας, και μετατρέπει ακαριαία τον εξουσιαστή σε θύμα. Πάνω σε αυτό το μηχανισμό στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, η εξουσία. Αν το υποψήφιο θύμα βρει τον τρόπο να ξεπεράσει τον εαυτό του και να αναιρέσει το φόβο του ο εξουσιαστής αυτόματα παροπλίζεται. «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος» λέει ο συμπατριώτης μου Νίκος Καζαντζάκης. Μετέφερα το έργο σε flamenco γιατί αυτό είναι το εκφραστικό μου εργαλείο και το μέσο επικοινωνίας μου τα τελευταία 25 χρόνια.

Cul. N.: Η «Δεσποινίς Τζούλια» χορεύει (ξανά) flamenco στη σκηνή του θεάτρου Άνεσις! Μετά από τρία χρόνια, πως αντικρίζετε την «Δεσποινίς Τζούλια» μέσα από τα δικά σας μάτια;  Που πιστεύετε πως οφείλεται η μεγάλη επιτυχία αυτής της παράστασης;

Στ. Λ.: Η Δεσποινίς Τζούλια είναι ένα πρόσωπο που εκπίπτει, ένα πρόσωπο που χάνει την εξουσία, χάνει τον έλεγχο… ένα πρόσωπο τραγικό. Μέσα σε αυτό το φοβερό κλοιό φόβου που ζούμε, δυστυχώς βλέπω όλο και περισσότερες Τζούλιες γύρω μου. Ανθρώπους που έχουν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, έχουν συρρικνωθεί, έχουν μετατραπεί σε υποχείρια. Φυσικά υπάρχει μια λεπτή διαφορά, σε σχέση με το έργο, όπου το παιχνίδι της πρόκλησης το ξεκινά, μες στην αφέλειά της, η ίδια η Τζούλια.

Η επιτυχία της παράστασης πιστεύω οφείλεται στην αφαίρεση του λόγου και στη δύναμη που μεταγγίζεται μέσω του συναισθήματος. Ο χορός και ειδικά το flamenco την έχουν αυτή τη δύναμη. Η πρόσληψη του κειμένου γίνεται με το πίσω μέρος του μυαλού που ξυπνά τη φαντασία και ενεργοποιεί τις αισθήσεις. Ο Έλληνας, εξ’ άλλου, τις δύσκολες φάσεις της ζωής του τις τραγουδά ή τις χορεύει…

Cul. N.: Το έργο του Στρίντμπεργκ, κατ’ επέκταση και η παράστασή σας, ποιους παραλληλισμούς μπορούν να βρουν με τη σημερινή πραγματικότητα;

Στ. Λ.: Σήμερα, σε εθνικό επίπεδο, ζούμε το αποτέλεσμα του φόβου που μας κατέβαλε τα τελευταία χρόνια. Έχουμε υποταχθεί… Ο εξουσιαστικός μηχανισμός χρησιμοποιώντας το αλάνθαστο μέσο που είναι ο φόβος, πέτυχε το σκοπό του. Έτσι, τρία χρόνια μετά, η Δεσποινίς Τζούλια, πέρα από την όποια επιτυχία, έχει λόγο να (ξανά) ανέβει, όχι πια αφυπνιστικό μα δυστυχώς κατοπτρικό.

Cul. N.: Αυτή την περίοδο χορογραφείτε και χορεύετε στην flamenco εκδοχή κι ενός άλλου θεατρικού έργου  -που ανεβαίνει επίσης για πρώτη φορά σε flamenco χορό-, στο  «Κουαρτέτο» του Heiner Müller. Μερικές σκέψεις γι’ αυτή την παράσταση;

Στ. Λ.: Στο Κουαρτέτο (1980) ο Heiner Müller οικειοποιείται τους δυο βασικούς χαρακτήρες, του Υποκόμη ντε Βαλμόν και της Μαρκησίας ντε Μερτέιγ, του έργου του Choderlos de Laclos Επικίνδυνες σχέσεις (1782) ενσωματώνοντας σε αυτούς τη μελαγχολία και την πικρία της φθοράς ενός κόσμου σε παρακμή. Στο πλαίσιο του επικίνδυνου παιχνιδιού που στήνουν, ως επιτήδειοι λιμπερτίνοι, μεταμφιέζονται υποδυόμενοι τέσσερα πρόσωπα: τους εαυτούς τους σε συνεχή εναλλαγή και τα δύο αθώα θύματά τους τα οποία οδηγούν με μαεστρία στην υποταγή και στην ταπείνωση προσπαθώντας μάταια να αισθανθούν, τη Βολάνζ (παρθένα ανιψιά της Μερτέιγ) και την Κυρία του Προέδρου ντε Τουρβέλ (πιστή σύζυγο). Η αρχετυπική πάλη των φύλων αποκτά λυσσαλέες διαστάσεις εξόντωσης καθώς οι βασικοί χαρακτήρες έχοντας καταναλώσει με απληστία τα πάντα αναζητούν μάταια διέξοδο στη σεξουαλική υπερβολή. Ο έρωτας γίνεται άλλοθι και κυριαρχεί ως εξουσιαστικό μέσο που οδηγεί στην κοινωνική καταξίωση.

Το Κουαρτέτο σε σχέση με το Δεσποινίς Τζούλια πάει ένα βήμα πιο κάτω γιατί εδώ το “έγκλημα” είναι προμελετημένο, οι θύτες έχουν πλήρη συνείδηση και έλεγχο των πράξεων τους που αγγίζει τα όρια της διαστροφής. Ο ναρκισσισμός, η υποκρισία και η υστεροβουλία τους σε ένα περιβάλλον αφόρητης πλήξης δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα.

Cul. N.: Φαίνεται να σας απασχολούν αρκετά οι σχέσεις εξουσίας και τα εξουσιαστικά μέσα, υπό το πρίσμα της αρχέγονης πάλης των δύο φύλων και όχι μόνο.

Στ. Λ.: Ο κοινός παρονομαστής των έργων που επιλέγω είναι οι μηχανισμοί εξουσίας, η βία, ο καταναγκασμός, ο λυσιμελής φόβος που επιτρέπει τη χειραγώγηση είτε σε συλλογικό, είτε σε προσωπικό επίπεδο. Το Κουαρτέτο είναι η τρίτη σε σειρά δουλειά που παρουσιάζω πάνω σε αυτόν τον άξονα. Έχουν προηγηθεί το “Δείπνο Gourmet? ” (θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Curzio Malaparte, Το Δέρμα) που ανέβασα το 2011 στο «ΘΕΑΤΡΟΝ», Κέντρο Πολιτισμού ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, και η “Δεσποινίς Τζούλια” (2013-15).

Cul. N.: Το 1992 ιδρύσατε, μαζί με τον δάσκαλο σας Carlos, τη σχολή χορού flamenco, “ARROYO DANCE CLUB” (τωρινή ονομασία “ARROYO NUEVO”). Εσάς, ως δάσκαλο  flamenco, τί είναι αυτό που σας ενδιαφέρει  περισσότερο; Ποια μηνύματα δίνετε στους μαθητές σας, που ονειρεύονται να γίνουν επαγγελματίες χορευτές μεγαλώνοντας;

Στ. Λ.: Μ’ ενδιαφέρει αρχικά ο μαθητής να έρχεται σε επαφή με το σώμα του, τις δυνατότητες του και τον τρόπο λειτουργίας του. Έπειτα να μαθαίνει πώς αυτή η γνώση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα εκφραστικό εργαλείο. Η πληροφορία που παίρνει μέσα στην τάξη θέλω να διαρκεί περισσότερο απ’ ότι η σχέση του με το flamenco. Το flamenco είναι απλά ένας δρόμος.

Για να γίνει κάποιος επαγγελματίας χορευτής, με την τρέχουσα έννοια, απαιτείται πειθαρχεία, αφοσίωση και πολλές ώρες δουλειάς όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Ταυτόχρονα όμως με το σώμα του, οφείλει να εκπαιδεύει και το μυαλό του διαφορετικά το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα είναι κενό. Ο χορός μπορεί πολύ εύκολα να τον παρασύρει σε ναρκισσιστικά αδιέξοδα.

Cul. N.: Αλήθεια, πως επιβιώνει το πρώτο εργαστήρι flamenco της Αθήνας μέσα στην σύγχρονη Ελλάδα της -παντός είδους- κρίσης;

Στ. Λ.: Υπάρχει η αντίληψη ότι ο χορός είναι είδος πολυτέλειας. Υπάρχει όμως και η αντίληψη ότι είναι φυγή. Αυτή τη δεύτερη υπερασπίζομαι εδώ και πολλά χρόνια. Ο άνθρωπος μέσα σε οποιαδήποτε κρίση δεν πρέπει να αποκόπτεται από τις φυγές του γιατί αυτοκαταδικάζεται. Ευτυχώς στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, που δεν το βάζουν κάτω, που δεν εγκαταλείπουν. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αγαπώ τα μαθήματα.

Cul. N.: Δεν ασχολείσθε όμως μόνο με τον χορό, αλλά και με το επάγγελμα που σπουδάσατε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αυτό του αρχιτέκτονα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα υπογράφετε τα σκηνικά γνωστών παραστάσεων, σε σκηνοθεσία των Φ. Μπαξεβάνη, Α. Μπρούσκου, Λ. Τσουλάτζε. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτή την ιδιότητα, καθώς και για την σχέση σας με την τέχνη του θεάτρου;

Στ. Λ.: Ο χορός είναι η βουβή διαχείριση των συναισθημάτων μας από την απόλυτη ακινησία μέχρι την πιο ξέφρενη διονυσιακή εκτόνωση, σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο. Η αρχιτεκτονική είναι μια επιστήμη που δεν παύεις ποτέ να ασχολείσαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είναι τρόπος σκέψης και αντίληψης, μια προσωπική ματιά που θέτει συνεχώς ερωτήματα. Ο χορός για μένα είναι αρχιτεκτονική και η αρχιτεκτονική χορός με μόνη διαφορά ότι το ένα αφήνει πιο ανεξίτηλα ίχνη από το άλλο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνογράφο και δεν μπορώ να παράγω ένα ψευδή χώρο. Προσπαθώ να επικοινωνώ με το σκηνοθέτη για να λύνω τα λειτουργικά θέματα που προκύπτουν από την ανάλυση του κειμένου. Το όραμα του σκηνοθέτη γίνεται η δική μου έμπνευση και το αποτέλεσμα οφείλει να συμπλέει.

Η άλλη σχέση που έχω με το θέατρο είναι τα μαθήματα υποκριτικής που έχω παρακολουθήσει για 5 χρόνια με την Α. Μπρούσκου και η πολύ ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη γνώση που αποκόμισα όταν έπαιξα με το Θέατρο Δωματίου.

Cul. N.: Έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια για το εγγύς μέλλον; 

Στ. Λ.:  Τη στιγμή που ανεβαίνει ένα έργο έχω ήδη αποφασίσει το επόμενο, τουλάχιστον σε επίπεδο επιθυμίας. Εύχομαι να είμαστε καλά σαν ομάδα και να μπορούμε να συνταξιδεύουμε…

Cul. N.: Για το τέλος, τί σημαίνει ο χορός για εσάς προσωπικά και συγκεκριμένα το flamenco;

Στ. Λ.: Είναι για μένα μια εκφραστική διέξοδος, μη λεκτική, μια φυγή! Διαμόρφωσα την προσωπικότητα μου μέσα από αυτόν και είναι δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό μου δίχως αυτόν. Μέσα από τον ελληνικό χορό με τον οποίο ξεκίνησα έμαθα να είμαι μέλος ενός συνόλου, να συνυπάρχω και να συντονίζομαι με μια ομάδα, διαμόρφωσα δηλαδή μια ομαδική ταυτότητα. Με τα χρόνια αισθάνθηκα την ανάγκη να ορίσω τον εαυτό μου, ως άτομο, μέσα στο σύνολο και αναζήτησα κάτι πιο προσωπικό όπως το flamenco, όχι από εγωισμό αλλά από μια διάθεση απελευθερωτική. Οι δημιουργικές σχέσεις φυσικά που αναπτύσσεις με τους συνεργάτες σου πάντα υπάρχουν, δεν είσαι ποτέ μόνος. Το επόμενο στάδιο ήταν για μένα να χρησιμοποιήσω αυτή τη γνώση και την εμπειρία για να μπορέσω να μιλήσω… πάντοτε δίχως λόγο. Αυτό αναπόφευκτα με οδήγησε στο χορογραφικό πεδίο. Με τα χρόνια έννοιες όπως ανάλυση, σύνθεση, δόμηση, αποδόμηση, περιγραφή, επεξήγηση, αληθές και ψευδές έγιναν ο κοινός τόπος που ελλειπτικά επέστρεφα με ότι και αν καταπιανόμουν. Ξεκίνησα να χορογραφώ αρχικά με την ασφάλεια μιας δεδομένης φόρμας, ελέγχοντας τα πράγματα καθαρά συνθετικά και πολύ αργότερα αποφάσισα να αναμετρηθώ με την νοηματική ανασύσταση λογοτεχνικών και θεατρικών έργων με εργαλείο το σώμα.

Η «Δεσποινίς Τζούλια» χορεύει (ξανά) flamenco στη σκηνή του θεάτρου Άνεσις!